«Γουλιέλμος Τέλλος» (2024): Ένα ευχάριστο μεσαιωνικό διάλειμμα;

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Αν εξετάσουμε τα μέχρι στιγμής κινηματογραφικά δεδομένα, τα ευρήματα μας θα είναι μάλλον μετριοπαθή με ηττοπαθή διάθεση. Έναν χρόνο πριν υπήρχε αδημονία για ορισμένες εξαιρετικά «καυτές» κυκλοφορίες. Φέτος, το ενδιαφέρον σα να έχει χαθεί. Αυτός  είναι άλλωστε και ο λόγος που θα μιλήσουμε για το έργο «Γουλιέλμος Τέλλος» (William Tell, 2024). Πάμε να δούμε πόσο σφιχτά μπορεί να δεθεί η  χορδή ενός τόξου, μήλα κρυφτείτε!

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στα  μέσα του 14ου αιώνα στο εξαρτημένο από την Αυστρία βασίλειο της Ελβετίας. Από καιρό ακούγονται φήμες και ψίθυροι για επανάσταση και ανεξαρτητοποίηση από τους αυστριακούς. Αυτή είναι μία εξέλιξη που δε θα επιτρέψει ο βασιλιάς Άλμπερτ να συμβεί στην επικράτεια του. Θα στείλει τον αυταρχικό αριστοκράτη Γκρέσλερ να καταστείλει οποιαδήποτε δράση εξέγερσης. Ανάμεσα σε εκείνους που τολμούν να συζητήσουν για επανάσταση βρίσκεται και ο βετεράνος τοξότης Γουλιέλμος Τέλλος. Οι καταστάσεις και η εκτράχυνση τους θα τον φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων. Μέσα σε ένα κλίμα επαναστατικού αναβρασμού και εμπόλεμης κατάστασης, ο Τέλλος θα κληθεί να τραβήξει το πιο τολμηρό του βέλος, για να υπερασπιστεί την οικογένεια του από την αδικία και την καταπίεση.

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Το πρότζεκτ αποδίδεται σε έναν σχετικά άσημο σκηνοθέτη, παρά την δράση του τόσο στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, όσο και στην τηλεόραση. Το όνομα του είναι Νίκ Χάμ και γνωρίζει το σενάριο που κρατάει στα χέρια του, καθώς επιμελείται τη μεταφορά του και το συνυπογράφει. Δε διστάζει να παρεκκλίνει της πρωτογενούς του πηγής, η οποία είναι το ομώνυμο θεατρικό έργο του Φρίντριχ Σίλερ (1758-1805). Αυτό αποτελεί πια γενικό ζήτημα στις σύγχρονες εκδοχές κλασικών έργων, καθώς ο εκμοντερνισμός αυτών φθάνει στο σημείο να αλλοιώσει τον πυρήνα της ιδέας του εκάστοτε έργου. Στην προκειμένη περίπτωση εντούτοις δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Προφανώς, για να αναφέρεται, σημαίνει πως υπάρχουν σκηνές που είναι εκτός τόπου, αλλά κυρίως χρόνου. Αυτό όμως που κρατάμε είναι ότι δεν ζημιώνουν την ταινία στο σύνολο της.

Ως βρετανός κινηματογραφιστής, ο Χάμ ανήκει στη σχολή του Ρίντλεϊ Σκότ και αυτό διαφαίνεται από την σκηνοθετική προσέγγιση που χρησιμοποιεί. Δίνει ιδιαίτερη βάση στον περιβάλλοντα χώρο που ορίζει το πλαίσιο της δράσης. Τα μεγάλα γενικά κάδρα μπορούν να ξεγελάσουν, τα γυρίσματα δεν πραγματοποιήθηκαν στην αναλλοίωτα γραφική ελβετική ύπαιθρο. Αντιθέτως, η παραγωγή μεταφέρθηκε στην επαρχία του Νότιου Τιρόλου στην Ιταλία. Η επιλογή δικαιώνει επαρκώς και ενισχύει το έργο της σκηνοθεσίας στην απόπειρα του να προβάλλει κάτι το αυθεντικό. Ο δημιουργός σκηνοθετεί με σύγχρονη ματιά, αλλά επιλέγει την κλασική οδό για να το πετύχει. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, ακολουθώντας τη φόρμα που εισήγαγε το φιλμ «Braveheart» (1995) του Μελ Γκίμπσον, και ο τόνος διατηρείται σοβαρός μέσα από τις ερμηνείες.

«Στο σετ του ηθοποιού»:

Οι ηθοποιοί που επιλέγονται να ερμηνεύσουν τους ρόλους του έργου δεν αποτελούν «πρωτοκλασάτες» επιλογές, και δεν πρέπει να αποτελούν! Μέσα από την ταινία αποδεικνύεται έμπρακτα ότι δεν απαιτούνται «μεγάλα ονόματα» για να αποδοθούν «μεγάλες ερμηνείες». Υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι ο δανικής καταγωγής πρωταγωνιστής Κλές Μπάνγκ στον ρόλο του «Γουλιέλμου Τέλλου». Ο ηθοποιός αποδεικνύει την παράδοση στην υποκριτική τέχνη που φέρουν οι σκανδιναβικές χώρες και αποδίδει μία μεστή ερμηνεία. Ως ο αναντίρρητος πρωταγωνιστής επωμίζεται το βάρος της ιστορίας επάνω του και δεν απογοητεύει. Γνωστός από το ανεξάρτητο φιλμ με τίτλο: «Το Τετράγωνο» (The Square, 2017), ο Μπάνγκ είναι άψογος στον ρόλο του, με τους συμπρωταγωνιστές του να ακολουθούν το ερμηνευτικό του εκτόπισμα. Το έργο δίχως τον ηθοποιό θα αποδυναμωνόταν ανεπανόρθωτα.

Οι συμπρωταγωνιστές του, όπως προαναφέραμε ακολουθούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι ο κατεξοχήν τηλεοπτικός ηθοποιός Κόνορ Σουίντελς στον ρόλο του τυραννικού «Μπρέσλερ». Ο Σουίντελς ακολουθεί τις σκηνοθετικές του οδηγίες και παρουσιάζει έναν χαρακτήρα με ροπή προς την κακεντρεχή υπερβολή. Σε έναν κόσμο, που οι ανταγωνιστές έχουν συνήθως μία τραγική ιστορία πίσω τους, που τους ανάγκασε να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος για τον ήρωα, ο Κόνορ Σουίντελς είναι «κακός» επειδή το θέλει. Πράγματι, είναι ένας πολύ απολαυστικός και ικανός ανταγωνιστής, καθώς το μένος του επικοινωνείται μέσα από την στάση του κορμιού του, που «μαζεύεται» από τον θυμό, που έχει για τον χαρακτήρα του «Τέλλου».    

Cut! It’s a wrap:

Κλείνοντας, η ταινία αποτελεί μία έντιμη και φιλότιμη απόπειρα να ειπωθεί κινηματογραφικά η ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Η εποχή και το κοινό, ωστόσο που το φιλμ φιλοδοξεί να ξεχωρίσει, δεν κοιτάζει πλέον σε ηρωικές λαϊκές φιγούρες, όπως αυτή του «Τέλλου». Θέλει εκρήξεις, ψηφιακά εφέ και έξυπνες ατάκες που καταλήγουν σε μέτρια αστεία. Το έργο που εξετάζεται στην προκειμένη περίπτωση δεν τα διαθέτει και για αυτό θα γνωρίσει την εισπρακτική αποτυχία. Παραμένει όμως μία ευχάριστη ταινία που κάνει λόγο για κλασικές αξίες και ιδανικά.  

Θα έβαζα εκτιμώντας την απόπειρα ένα 7,1/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».

 

Διάρκεια: 2 ώρες και 13 λεπτά

Είδος: Ιστορικό δράμα

Σκηνοθεσία: Νίκ Χάμ

Πρωταγωνιστές: Κλές Μπάνγκ, Κόνορ Σουίντελς, Γκόλσιφτεχ Φαραχάνι.

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #NickHamm #WilliamTell #Historic #Drama #ClaesBang #ConnorSwindells

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις