Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Τέταρτο: "Ψίθυροι Στην Ανατολή"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο τρίτο μας κεφάλαιο με τίτλο "Απροσδόκητα Χαρίσματα" είδαμε τα αδέλφια Πέβενσι να γνωρίζουν τον Έραγκον, και να βοηθούν στη διάσωση των νάνων με τα νέα τους απροσδόκητα χαρίσματα. Στο νέο, τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο: "Ψίθυροι Στην Ανατολή" θα δούμε πώς οι χαρακτήρες μας, ενωμένοι πια χαράζουν τη νέα τους πορεία!

Ο αέρας έξω από τις στοές ήταν δροσερός, σχεδόν ανακουφιστικός μετά την σκόνη και την σκοτεινιά των σηράγγων. Οι Βάρντεν, οι νάνοι και τα τέσσερα αδέρφια περνούσαν έναν στενό διάδρομο ανάμεσα σε κάθετους βράχους, μέχρι που έφτασαν στις υδάτινες πηγές. Πρόκειται για ένα άνοιγμα στις πλαγιές του βουνού, όπου νερό κυλούσε γάργαρο ανάμεσα σε φυσικά πέτρινα αυλάκια. Εκεί, πρόχειρες σκηνές και ξύλινες πλατφόρμες είχαν στηθεί για την περίθαλψη των τραυματιών.

Η Λούσι έτρεξε δίπλα σε έναν ηλικιωμένο νάνο που ανέπνεε βαριά, και άγγιξε απαλά το στήθος του. Το χέρι της έλαμψε αχνά ξανά. Ο Έντμουντ παρατηρούσε σιωπηλός τα χέρια του και τη νέα αίσθηση που του έδωσε η μαγεία της Αλαιγεσίας. Ο Πήτερ μιλούσε με τον Έραγκον και έναν Βάρντεν με επίδεσμο στο μέτωπο. Και η Σούζαν… η Σούζαν δεν έβλεπε τίποτα απ’ όλα αυτά.

Στεκόταν δίπλα στη φυσική λιμνούλα που σχημάτιζαν οι πηγές. Το νερό ήταν καθαρό σαν γυαλί. Και σ’ αυτό είδε, όχι τον εαυτό της, αλλά την αντανάκλαση εκείνου... Ψηλά, πάνω στα βράχια, η φιγούρα ενός άντρα με σκούρο μανδύα και ξίφος στην πλάτη απέφευγε τις φωτεινές γωνιές και βάδιζε κρυφά.

Ανασήκωσε απότομα το βλέμμα. Ήταν ακόμη εκεί, οριακά ορατός μέσα στο φως του δειλινού. Χωρίς λέξη, άφησε πίσω της τους άλλους και άρχισε να τον ακολουθεί. Ο Μούρταγκ διέσχιζε ένα μονοπάτι γεμάτο σκιές. Περπατούσε αθόρυβα, σχεδόν σα να ήθελε να μην αφήσει ίχνη, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ήξερε πού πήγαινε ή τουλάχιστον, ήξερε πως έπρεπε να φύγει. Άκουσε βήματα. Σταμάτησε. Το χέρι του πήγε αμέσως στη λαβή του ξίφους.

«Δεν ήρθα να σε πολεμήσω», ακούστηκε μια φωνή πίσω του ήρεμη, καθαρή, με εσωτερική δύναμη.

Γύρισε αργά. Η κοπέλα από πριν. Εκείνη με τα διεισδυτικά μάτια και την ψύχραιμη σιγή. Είχε πλησιάσει, μα κρατούσε απόσταση.

«Ποια είσαι;» την ρώτησε βραχνά. «Και γιατί με ακολουθείς;»

Η Σούζαν τον κοίταξε χωρίς δισταγμό.
«Δε με θυμάσαι; Σε είδα. Ή μάλλον… σε ένιωσα. Σαν κάποιος που θέλει να σωθεί αλλά δεν του το επιτρέπουν οι πληγές του...»

Ο Μούρταγκ σήκωσε ελαφρά το φρύδι. Μισό χαμόγελο, ειρωνικό.
«Ποιήτρια, λοιπόν. Ή κατάσκοπος;»

«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, δεν βαδίζω στα κρυφά βλέπεις...», απάντησε ήρεμα και ελαφρώς ειρωνικά. «Και εγώ ήρθα από αλλού. Δεν ανήκω εδώ. Αλλά…» έκανε μια παύση. «Μοιάζεις με κάποιον που παλεύει με το σκοτάδι χωρίς να το έχει επιλέξει.»

Η σιωπή κράτησε λίγο. Ύστερα εκείνος μίλησε, πιο χαμηλόφωνα:
«Δεν έχει σημασία τι επέλεξα. Όλα ήταν προκαθορισμένα. Ο πατέρας μου ήταν...»

Σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί ήθελε να της το πει.

Η Σούζαν έσκυψε ελαφρά το κεφάλι.
«Μπορεί να μην αλλάζουμε το παρελθόν. Αλλά αποφασίζουμε αν θα γίνουμε σαν αυτό. Ή όχι.»

Ο Μούρταγκ την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα. Τα λόγια της δεν ήταν γλυκανάλατα. Ήταν… καθαρά. Ενοχλητικά καθαρά...

«Δεν σε εμπιστεύομαι», της είπε τελικά.

«Δεν χρειάζεται να με εμπιστευτείς», απάντησε.

Και χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Απλώς… μη φύγεις με μίσος για τον εαυτό σου. Δεν είναι ο σωστός σύντροφος για ένα μοναχικό ταξίδι.»

Ο Μούρταγκ έκανε να της γυρίσει την πλάτη. Κοντοστάθηκε.

«Πώς σε λένε;»

«Σούζαν.»

Έγνεψε. Έπειτα έφυγε. Μόνος.

Ο αέρας στα ορεινά ψηλώματα ήταν πυκνός απ’ τη μυρωδιά του ατμού και της πέτρας. Μια ομάδα πολεμιστών των Βαρντεν στεκόταν φρουρός έξω από την αίθουσα των συνεδρίων, έναν θάλαμο λαξευμένο στα έγκατα του βουνού, με τοίχους διακοσμημένους από ορυκτά που έλαμπαν σαν αστέρια.

Ο Άζιχαντ βημάτιζε νευρικά. Δίπλα του, ο Πήτερ στεκόταν αγέρωχος, τα χέρια σταυρωμένα, ενώ ο Έραγκον παρατηρούσε σιωπηλός τον γέρικο νάνο που καθόταν βαριά σε έναν χαμηλό, στιβαρό θρόνο.

Ο Χρόθγκαρ! Τα μάτια του ήταν σκοτεινά και βαθιά, σαν στοές ξεχασμένες απ’ το φως. Η γενειάδα του, πλεγμένη με σιδερένιες χάντρες, έτρεμε ελαφρώς καθώς μιλούσε.

«Ήμασταν καθοδόν για τη μάχη» ξεκίνησε. «Περάσαμε απ’ τον Τρίτο Θάλαμο κάτω από τον καταρράκτη. Κι εκεί... συνέβη.»

Ο Πήτερ έγειρε προς τα μπρος. «Τι συνέβη, άρχοντα μου;»

Ο Χρόθγκαρ έσφιξε το στόμα του. «Δεν ήταν θηρίο. Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν σαν σκιά. Σαν καπνός που σκίζει τον βράχο. Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια να υψώνεται... και μετά, όλοι οι ήχοι σταμάτησαν. Οι σύντροφοί μου πάγωσαν, δεν κινούνταν. Και τότε... οι στοές άρχισαν να καταρρέουν.»

Ο Έραγκον αντήχησε χαμηλόφωνα: «Σκέιλντουρ; Νόμιζα ότι ο Γκαλμπατόριξ έστειλε μόνο τον Ντέρζα!»

Ο Άζιχαντ κοίταξε το νεαρό Δρακοκαβαλάρη. «Πιστεύεις πως πρόκειται για δεύτερη Σκιά;»

Ο Έραγκον έγνεψε. «Δεν ήταν απλώς ένας σεισμός. Ό,τι κι αν ήταν, είχε μαγεία. Σκοτεινή και αρχαία.»

Ο Χρόθγκαρ σήκωσε το βλέμμα του. «Μας επιτέθηκε πριν καν φτάσουμε στο πεδίο μάχης. Αν δεν ήταν τα ξένα παιδιά και η Σαφίρα να ανοίξουν άλλο μονοπάτι, θα ήμασταν θαμμένοι κάτω απ’ τα πετρώματα.»

Ο Πήτερ αντάλλαξε βλέμμα με τον Άζιχαντ. «Άρα δεν είναι τυχαία η κατάρρευση. Κάτι πρέπει να ήξερε. Υπήρχε πληροφόρηση εκ των έσω...»

Ο Άζιχαντ σταμάτησε. «Υπονοείς ότι η σκιά προερχόταν από το βουνό; Δεν υπάρχουν προδότες ανάμεσα μας, νεαρέ βασιλιά της Νάρνια.»

Ο Έραγκον χαμήλωσε το βλέμμα του στους συνομιλητές, αλλά το γύρισε στις εσωτερικές του σκέψεις.

Ο ήχος από βήματα σε γρήγορο ρυθμό αντήχησε στις πέτρινες αίθουσες.

Ένας Βάρντεν, μουντζουρωμένος από τη σκόνη και με πληγές φρέσκες στους ώμους του, εισέβαλε λαχανιασμένος στη στρογγυλή αίθουσα όπου συζητούσαν οι ηγέτες.

«Άρχοντες μου! Έρχεται από τις στοές... αγγελιοφόρος απ’ τον Νάριν, των δυτικών μονοπατιών!» φώναξε ένας από τους φρουρούς.

Ο άντρας γονάτισε μπροστά στον Άζιχαντ. Μιλούσε κοφτά, χωρίς ανάσα:

«Οι Ούργκαλ... όσοι επέζησαν της μάχης... συγκεντρώνονται στις παρυφές του Άνγκελ. Αλλά δεν είναι μόνοι.»

Όλοι έγειραν προς τα μπρος.

Ο αγγελιοφόρος κοίταξε τον Έραγκον. «Οι Ραζάκ εμφανίστηκαν. Κινούνται προς το χωριό... το δικό σου, Δρακοκαβαλάρη.»

Ο Έραγκον πάγωσε. «Το Κάρβαχολ; Εκεί είναι ο ξάδερφος μου ο Ρόραν... και...»

Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσει τη φράση. Ο Άζιχαντ γύρισε απότομα προς τον Πήτερ.

«Αν επιτεθούν εκεί, θα είναι για εκδίκηση. Ή για παγίδα. Ίσως και τα δύο!»

Ο Χρόθγκαρ ρουθούνισε. «Επιτέλους δείχνουν τα χαρτιά τους. Κάτι επιδιώκουν, κάτι πέρα από μάχες και αίμα. Θέλουν να αποτελειώσουν την αντίσταση, αλλά τώρα έχουμε έναν δρακοκαβαλάρη και τέσσερις παντοδύναμους βασιλιάδε!» Έδειξε τα παιδιά.

Ο Πήτερ σφίχτηκε. «Δεν μπορούμε να είμαστε παντού. Μα πρέπει να προλάβουμε την καταστροφή πριν να είναι αργά.»

Ο Άζιχαντ συμφώνησε. «Η εκπαίδευσή σου, Έραγκον, πρέπει να συνεχιστεί. Δε θα πας μόνος. Πήτερ, μαζί με τα αδέλφια σου θα τον ακολουθήσεις. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα σας βρίσκονται στο Ντου Έλνταριμ.»

Ο Έραγκον χαμήλωσε το βλέμμα του. «Στους ξωτικούς, στην Άρυα...»

Ο Έραγκον έκανε ένα βήμα μπροστά, η φωνή του βραχνή αλλά σταθερή.

«Αν οι Ραζάκ πάνε στο Κάρβαχολ… δεν μπορώ να σταθώ εδώ και να περιμένω. Πρέπει να φύγω. Τώρα.»

Ο Άζιχαντ σήκωσε το χέρι του, με μια κίνηση ήρεμη αλλά αποφασιστική.

«Θα πας. Μα όχι προς τα εκεί.»

Ο Χρόθγκαρ πρόσθεσε, χτυπώντας το σφυρί του στο έδαφος:

«Αν πας μόνος σου, θα χαθείς, δρακοκαβαλάρη. Ούτε δράκος δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στο σκοτάδι που πλανάται. Πρέπει να μάθεις. Να δυναμώσεις. Έχουμε το πάνω χέρι μετά από πολλά χρόνια, ας μη χάσουμε την τελευταία μας ευκαιρία.»

Ο Πήτερ στάθηκε πλάι στον Έραγκον.

«Η μάχη δε θα κερδηθεί με οργή αλλά με προετοιμασία. Μαζί θα πάμε στους ξωτικούς, ο άνδρας με την λεοντή μπορεί να σχετίζεται με όλα αυτά...»

Ένας μορμόλυγος σιωπής σκέπασε τους παρόντες. Τότε, σαν αεράκι ανάμεσα στις πέτρες, μια φωνή ακούστηκε.

«Ίσως... μπορώ να βοηθήσω εγώ.»

Ο Άζιχαντ γύρισε απότομα, και μαζί του όλοι.

Από τις σκιές εμφανίστηκε ο Έντμουντ, σαν να ξεπρόβαλε απ' τον αέρα. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο αλλά τα μάτια του άστραφταν.

Ο Πήτερ βρέθηκε σε αρνητική έκπληξη.

«Πάλι μας κρυφάκουγες;»

Ο Έντμουντ σήκωσε τους ώμους του.

«Αν δεν άκουγα, πώς θα ήξερα τι να κάνω τώρα;»

Ο Χρόθγκαρ τον κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Και τι ακριβώς λες πως μπορείς να κάνεις, παιδί μου;»

Ο Έντμουντ ακούμπησε το χέρι του στον αέρα και χάθηκε. Το σώμα του έγινε διάφανο, αχνό, σαν καπνός που λούζεται στο φως της αυγής. Έπειτα, εμφανίστηκε ξανά.

«Μπορώ να κινούμαι απαρατήρητος. Ούτε οι φρουροί σας δε με κατάλαβαν. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να πλησιάσει τους Ραζάκ και να επιστρέψει με νέα, είμαι εγώ.»

Ο Άζιχαντ κοίταξε τον Πήτερ, κι εκείνος έκανε ένα νεύμα απόρριψης της ιδέας.

«Είναι παιδί, άρχοντα Άζιχαντ...»

Ο Χρόθγκαρ χτύπησε τη λαβή του τσεκουριού του στο πάτωμα.

«Σκότωσα τον πρώτο μου Ούργκαλ σε ηλικία δέκα ετών. Αυτός εδώ κάποτε ήταν βασιλιάς. Θα πας μαζί με τον Όρικ, τον γιο μου. Είναι ο καλύτερός μας στην ιχνηλασία, γνωρίζει τα μονοπάτια που δεν χαρτογραφήθηκαν ποτέ.»

Ο Έντμουντ έκανε ένα μικρό χαμόγελο, ενώ ο Πήτερ ανησύχησε στο άκουσμα των εξελίξεων.

«Τέλεια. Πότε φεύγουμε;»

Ο Άζιχαντ τον κοίταξε για λίγο, σιωπηλός, και ύστερα του έδειξε την έξοδο.

«Αμέσως τώρα!»

Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις