«Κάποτε η Δύση βρέθηκε στον κινηματογράφο Απόλλων!» (1968)
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Αυτό
το άρθρο θα είναι κάπως διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Δε θα αλλάξουμε το στυλ και τη φόρμα συγγραφής. Αντιθέτως, θα την ενισχύσουμε με καίριες αναφορές για
τον θερινό κινηματογράφο της πόλης μας, τον γνωστό σε όλους και όλες μας ως
«Απόλλων». Ο εν λόγω κινηματογράφος, μέσα σε όλα τα έργα, καινούργια και
παλιά, έφερε την καθολική γουέστερν
ταινία του Σέρτζιο Λεόνε με χαρακτηριστικό τίτλο: «Κάποτε Στη Δύση» (Once
Upon A Time
In The West, 1968). Πάμε
λοιπόν να δούμε πως αντηχεί ο ατμοσφαιρικός ήχος της φυσαρμόνικας καταμεσής της
ερήμου μετά από τόσα χρόνια!
Πλοκή;
Κάποτε
στην έρημο της νοτιοδυτικής Αμερικής, όπου η πρόοδος αρχίζει να καταφθάνει με
τη μορφή του σιδηροδρόμου, ο Φρανκ, ένας
αιμοσταγής πιστολέρο και τελευταίος του είδους του, σκοπεύει να αποσυρθεί.
Μία ολόκληρη ζωή όμως από διαρκείς και διαδοχικές ύβρεις, θα επιφέρουν την τελική του νέμεση, η οποία θα ενσαρκωθεί από τον μυστηριώδη άνδρα με τη φυσαρμόνικα.
Ανάμεσα τους και άθελα τους θα βρεθούν αφενός η Τζίλ, κληρονόμος μίας φαινομενικά φτωχής γης, αφετέρου ο Σαγιέν, αρχηγός ληστρικής συμμορίας. Μέσα σε ένα κλίμα εγκληματικής δράσης και
ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ο επονομαζόμενος «Φυσαρμόνικα» θα απαιτήσει
δικαιοσύνη πάση θυσία!
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Η
βαριά ευθύνη της θέσης του σκηνοθέτη αναλαμβάνεται από τον μετρ του είδους στην ευρωπαϊκή πλευρά του ατλαντικού, Σέρτζιο Λεόνε.
Ο δημιουργός διέθετε εκτενή εμπειρία από την τριλογία του «Ανθρώπου Χωρίς Όνομα» με πρωταγωνιστή τον Κλίντ Ίστγουντ, σφραγίζοντας και υπογραμμίζοντας καταλυτικά το «καλτ» είδος του αποκαλούμενου «Σπαγγέτι Γούεστερν». Βέβαια, ο Λεόνε
επιθυμούσε να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό σε εκείνο το σημείο της καριέρας
του. Το καλλιτεχνικό του άνοιγμα έχει πετύχει τους αντικειμενικούς του σκοπούς
και οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής δέχονται να επενδύσουν στο επόμενο του
πρότζεκτ… υπό έναν όρο. Αυτός δεν είναι
άλλος από το να γυρίσει ένα νέο γούεστερν για λογαριασμό τους.
Από
κοινού με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι,
ο οποιος θα εξελιχθεί σε εξέχοντα Ιταλό σκηνοθέτη και τον Ντάριο Αρτζέντο, που θα ασχοληθεί με το είδος του τρόμου θα γράψουν
την ιστορία της μελλοντικής του ταινίας. Το αρχικό σενάριο αριθμούσε τις 436
σελίδες, με επιρροές από φιλμ όπως το «Το
Τραίνο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές» (1952), «Η Αιχμάλωτος Της Ερήμου» (1956) και «Commancheros» (1961) να καταλήγουν στην οθόνη. Όσο οι τρεις τους
«όπλιζαν» τις πένες του, ο Ένιο Μορικόνε
βρισκόταν εκεί για να συνθέσει άλλη μία ανεπανάληπτη μελωδία, που ξεπερνάει τα κινηματογραφικά όρια και
δίνει την πληροφορία για τον εκάστοτε χαρακτήρα, πριν προλάβει να κάνει την
εισαγωγή του.
Όσον
αφορά την σκηνοθετική κατεύθυνση αυτή καθ’ αυτή, ο καλλιτέχνης συνδυάζει τη ψυχή ενός «σπαγγέτι γουέστερν» με το σώμα
ενός αμερικάνικου εμπορικού αντίστοιχου. Η κάμερα του είναι πλέον σε θέση
να τραβηχτεί προς τα πίσω και να ανυψωθεί προς τα πάνω με απώτερο σκοπό να
καλύψει τη γενική εικόνα. Πρώτη φορά σε ταινία του Σέρτζιο Λεόνε έχουμε τη δυνατότητα να δούμε την αυθεντική αμερικάνικη ύπαιθρο, τις επαρχιακές πόλεις της Δύσεως και τον σιδηρόδρομο. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι ο ρυθμός καλπάζει,
αντιθέτως, παίρνει τον χρόνο του για να εγκαταστήσει αφενός τον θεματικό τόνο,
αφετέρου την σκηνοθετική προσέγγιση.
Επιθυμεί
οι θεατές του να αισθανθούν τον χρόνο που κυλάει, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα
να βρεθούν με μία τετράωρη εκδοχή. Αυτός
είναι ο λόγος που η πρώτη ώρα είναι περισσότερο ατμοσφαιρική και αφαιρετική,
ενώ η δεύτερη πιο συγκροτημένη. Στο σημείο της μεταβολής, οι αρμόδιοι του κινηματογράφου «Απόλλων»
προέβησαν ευφυέστατα στο διάλειμμα του έργου. Ποια ήτα η συνέχεια; Ασφυκτικά κοντινά σε συγκινημένα μάτια και
τρεμάμενα χέρια δεσπόζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ενώ ο σκηνοθέτης
δε διστάζει να ακολουθήσει άμεσα και
δυναμικά κάδρα για την αφήγηση της ταινίας του. Παράλληλα με την πλοκή
«τρέχουν» διάσπαρτα κομμάτια «flashback», που ολοκληρώνονται καταλυτικά στο τέλος.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Η
επιλογή των ηθοποιών ήταν άλλο ένα μεγάλο στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί για
να σηματοδοτήσει την εμπορική επιτυχία του φιλμ. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο
Λεόνε αναλογιζόταν τον στενό του
συνεργάτη Κλίντ Ίστγουντ, αλλά
αρνήθηκε την προσφορά. Η επόμενη επιλογή ήταν ο αγέρωχος Τζέιμς Κόμπουρν, αλλά ζήτησε υψηλή αμοιβή για τη συμμετοχή του. Εν
τέλει, ο ρόλος πήγε στον «ήρεμο-σκληρό»
Τσάρλς Μπρόνσον, ο οποίος
αποδεικνύει έμπρακτα γιατί στο τέλος της ημέρας ήταν η ιδανικότερη επιλογή για
τον ρόλο του μυστηριώδους «Φυσαρμόνικα».
Το πρόσωπο του φέρει βαριά
χαρακτηριστικά και δεν έχει ανάγκη από έντονους συναισθηματικούς μορφασμούς.
Τα εντατικά κοντινά στα ονειροπόλα του
μάτια αποκαλύπτουν τα κίνητρα, το παρελθόν και τους σκοπούς του χαρακτήρα.
Ο διάλογος που είναι γραμμένος για αυτόν είναι περιορισμένος μετατρέποντας σε
σκηνές σε περιφερειακό χαρακτήρα, αλλά
δεν παύει να αποτελεί αρχέτυπο ενός γουέστερν.
Η
πρόταση για τον ρόλο του ανταγωνιστή από την άλλη ήταν περισσότερο ξεκάθαρη και
στοχευμένη. Ο δημιουργός κάλεσε τον
βετεράνο του είδους, Χένρυ Φόντα, να υποδυθεί τον «Φράνκ», με τον ηθοποιό να
αρνείται. Το σενάριο όμως είχε εν αγνοία του στηριχθεί επάνω του και η
άρνηση του οδηγούσε στην πλήρη κατάρρευση. Ο Σέρτζιο Λεόνε δεν είχε πει την τελευταία του λέξη, και πράγματι με
λέξεις κατάφερε να πείσει τον Φόντα.
Συγκεκριμένα, ο καλλιτέχνης προέβη σε μία περιγραφή της σεκάνς που εισάγεται ο
χαρακτήρας του «Φράνκ», με την εναλλαγή της κάνης του πιστολιού στο επιθετικό
κοντινό στα γαλανά του μάτια. Ο Χένρυ
Φόντα, παραδοσιακά «καλός» του σινεμά, δέχτηκε τον ρόλο και με βεβαιότητα
μπορούμε να πούμε ότι είναι μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Τα
λόγια δεν είναι αρκετά για να αναλυθεί ο χαρακτήρας, αν και ανταγωνιστής, καταφέρνει να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον, είναι
γοητευτικός με έναν αρπακτικό τρόπο, και σίγουρα δεν καταλήγει να είναι καρικατούρα
ή καρτούν, όπως συνηθίζει να μετατρέπει τους αντιπάλους του ήρωα το σύγχρονο Χόλυγουντ.
Συμπρωταγωνιστές
και συνοδοιπόροι σε αυτό το έπος είναι αφενός η Κλαούντια Καρντινάλε και ο Τζέισον
Ρόμπαρντς. Πρώτη επιλογή για τον ρόλο της «Τζίλ», για την οποία ο Μορικόνε
συνέθεσε ένα απίστευτο νοσταλγικό θέμα, ήταν η Σοφία Λόρεν. Μάλιστα, ο σύζυγος της πρότεινε να χρηματοδοτήσει
μέρος του έργου στην περίπτωση που η Λόρεν συμμετείχε σε αυτό. Ο σκηνοθέτης τότε συλλογίστηκε την
πιθανότητα να χάνει την πρωτοκαθεδρία και τον τελικό λόγο στην ταινία του, με
αποτέλεσμα να επιλέξει την Καρντινάλε. Η ηθοποιός αποτελεί εξαιρετική επιλογή
για αυτό που της ζητείται να κάνει. Είναι
ένας βαθιά τραγικός χαρακτήρας και η Κλαούντια Καρντινάλε το επικοινωνεί με
επάρκεια διατηρώντας μία μελαγχολική ηττοπάθεια στο βλέμμα της.
Ο
Τζέισον Ρόμπαρντς από την άλλη ως «Σαγιέν» είναι απολαυστικότατος και το
διασκεδάζει. Είναι ο αμιγώς «σπαγγέτι»
χαρακτήρας, και το αποδεικνύει από την ερμηνεία του μέχρι και τους ευφάνταστους
τρόπους να λύνει τα προβλήματα (πιστόλι μέσα σε μπότα). Πρόκειται για
συνδυαστικό χαρακτήρα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, με απώτερο σκοπό να ισορροπήσει ανάμεσα στο δυναμικό δίπολο που
διαμορφώνεται.
Cut!
It’s a wrap:
Κλείνοντας,
αν ο κινηματογράφος «Απόλλων» δεν
προέβαινε στην προβολή του εν λόγω φιλμ, δε θα ήμασταν στην ευχάριστη θέση να
έχουμε δικαιολογία και πρόσχημα να μιλήσουμε για αυτό. Πρόκειται λοιπόν για
ένα ευχαριστήριο άρθρο, ίσως το πρώτο
από πολλά που θα ακολουθήσουν. Το κλίμα
ήταν υπέροχο, με την αρχική εισαγωγή για τι θα ακολουθήσει, μέχρι τον κόσμο
που βρισκόταν εκεί και κάλυπτε όλο το ηλικιακό φάσμα. Μία βραδιά με γουέστερν ατμόσφαιρα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης!
Θα έβαζα υπό τη μελωδία της φυσαρμόνικας 9,2/10 σε
κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».
Διάρκεια: 2 ώρες και 46 λεπτά
Είδος: Γουέστερν
Σκηνοθεσία: Σέρτζιο
Λεόνε
Πρωταγωνιστές: Τσάρλς
Μπρόνσον, Χένρυ Φόντα, Κλαούντια Καρντινάλε, Τζέισον Ρόμπαρντς.
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #SergioLeone #OnceUponATimeInTheWest #Western #CharlesBronson #HenryFonda
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς