Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Πρώτο: "Ο Δράκος, η Φωτιά και η Πύλη"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Με αφορμή το τελευταίο δημοσιευμένο άρθρο αναφορικά με την ιστορία και την ταινία του «Έραγκον» αναλογιστήκαμε την έναρξη μίας νέας σειράς δημοσιεύσεων. Αντιληφθήκαμε μέσα από τη συγγραφή του άρθρου ότι τον εν λόγω έργο διαθέτει αρκετά κοινά σημεία με την κλασική σειρά βιβλίων του Κ.Σ. Λιούις με τίτλο: «Τα Χρονικά Της Νάρνια». Έπειτα από αυτό το συμπέρασμα, οι ιδέες ανέλαβαν τον έλεγχο και έγιναν πράξεις. Αποφασίσαμε, λοιπόν να συνδυάσουμε σε συγγραφικό επίπεδο τα δύο έργα και με τη χρήση της ΤΝ (τεχνητής νοημοσύνης) να εμπλέξουμε τους δύο λογοτεχνικούς κόσμους. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να δηλώσουμε πως βασιστήκαμε στις κινηματογραφικές εκδοχές αρχίζοντας την ιστορία από το τέλος του φιλμ «Έραγκον» (Eragon, 2006) και το κλείσιμο της δεύτερης ταινίας των χρονικών της «Νάρνια» με τίτλο: «Πρίγκιπας Κάσπιαν» (The Chronicles Of Narnia: Prince Caspian, 2008). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο η ευθυγράμμιση των δύο κόσμων συντελέστηκε: "Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας"

 


Κεφάλαιο Πρώτο: Ο Δράκος, η Φωτιά και η Πύλη

«Σε κάθε φλόγα, υπάρχει ένα κάλεσμα. Κι αν δεν είναι του Λέοντα, να μην το ακολουθείς…»

Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει πάνω από την καταπονημένη και ματωμένη μητέρα γη της Αλαιγισίας. Το νεφελώδες φως της αυγής απλωνόταν αργά πάνω στα χαλάσματα, λούζοντας το πεδίο μάχης των Βάρντεν καταμεσής με μια απατηλή νευρική ηρεμία. Οι φωτιές ακόμα κάπνιζαν, σιγοκαίγοντας σάρκες, όνειρα, και φόβους.

Ο Έραγκον στεκόταν και διέκρινε τη μεταβολή, ακίνητος και σκεπτικός. Η πανοπλία του είχε καψίματα και βαθιές χαρακιές, και τα μάτια του – πιο σκοτεινά από ποτέ – παρατηρούσαν τη σιωπή που άφησε πίσω της η νίκη. Πλάι του η Σαφίρα, η γενναία και θαρραλέα του δράκαινα, ανακάθισε κουρασμένη αλλά αγέρωχη, με τα μάτια της καρφωμένα στον ορίζοντα.

Η Άρια, έφιππη με τη συνοδεία της πλησίασε σιωπηλά. Φορούσε ακόμα την πανοπλία της, αλλά το βλέμμα της είχε γυρίσει ήδη προς τον δρόμο που θα την οδηγούσε μακριά.

«Φεύγεις;» την ρώτησε ο Έραγκον, χωρίς να κρύψει τη θλίψη στη φωνή του.

«Βρίσκομαι ακόμα σε αποστολή…» του απάντησε εκείνη, ήρεμα. «Ο κόσμος δε θα περιμένει εμάς για να γιατρευτεί. Πρέπει να συνεχίσουμε να μαχόμαστε για αυτόν, να τον φροντίζουμε…»

Κοίταξαν ο ένας τον άλλον για λίγο. Χωρίς άλλα λόγια, σαν να είχαν προσυμφωνήσει από καιρό, η Άρια έσκυψε ελαφρά και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Ένα φιλί που δεν υποσχόταν τίποτα, μόνο αναγνώριση.

«Να έρθεις να με βρεις, Έραγκον! Η εκπαίδευση σου δεν έχει ολοκληρωθεί.» του είπε, και γύρισε.

Το βλέμμα του την ακολούθησε, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στους πολεμιστές και στις σκηνές.

Έκανε ένα βήμα πίσω. Πίσω του, η φωτιά από μια κατεστραμμένη πολιορκητική μηχανή φούντωσε απότομα. Ο αέρας άλλαξε. Ένας άνεμος ξαφνικός, μανιασμένος, έφερε τη φλόγα κοντά του, και τότε όλα γύρισαν ανάποδα.

Φωτιά.

Αλλά αυτή τη φορά δε μύριζε αίμα και σίδερο. Μύριζε τσιμέντο, πετρέλαιο και φόβο.

Το σκοτάδι ήταν βαθύ. Οι σειρήνες ουρλιάζανε μέσα στη νύχτα, και κάθε λίγα δευτερόλεπτα μια έκρηξη φώτιζε τον πολιορκημένο ουρανό του Λονδίνου. Οι βόμβες έπεφταν, τα παράθυρα έσπαγαν, και η πόλη έμοιαζε να διαλύεται ανά ένα τετράγωνο τη φορά.

Η μικρή Λούσι κρατούσε σφιχτά το χέρι του Πήτερ, του μεγάλου της αδελφού, καθώς κατέβαιναν βιαστικά τα σκαλιά του σταθμού του μετρό.

«Πιο γρήγορα!» φώναξε ο Έντμουντ, που ήταν λίγο μεγαλύτερο από την Λούσι και προπορευόταν προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος.

«Μα πού είναι;» φώναξε ανήσυχη η Σούζαν, γυρίζοντας το κεφάλι της προς τα πίσω.

«Εδώ είμαστε, Σού!» είπε ο Πήτερ, τραβώντας την Λούσι προς την σκοτεινή γωνιά όπου συνήθιζαν να κάθονται. Ήταν το ίδιο σημείο, το ίδιο ακριβώς μέρος από εκείνη τη μέρα που άνοιξε η πύλη και βρέθηκαν στον κόσμο της Νάρνια. Τότε που δεν περίμεναν τίποτα  και κατέληξαν αλλού, και τώρα που περιμένουν τα πάντα και είναι καθηλωμένοι εκεί…

Έκατσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, με την σκόνη από τις εκρήξεις να κατεβαίνει στην υπόγεια σήραγγα μαζί τους.

«Λες να... ξανανοίξει;» ρώτησε η Λούσι, με φωνή σιγανή και τρεμάμενη.

«Πολύ φοβάμαι, Λού, πως όχι… Η Νάρνια δεν βομβαρδίζεται για να ζητήσει τη βοήθεια μας…» απάντησε η Σούζαν.

Ο Πίτερ δεν μίλησε. Κοίταζε τα κεραμικά πλακάκια στον τοίχο, τα ραγισμένα από τις δονήσεις. Ο θόρυβος πάνω απ’ το κεφάλι τους έγινε πιο βαθύς και βαρύς. Μια έκρηξη ακούστηκε πολύ κοντά τους. Το έδαφος σείστηκε!

Και τότε… το φως άλλαξε…

Δεν ήταν της λάμπας, ούτε από την έκρηξη.

Ήταν πιο ζεστό, πιο καθαρό, και ερχόταν… από το πουθενά.

Ο Έντμουντ γύρισε προς τα αριστερά. Εκεί, στη γωνία που πριν λίγο δεν υπήρχε τίποτα, άνοιγε τώρα μια σχισμή φωτός. Η θερμοκρασία ανέβηκε ξαφνικά, αλλά δεν ήταν απειλητική. Ήταν σαν μια φλόγα να φλεγόταν όχι για να καταστρέψει, αλλά για να καλέσει.

Μια φωνή ήσυχη, αλλά ξεκάθαρη γέμισε τον χώρο.

«Ό,τι νομίζατε πως τελείωσε, τώρα ξεκινά.»

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό. Δεν χρειάστηκε.

Η Λούσι σηκώθηκε πρώτη. Έπειτα ο Έντμουντ. Ο Πίτερ έπιασε το σπαθί του, που δεν υπήρχε πια, αλλά το ένιωσε πάλι στο πλευρό του.

Και προχώρησαν προς την σχισμή του φωτός…

Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις