Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Πέμπτο: "Αντιρρήσεις Στο Δειλινό"
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο τέταρτο μας κεφάλαιο με τίτλο "Ψίθυροι Στην Ανατολή" είδαμε την Σούζαν να αποχαιρετάει τον Μούρταγκ και τους αδελφούς Πέβενσι, Πήτερ και Έντμουντ μαζί με τον Έραγκον να συζητούν για τη συνέχεια της πορείας τους. Στο νέο, πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο: "Αντιρρήσεις Στο Δειλινό" θα δούμε πώς οι χαρακτήρες μας αναγκάζονται να πάρουν διαφορετικό, ξεχωριστό δρόμο!
Ο ήχος των καταρρακτών έπεφτε βαρύς, σαν ανάσα αρχαίου τέρατος. Ο Έντμουντ στάθηκε με πλάτη σε έναν υγρό βράχο, ενώ ο Πήτερ στεκόταν λίγα βήματα μπροστά του, με τα μάτια νευρικά σφιγμένα.
«Δεν καταλαβαίνεις, Έντμουντ. Δεν πρόκειται για παιχνίδι! Δεν είναι σαν τότε, με τις μάχες στο Κάιρ Πάραβελ ή στο Χαραυγικό Λιβάδι. Αυτοί οι εχθροί... δεν θα σε λυπηθούν. Είδες τι έκαναν σε αυτό το βασίλειο, ακόμα μετρούν τους νεκρούς τους!»
Ο Έντμουντ τέντωσε τους ώμους του. «Δεν με λυπήθηκαν ούτε οι Τελμαρίνοι. Αν θυμάσαι καθόλου, ήμουν δίπλα σου όταν σου όρμησαν. Πολεμήσαμε πλάτη με πλάτη, θυμάσαι ή όχι; Και πριν απ’ αυτό... ήμουν εγώ που έσπασα το ραβδί της Λευκής Μάγισσας.»
Ο Πήτερ κούνησε το κεφάλι του, το βλέμμα του παρέμενε σκοτεινό. «Ξέρω τι έκανες. Και ξέρω τι παραλίγο να έχεις κάνει. Ξέχασες πόσο εύκολα σε πρόδωσε η εμπιστοσύνη σου; Πόσο εύκολα σ’ έπιασε η Μάγισσα;»
Η ανάσα του Έντμουντ κόπηκε για μια στιγμή, αλλά δεν έστρεψε το βλέμμα του. «Ήμουν άπειρο παιδί τότε. Δεν ήξερα. Μα τώρα ξέρω τι σημαίνει πίστη, τι σημαίνει καθήκον. Ο Άσλαν μου τα δίδαξε και τα δύο!»
Ο Πήτερ έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «Και ενάντια στον Μιράζ; Πες μου, μικρέ μου αδελφέ, αν ήσουν μόνος απέναντί του, θα τα κατάφερνες, πιστεύεις; Δεν είσαι ακόμα έτοιμος, Έντ και αυτή δεν είναι η Νάρνια!»
Η φωνή του είχε εκτονώσει τη νευρικότητα του, αλλά το βλέμμα του έμεινε σκληρό.
«Δεν με χρειάζεστε, Πήτερ, οι νέες μου δυνάμεις είναι, είναι, δε ξέρω, ένα απροσδόκητο χάρισμα! Ναι, αυτό είναι, και μου δόθηκαν για να τις χρησιμοποιήσω αναλόγως.» απάντησε ηχηρά ο Έντμουντ. «Ο Όρικ μου έδωσε μια ευκαιρία και με τη δική μου συνδρομή έχει και εκείνος μία ευκαιρία να καταφέρει την αποστολή του!»
Ο Πήτερ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Το στήθος του ανέβαινε και κατέβαινε γρήγορα.
Η Σούζαν ανέβαινε τα πέτρινα σκαλοπάτια, με τα βήματά της να αντιλαλούν ελαφρά πάνω στον υγρό λίθο. Είχε ακούσει φωνές. Αντιπαραθέσεις. Η καρδιά της σφιγγόταν, γνώριζε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βγήκε στο άνοιγμα των καταρρακτών και είδε τους δυο αδελφούς αντικριστά, με σφιγμένες γροθιές και λόγια-πληγές που σπάραζαν τη σιωπή.
«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε με σταθερή, σχεδόν επιτακτική φωνή.
Ο Πήτερ γύρισε απότομα. «Ο μικρός αποφάσισε να γίνει ήρωας, αυτό ακριβώς έγινε!»
Ο Έντμουντ δεν αντέδρασε. Απλώς στάθηκε εκεί, με βλέμμα πεισματάρικο.
Η Σούζαν πλησίασε. «Έντ… Τι είναι αυτά που λέει; Θέλεις να φύγεις με αυτό τον νάνο ιχνηλάτη, τον Ορικ;»
«Ναι. Πρέπει να μάθουμε τι ετοιμάζουν οι Ράζακ. Κάποιος πρέπει να το κάνει. Κι εγώ… μπορώ.»
Η Σούζαν έμεινε για λίγο σιωπηλή, έπειτα είπε χαμηλόφωνα: «Ξέρεις τι θα έλεγαν η μητέρα και ο πατέρας μας, αν μας έβλεπαν; Να μείνουμε μαζί, να μη χωριστεί η οικογένεια, αυτό θα έλεγαν και οι δύο. Δεν είσαι πολεμιστής, Έντμουντ Πέβενσι!»
«Δεν είμαι παιδί πια, Σούζαν. Υπήρξα κάποτε ιππότης του τάγματος του Λέοντα», αποκρίθηκε περήφανα ο Έντμουντ.
«Ίσως», είπε ο Πήτερ, «αλλά αυτό ήταν μία άλλη ζωή, και εγώ είμαι ακόμα ο μεγάλος σου αδελφός και Βασιλιάς σου! Και δεν θα σε αφήσω να πας να σκοτωθείς για μια αποστολή που δεν είναι δική σου.»
Τα λόγια έμειναν μετέωρα για λίγο, ώσπου μια απαλή φωνή τα έσπασε.
«Έντ…» Ήταν η Λούσι. Στεκόταν στην άκρη του βράχου, τα μάτια της υγρά. Πλησίασε τρέχοντας και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αδελφό της.
«Μη φύγεις. Δεν θέλω να φύγεις. Χωρίς εσένα… Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε...»
Ο Έντμουντ έσκυψε το κεφάλι και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Δεν φεύγω για πάντα, Λου. Ορκίζομαι. Αλλά πρέπει να το κάνω. Για εσάς. Για όλους μας. Για να επιστρέψουμε στη Νάρνια για άλλη μία φορά...»
Η σιωπή απλώθηκε, βαριά σαν μανδύας. Κανείς δεν μίλησε ξανά, μέχρι που ακούστηκε το γνώριμο πια βαρύ πάτημα του Όρικ και τα βήματα του Έραγκον πίσω του.
Η απόφαση είχε παρθεί. Μα η καρδιά των Πέβενσι δεν ήταν ποτέ πιο διχασμένη.
Οι ετοιμασίες είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά πολλά λόγια είχαν απομείνει ακόμα να ειπωθούν.
«Άρχοντα Έντμουντ, εχεις βάλει μέσα στο σακίδιο γάζες και άλλους επιδέσμους; Δεν υπάρχει πάντα νοσηλευτής εκεί έξω. Θα πρέπει να δέσουμε μόνοι μας τα τραύματα μας και με λίγη τύχη θα αποκομίσουμε μερικά για να μας θυμίζουν την περιπέτεια μας!»
«Άρχοντα Όρικ, μιλάς για τους τραυματισμούς, σαν να είναι παράσημα. Εγώ θα ευχηθώ να γυρίσουμε πίσω αλώβητοι. Ναι, γάζες, χάρτες, ξηρά τροφή… και κάτι που μου έδωσε η Λούσι. Μία παλιά φωτογραφία. Ανόητο, έτσι;»
«Όχι τόσο, νεαρέ. Όταν είσαι μακριά, είναι καλό να θυμάσαι γιατί γυρίζεις πίσω. Εγώ έχω αυτή την αξίνα από τον πατέρα μου...»
Λίγο πιο μακριά και σε ύψωμα χαμηλό, ο Έραγκον και η Σαφίρα μιλούσαν παρατηρώντας το στρατόπεδο.
«Οι Πέβενσι θα χωριστούνε για πρώτη φορά, όπως χωρίστηκα και εγώ από τον ξάδερφο μου τον Ρόραν και τώρα κινδυνεύει. Σαφίρα, δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να τους προστατέψω όλους...»
Σαφίρα (μέσα στο μυαλό του, γλυκά και βαθιά): «Οι νέοι σου φίλοι προστατεύονται από αρχαία μαγεία, θα είναι καλά, αλλά αυτό που προέχει είναι να φθάσουμε στους ξωτικούς. Όλα τα μονοπάτια είναι θολά, οι ξωτικοί μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη του πεπρωμένου και να το ερμηνεύσουν...»
«Ακόμα και αυτό που οδηγεί στην Άρυα;» αναρωτήθηκε μισοχαμογελώντας.
Σαφίρα(μέσα στο μυαλό του, διατηρώντας τον παιγνιώδη τόνο): «Πρόσεχε τις σκέψεις σου, Έραγκον, σε προδίδουν και μία γυναίκα πάντοτε το γνωρίζει...»
Λίγο πιο πέρα τα μεγαλύτερα αδέλφια Πέβενσι συζητούσαν ανήσυχα και προβληματισμένα.
«Δεν συμφωνώ με αυτό. Μα δεν μπορώ και να τον κρατήσω πίσω… το αγόρι που με άκουγε μεγάλωσε, λέει...»
«Πήτερ, δε νομίζω να σε άκουσε ούτε μία φορά στη ζωή του. Έχεις το βάρος όμως όλου του κόσμου στους ώμους σου. Ο Έντμουντ έκανε την επιλογή του, πρέπει να προχωρήσουμε με την ελπίδα ότι τα ξωτικά θα γνωρίζουν τις απαντήσεις...»
«Ίσως να μην είμαστε στην Νάρνια, Σού… αλλά αυτό εδώ είναι εξίσου επικίνδυνο.»
«Τότε ας σταθούμε μαζί. Όχι ο ένας απέναντι στον άλλον.»
Ο ήλιος άρχισε αργοσβήνει πίσω από τις κορυφές, βάφοντας τον ουρανό με κεχριμπαρένιες και μωβ αποχρώσεις. Ο αέρας ήταν γλυκός και σιωπηλός, σαν να κρατά την ανάσα του. Στο πέτρινο προαύλιο μπροστά από τις στοές, λίγοι μόνο στέκονται. Οι υπόλοιποι είχαν μείνει πίσω, στις φωτιές και στους καταυλισμούς.
Ο Άζιχαντ, η Νασουάντα, με βλέμμα σοβαρό αλλά αξιοπρεπές και ο βασιλιάς Χρόθγκαρ, στέκονταν σιωπηλοί, παρατηρώντας τους να αποχωρούν.
Ο Όρικ σφίγγει τον ώμο του Έντμουντ και κοιτάζοντας τον πατέρα του λέει: «Αν θες να κρατήσεις το βήμα μου, μικρέ, θα πρέπει να έχεις φάει διπλό πρωινό σήμερα.»
«Πρόσεξε, μη σε προσπεράσω...»
Ο Όρικ γρυλίζει φιλικά και κουνά το κεφάλι. Οι δύο τους βάζουν τις κουκούλες τους και χάνονται γρήγορα μέσα στο μονοπάτι των σκιών.
Ο Πήτερ σφίγγει τα λουριά του αλόγου του. Η Σούζαν ανεβαίνει πρώτη, ευθυτενής και ήσυχη. Η Λούσι στέκεται δίπλα της, δακρυσμένη.
«Έλα, Λού, θα ιππεύσεις μαζί μου»
Η Σούζαν γυρίζει και της χαϊδεύει τα μαλλιά. «Θα είναι ασφαλής, Λούσι, όλοι θα είμαστε...»
Έραγκον κοιτάζοντας και χαμογελώντας τες πρότεινε: «Ίσως να υπάρχει κάτι καλύτερο για την πριγκίπισσα Λόυσι...»
Η Σαφίρα προχωρά αργά, η σκιά της πέφτει σαν φτερό πάνω στη γη. Η Λούσι σηκώνει το βλέμμα και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα με θαυμασμό και έκπληξη.
«Θα ήθελες να πετάξεις μαζί μας;»
Η Λούσι γνέφει με δέος, αλλά περιμένει τη συγκατάθεση των αδελφών της. Είναι επιφυλατικά θετική και ο Έραγκον την σηκώνει ψηλά και την βοηθά ν’ ανέβει. Η Σαφίρα σκύβει το κεφάλι, σαν να της απευθύνει χαιρετισμό.
Σαφίρα (μέσα στο μυαλό του, επαινεί την κίνηση): Μια καρδιά που πονά, θα γιατρευτεί σίγουρα πάνω από τα σύννεφα. Καλή σκέψη, Έραγκον.
Με σταθερό άλμα, απογειώνονται. Ο αέρας γεμίζει τον χώρο, και τα φτερά της Σαφίρα κόβουν τον ορίζοντα καθώς ανεβαίνουν ψηλά, όλο και ψηλότερα.
Ο Άζιχαντ πλησιάζει τον Πήτερ και του εφιστεί την προσοχή: «Ο δρόμος μπροστά σας δεν θα είναι ευθύς. Προσέχετε. Δεν είστε πια στο βασίλειο σας.»
Ο Πήτερ τον κοιτά και γνέφει σιωπηλά προς απόκριση.
«Θα προσέχουμε. Μπορώ να βλέπω μακριά, πέρα απ’ το μάτι του ανθρώπου πια. Αν κάτι πλησιάζει, θα το ξέρουμε νωρίτερα απ’ τον εχθρό.» διαβεβαίωσε η Σούζαν που τύλιξε τα χαλινάρια γύρω από τα χέρια της.
Κάλπασαν ευθύς προς την έξοδο του στρατοπέδου, με το φως του δειλινού να τους περιβάλλει σαν χρυσή αύρα.
Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς