Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Τρίτο: "Απροσδόκητα Χαρίσματα"
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο δεύτερο μας κεφάλαιο με τίτλο "Στη Σκιά Του Λέοντα" είδαμε τα αδέλφια Πέβενσι να περνούν την πύλη και να έρχονται αντιμέτωποι με έναν σκιερό άνδρα, που φορούσε τη λεοντή. Στο νέο, τρίτο κεφάλαιο με τίτλο: "Απροσδόκητα Χαρίσματα" θα δούμε πως οι χαρακτήρες μας αλληλλεπιδρούν στον κόσμο των Δράκων!
Ο πάγος
έλιωνε αργά κάτω απ’ το πρωινό φως, και το νερό σχημάτιζε μικρές λιμνούλες που
λαμπύριζαν σαν καθρέφτες πάνω στις πέτρες. Η γαλήνη όμως έσπασε απότομα με τον
παλμό φτερών που ράγισαν τον αέρα. Η Σαφίρα κατέβαινε, μια κυανή φλόγα στον
ουρανό, γεμάτη δύναμη και άγρια χάρη. Ο Έραγκον, σοκαρισμένος ακόμη από την
άφιξη των τεσσάρων παιδιών, είχε μείνει ακίνητος. Τότε ένιωσε το μικρό χέρι της
Λούσι να αρπάζει το δικό του.
«Έλα!»
του είπε με τόνο σταθερό, σχεδόν προστατευτικό. Και τον τράβηξε κοντά της, λες
κι αυτή ήταν ο προστάτης κι εκείνος το παιδί.
Η Σαφίρα
προσγειώθηκε βαρύγδουπα, τα φτερά της απλώθηκαν μια τελευταία φορά πριν
διπλωθούν στις πλευρές της. Ο Μούρταγκ γλίστρησε από τη ράχη της και μόλις τα
πόδια του ακούμπησαν το έδαφος, τράβηξε το ξίφος του με μια απότομη κίνηση. Ο
Πήτερ μπήκε μπροστά, με αντανακλαστικά αρχηγού και βασιλιά. Η Σούζαν στάθηκε
πλάι του, ένα χέρι ελαφρά σηκωμένο, προστατευτικό, μα τα μάτια της είχαν
εστιάσει στον ξένο νεαρό άνδρα που κρατούσε το σπαθί. Ο Μούρταγκ ανταπέδωσε το
βλέμμα της και για μια στιγμή, ανάμεσα στις λεπίδες και τις σκιές, ένα
αδιόρατο, γεμάτο ενσυναίσθηση ρεύμα πέρασε ανάμεσά τους. Κάτι άγνωστο, μα και
δυνατό. Ο Έραγκον σήκωσε το χέρι του για να εξομαλύνει την κρίση.
«Όχι!»
είπε καθησυχαστικά, «Είναι... μαζί μου; Είναι παιδιά! Δεν είναι εχθροί...»
Ο
Μούρταγκ υπάκουσε και υποχώρησε και μετά από μια ανάσα δισταγμού, έβαλε το
ξίφος ευθύς πίσω στη θήκη του. Τα μάτια του όμως δεν έφυγαν από την Σούζαν.
«Ονομάζομαι
Μούρταγκ.» είπε, σπάζοντας πρώτος τη σιωπή.
«Σούζαν...»
απάντησε η κοπέλα, με τόνο που ισορροπούσε ανάμεσα στη δυσπιστία και την
περιέργεια. Ο Πήτερ κι ο Έντμουντ υποκλίθηκαν ελαφρά. «Πήτερ. Κι αυτός είναι ο
Έντμουντ.»
Ο
Έραγκον ανέλαβε τον λόγο.
«Θα
έχετε πολλές ερωτήσεις, όπως και εμείς, αλλά δεν είναι εδώ το μέρος που θα τις
απαντήσετε. Ακολουθήστε μας. Οι Βάρντεν θα θέλουν να σας γνωρίσουν.»
Και
καθώς βάδιζαν ανάμεσα στις ρωγμές των βράχων και στα λιωμένα χιόνια, οι
τέσσερις άγνωστοι βάδιζαν δίπλα στους δύο καβαλάρηδες, σε έναν κόσμο που είχε
μόλις αρχίσει να τους αποκαλύπτεται.
Ο θρόνος
του βασιλιά Άζιχαντ δέσποζε επιβλητικός στο βάθος της αίθουσας, χαραγμένος από
σκληρό γρανίτη, με σχήματα δράκων και παλιών μαχών να διακρίνονται στις πλευρές
του. Η φωτιά από τους πυρσούς τρεμόπαιζε στις πέτρινες στήλες και έριχνε
μεγάλες σκιές στους τοίχους. Ο ηγέτης των Βάρντεν επαναστατών στεκόταν όρθιος,
τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του. Δίπλα του, η κόρη και διάδοχός του,
Νασουάντα, παρατηρούσε προσεκτικά με μάτια κοφτερά, σιωπηλά. Ο Έραγκον
προχώρησε μπροστά.
«Αυτά
είναι τα παιδιά που είδαν την Σαφίρα στον ουρανό... και πέρασαν μέσα από μια
λίμνη που δεν ανήκει σε κανέναν κόσμο.»
Ο
Αζιχαντ έγειρε ελαφρώς το κεφάλι.
«Δεν
είστε από εδώ. Κανένας δεν περνά στην κοιλάδα μας χωρίς να το αντιληφθούμε. Και
όμως, εμφανιστήκατε μέσα από τα λιωμένα χιόνια. Ονομάζεστε;»
Ο Πήτερ
πήρε τον λόγο, σταθερά:
«Πήτερ
Πέβενσι. Αυτή είναι η αδερφή μου Σούζαν, η μικρότερή μας, η Λούσι, και ο
αδερφός μας Έντμουντ.»
Ο
Έντμουντ έγειρε το κεφάλι σιωπηλός. Η Σούζαν, προσεκτική, δεν έπαιρνε τα μάτια
της από τον Άζιχαντ. Η Λούσι χαμογελούσε, αν και φαινόταν να νιώθει το βάρος
της στιγμής.
Ο
Άζιχαντ έδειξε την κόρη του.
«Νασουάντα,
η κόρη μου και φωνή της λογικής όταν ο θυμός θολώνει τη δική μου.»
Η
Νασουάντα έκανε ένα μικρό νεύμα.
«Έρχονται
από έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνουμε, πατέρα. Μα ίσως... δεν ήρθαν κατά
λάθος...»
«Μας
κυνηγούσε κάτι», είπε η Λούσι. «Ή... κάποιος. Δεν είμαστε σίγουροι. Αλλά η
λίμνη μάς έφερε εδώ.»
Ο
Άζιχαντ πλησίασε αργά. Τα μάτια του εξερευνούσαν τα πρόσωπά τους.
«Μόνο τα
πιο αρχαία ξόρκια μπορούν να σκίσουν τον χρόνο και να ενώσουν κόσμους. Κι όμως,
εσείς... παιδιά, φέρνετε μαζί σας σημάδια πιο βαθιά από τις ίδιες τις λέξεις.»
Ξαφνικά,
η Σούζαν αναστέναξε απότομα και στράφηκε δεξιά, προς τις σκοτεινές στοές που
εκτείνονταν πίσω από την αίθουσα, βαθιά μέσα στην καρδιά του βουνού.
«Κάτι...
κάποιος… βοήθεια, ζητούν βοήθεια!»
«Τι
είπες;» ρώτησε ο Έντμουντ, πλησιάζοντας ανήσυχος.
Η Σούζαν
έφερε το χέρι στο μέτωπό της προβληματισμένη.
«Σαν να
ακούω φωνές. Καλυμμένες με πέτρα… και σπαραγμό.»
Πριν καν
κάποιος απαντήσει, δυο Βάρντεν εισήλθαν στην αίθουσα του θρόνου λαχανιασμένοι.
Ο ένας φώναξε:
«Άρχοντά
μου! Βρήκαμε τους νάνους του βασιλιά Χρόθγκαρ. Οι στοές πίσω από τον τρίτο
καταρράκτη... κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της μάχης! Οι νάνοι ζητούν βοήθεια!»
Η Σούζαν
κοίταξε τον Πήτερ με μάτια τρομαγμένα.
«Πήτερ...
Το ήξερα... Πώς το ήξερα;»
Ο
Άζιχαντ κοίταξε μια φορά την κόρη του και ύστερα τους αγγελιοφόρους.
«Προετοιμάστε
ομάδα. Κατεβαίνουμε τώρα. Θα σκάψουμε μέχρι να τους φτάσουμε.»
Στράφηκε
ξανά στα παιδιά.
«Αν
θέλετε να μείνετε στους Βάρντεν, θα αποδείξετε την αξία της μαγεία σας μέσα
στις στοές. Όχι με ιστορίες για άλλους κόσμους.»
Οι σήραγγες
των Βάρντεν έτρεμαν ακόμη από την κατάρρευση. Η ομίχλη από σκόνη και σπασμένες
πέτρες γέμιζε τον αέρα, και οι κραυγές των εγκλωβισμένων νάνων αντηχούσαν σαν
απόμακρη ανάμνηση πόνου μέσα από τα βράχια. Ο Άζιχαντ, πεζός στην
εμπροσθοφυλακή, οδηγούσε τους άντρες του προς τις στοές.
«Προσεκτικά!
Τα τοιχώματα δεν είναι σταθερά!» φώναξε κάποιος Βάρντεν.
Τα
παιδιά ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση, με τον Έραγκον στο πλάι τους, ο οποίος
συχνά τους εξηγούσε πώς να κινούνται μέσα στις υπόγειες διαδρομές. Ήταν η πρώτη
τους αποστολή.
Ξαφνικά,
μια δεύτερη κατάρρευση ακούστηκε εμπρός. Οι στρατιώτες οπισθοχώρησαν έντρομοι.
Μια ξύλινη υποστήριξη έσπασε και τεράστιοι βράχοι έπεσαν, κόβοντας την πρόσβαση
σε μια από τις βαθύτερες σπηλιές.
Ένας
πολεμιστής των Βάρντεν, ματωμένος, έφτασε τρέχοντας. «Υπάρχουν ακόμη ζωντανοί
πίσω από τα χαλάσματα!»
Ο Πήτερ
έκανε να προχωρήσει, αλλά η Λούσι πρόλαβε και έτρεξε κοντά στον τραυματισμένο.
Έβαλε το χέρι της στον ώμο του. Ένα θερμό φως απλώθηκε και ο πολεμιστής
αναστέναξε ανακουφισμένος. Η πληγή του έκλεισε μπροστά στα μάτια τους!
Ο
Έραγκον ανασήκωσε τα φρύδια. «Αυτό… δεν ήταν απλό.»
Η Λούσι
κοίταξε τα χέρια της. «Δεν ήξερα πως μπορούσα να το κάνω αυτό… στη Νάρνια
χρησιμοποιούσα ειδικό φιαλίδιο.»
Ο
Έντμουντ, βλέποντας ότι οι στρατιώτες δίσταζαν να πλησιάσουν, έσκυψε στο έδαφος
και ψιθύρισε: «Θα τους βοηθήσω εγώ». Το σώμα του άρχισε να θολώνει, και πριν
καλά-καλά προλάβουν να μιλήσουν, είχε γίνει αιθέριος, αόρατος. Χώθηκε ανάμεσα
στα χαλάσματα με προσοχή.
Στο
βάθος, η Σούζαν σταμάτησε απότομα. «Στα δεξιά…» είπε με περισυλλογή «τρεις
άνδρες είναι παγιδευμένοι εκεί». Ο Έραγκον την κοίταξε με απορία.
«Μα,
είναι αδύνατον να τους δεις από εδώ.»
«Όχι.
Μπορώ να τους διακρίνω ξεκάθαρα, σαν να είναι φωτεινά σχήματα μέσα στη σκόνη.»
Ο Πήτερ,
βλέποντας την άκρη του διαδρόμου να αρχίζει να υποχωρεί, πλησίασε μια από τις
ξύλινες δοκούς που στέκονταν προς υποστήριξη. Κατάφερε να τις συγκρατήσει με
τις γυμνές του παλάμες, μήτε χρησιμοποιώντας εργαλεία, μήτε τη βοήθεια άλλων.
Τα μπράτσα του τέντωσαν το ύφασμα του χιτώνα του και αισθάνθηκε δυνατός, όπως
τότε που κατήγαγε τη μεγάλη του νίκη εναντίον της Λευκής Μάγισσας.
«Δεν
ξέρω γιατί, αλλά νιώθω… πιο δυνατός από ποτέ.»
Ο
Έραγκον χαμογέλασε. «Η μαγεία σου είναι ζωντανή εδώ, φίλε μου. Και εσείς
φαίνεται πως φέρατε τη δική σας.»
Ένα
ουρλιαχτό ήρθε από τα χαλάσματα. Ο Έντμουντ ξεπηδώντας μέσα από τις πέτρες,
εμφανίστηκε ξανά, καλυμμένος μέσα στην σκόνη. «Είναι ζωντανοί! Τρεις νάνοι,
αλλά δεν έχουν πολύ χρόνο!»
Με τη
βοήθεια του Πήτερ, η έξοδος ανοίχτηκε με ένα σπρώξιμο που ταρακούνησε τον θόλο.
Οι νάνοι βγήκαν κουτσαίνοντας, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
«Μας
σώσατε…» είπε ο αρχαιότερος. «Δεν ξέρουμε ποιοι είστε, αλλά σας οφείλουμε τη
ζωή μας.»
Η Λούσι
έσκυψε και ακούμπησε το μέτωπο του πιο βαριά τραυματισμένου. Η φωτεινή λάμψη
επανήλθε, και ο νάνος χαμογέλασε μέσα στον πόνο του.
Ο
Άζιχαντ πλησίασε. «Αυτά τα παιδιά… δεν είναι τυχαίοι επισκέπτες.»
Η
Νασουάντα έγνεψε. «Ούτε είναι απλώς παιδιά.»
Και
καθώς η σκόνη καθόταν και το φως των πυρσών φώτιζε ξανά τις στοές, ο Έραγκον
έστρεψε το βλέμμα του στη Λούσι, που στεκόταν ανάμεσα στους διασωθέντες.
«Ίσως η
ιστορία σας τώρα αρχίζει…»
Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς