Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Δεύτερο: "Στην Σκιά Του Λέοντα"
Έχουμε
χρόνο για εισαγωγή;
Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο πρώτο μας κεφάλαιο με τίτλο "Ο Δράκος, η Φωτιά και η Πύλη" είδαμε την απόπειρα να ευθυγραμμιστούν οι δύο κόσμοι. Στο νέο, δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο: "Στην Σκιά Του Λέοντα" θα δούμε πως οι χαρακτήρες μας επρόκειτο να συναντηθούν!
Το
έδαφος υποχώρησε από κάτω τους. Δεν έπεσαν, αλλά βυθίστηκαν εντός του.
Εντούτοις, ξύπνησαν όρθιοι, δίχως να θυμούνται με ποιον τρόπο. Γύρω τους, ένας
ήσυχος δρυμός. Πάνω τους, ουρανός χωρίς ήλιο. Μπροστά τους, λίμνες πολλές και
κυκλικές, διάσπαρτες σε ένα έδαφος που έμοιαζε να κρατά κάθε παρελθόν και κάθε
μέλλον ταυτόχρονα.
Η
Λούσι ανοιγόκλεισε τα μάτια της λέγοντας: «Εδώ… εδώ δεν είναι η Νάρνια…»
«Μα
αισθάνεσαι ότι είναι… τουλάχιστον… με κάποιο τρόπο πρέπει να είναι συνδεδεμένο
με αυτή.» είπε ο Πήτερ.
Και
τότε, κάτω από τις σκιές των δέντρων, ήρθε εκείνος. Κρυφός, μυστήριος, υψηλός.
Τυλιγμένος με βαρύ μανδύα. Σαν να είχε φτιαχτεί από το ίδιο ύφασμα που
φτιάχνονται οι παλιές ιστορίες. Περπάτησε αργά, το κεφάλι του σκεπασμένο με
κουκούλα λεοντής, χωρίς πρόσωπο ορατό. Μόνο η παρουσία του… μετρούσε.
«Άσλαν;»
τόλμησε να ρωτήσει η Σούζαν.
Η
φιγούρα σταμάτησε το μετριοπαθές, αλλά σταθερό της βήμα και γέλασε. Ήταν γέλιο
καχεκτικό, σαν κάτι ξεραμένο που έσπασε.
«Ο
Άσλαν…» σφύριξε η φωνή, «έχασε το δικαίωμα να διαφεντεύει αυτό τον τόπο. Αιώνες
τώρα…»
Ο
Έντμουντ έκανε ένα βήμα πίσω. «Ψεύδεσαι. Ο Άσλαν είναι ο βασιλιάς του κόσμου της
Νάρνια!»
Η
φιγούρα δεν απάντησε, αν και εξοργίστηκε μαζί τους. Σήκωσε μονάχα το χέρι του
και έδειξε προς την οικογένεια, σαν να ετοιμάζεται να την καταραστεί με μαγικό
ξόρκι.
Η
Λούσι έπιασε το χέρι του Πήτερ και αναφώνησε σπαρακτικά το όνομα του. «Πήτερ!.»
Η
σκιά του άνδρα άρχισε να απλώνεται στο μέρος, ψιθυρίζοντας με γλώσσα αρχαία,
χωρίς λόγια.
«Πόσο…»
μίλησε στην κοινή γλώσσα τελικά «…κοστίζουν οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες
στις μέρες μας;»
Η
φωνή του ήταν λεπτή σαν σπάγκος και ταυτόχρονα τραχιά, σαν πέτρα που ακονίζει
και σέρνεται σε μέταλλο.
«Δώσε
μου πίσω το τόξο μου και θα μάθεις αμέσως το κόστος της προσβολής σου!» του
απάντησε με θάρρος η Σούζαν.
Ο
Έντμουντ γύρισε με αστραπιαία αποφασιστικότητα, τα μάτια του σκοτεινά και
καθαρά.
«Δε
θα μάθεις αυτή τη φορά, ελάτε, πάμε!» απάντησε και τράβηξε τις αδελφές του.
Χωρίς
άλλη λέξη, άρπαξε το χέρι της Λούσι και της Σούζαν, τραβώντας τες με δύναμη
προς τη λίμνη που ακόμη έμενε εμπρός τους φωτισμένη. Ο Πήτερ δίστασε για ένα
χτύπο της καρδιάς του. Κοίταξε τον σκιερό άνδρα με βλέμμα που υπονοούσε πως
τίποτα δεν ολοκληρωνόταν εκεί, αλλά η μεταξύ τους κόντρα μόλις τότε ξεκινούσε,
κι έπειτα εισήλθε στη λίμνη.
Η
λίμνη τους κατάπιε, όχι με ήχο, μα με σιωπή.
Ένα
ρυάκι στον αέρα. Ένα τράνταγμα στο ύφασμα της πραγματικότητας.
Η
σκιερή φιγούρα έμεινε πίσω, σιωπηλή. Κι έπειτα, γέλασε ξανά, χωρίς λόγο, χωρίς
νίκη. Μόνο γιατί ήξερε...
Η
αυγή είχε μόλις ακουμπήσει τον ορίζοντα, όταν η Άρια γύρισε να φύγει. Η
σιλουέτα της έσβηνε ανάμεσα στα γκρίζα βράχια, καθώς τα πρώτα φώτα της μέρας
έκαναν το νερό των καταρρακτών να γυαλίζει σαν ασήμι. Ο Έραγκον την παρακολούθησε
σιωπηλά, και για μια στιγμή, ο χρόνος φάνηκε να παγώνει γύρω και μέσα του. Το
φιλί της αποτέλεσε εμπειρία, πρωτόγνωρη για εκείνον, αλλά και για ό,τι είχε
αισθανθεί και βιώσει ποτέ στη ζωή του.
«Ωραία
σκηνή» ήρθε μια φωνή πίσω του, γεμάτη από συγκρατημένο σαρκασμό.
Ο
Έραγκον γύρισε με το βλέμμα του να διακρίνει τον Μούρταγκ, τον πρόσφατο σύμμαχο
και φίλο του, αλλά με σκοτεινό παρελθόν. Στεκόταν εκεί, με το βλέμμα στο σημείο
που χάθηκε η Άρια. Δεν φαινόταν ειρωνικός, αλλά μάλλον… ανθρώπινος.
«Ελπίζω
να μην την φόβισες με τόση τρυφερότητα» συνέχισε και χαμογέλασε.
Ο
Έραγκον σήκωσε τους ώμους του, έχοντας χάσει τη δυνατότητα να ελέγξει το πλατύ
του χαμόγελο. Ο Μούρταγκ για να εκτονώσει το ρομαντικό κλίμα απευθύνθηκε στην
αγέρωχη δράκαινα.
«Μοιάζει
ήμερη σήμερα η Σαφίρα,» είπε πλησιάζοντας με διστακτικό θαυμασμό.
Η
Σαφίρα έκλινε το κεφάλι, παρατηρώντας τον.
«Σε
θυμάμαι… πιο σκοτεινό.»
«Όλοι
μας αλλάζουμε… ενίοτε…» απάντησε ήρεμα, αλλά και με αμφιβολία ο Μουρτάγκ.
Ο
Έραγκον του χαμογέλασε: «Θες να πετάξεις μαζί της;»
«Συγγνώμη;»
βρέθηκε σε πλήρη απορία ο Μούρταγκ
«Να
ανέβεις στην Σαφίρα. Να δεις το βασίλειο των Βαρντεν από ψηλά. Δε μοιάζει με
τίποτα που έχεις γνωρίσει.»
Ο
Μουρτάγκ στάθηκε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα, αργά, έγνεψε. «Θα το θελα… πολύ.»
Η
Σαφίρα έσκυψε ελαφρώς και ο Μουρτάγκ ανέβηκε στη ράχη της με μια απρόσμενη
ευκολία και χάρη. Το βλέμμα του στράφηκε προς τον ουρανό.
«Δε
θα αργήσετε καθόλου.» του φώναξε ο Έραγκον. «Απόλαυσέ το!»
Η
Σαφίρα τίναξε τα φτερά της και, μέσα σε δυο ανάσες, είχε χαθεί στον ορίζοντα. Ο
Έραγκον έμεινε μόνος και έκανε να απομακρυνθεί, όταν ένας αλλόκοτος ήχος τον
σταμάτησε. Μια μικρή λιμνούλα, σχηματισμένη από τα λιωμένα χιόνια, ταράχτηκε
χωρίς λόγο. Ο αέρας ρίγησε. Από το νερό ξεπήδησε ένα λαμπύρισμα, και τέσσερα
σώματα αναδύθηκαν βίαια στην επιφάνεια. Ο Έραγκον έσφιξε τα χέρια του, έτοιμος
να καλέσει το σπαθί του με μία του κίνηση, αλλά έμεινε ακίνητος με περιέργεια.
Ήταν
παιδιά!
Τα
δύο κορίτσια έβηχαν και τα αγόρια κοίταζαν γύρω πανικόβλητα. Φορούσαν ρούχα που
δεν ταίριαζαν με τίποτε στο περιβάλλον των Βάρντεν. Ήταν βρεγμένα, τα μάτια
τους γεμάτα τρόμο για το άγνωστο. Ο Έραγκον έκανε ένα βήμα μπροστά ελευθερώνοντας
τη λαβή του ξίφους του. Η μικρή Λούσι κοιτάζοντας τον ορίζοντα και τον δράκο
που πετούσε σε κοντινή απόσταση, στάθηκε όρθια και τράβηξε προς το μέρος της τον
Έραγκον, για να τον «προστατέψει» από το θηρίο.
«Πρόσεχε!»
του φώναξε «Πίσω σου!»
Η
σκιά του δράκου έπεσε επάνω τους. Η Σαφίρα κατέβηκε με ορμή, σαν είδε με τον Μούρταγκ
στην πλάτη της τον Έραγκον ολομόναχο στη γη. Τα άλλα παιδιά τραβήχτηκαν πίσω,
με τον Έντμουντ να αναζητά την πηγή για να επιστρέψουν πίσω. Η Λούσι κρατούσε
ακόμα σφιχτά τον Έραγκον, ενώ ο Πήτερ αποπειράθηκε να τραβήξει το σπαθί από τη
θήκη του δρακοκαβαλάρη. Η Σαφίρα προσγειώθηκε βαρύγδουπα και μεγαλειωδώς
μπροστά τους.
Και η σκηνή κόπηκε εκεί, με τον αέρα να πάλλεται ακόμη απ’ τα φτερά της και τα μάτια όλων καρφωμένα στο απροσδόκητο.
Disclaimer: Δε
διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων.
Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε
καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση
της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε
την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με
κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς