Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Έκτο: "Οι Δοκιμασίες Των Πολεμιστών"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο πέμπτο μας κεφάλαιο με τίτλο "Αντιρρήσεις Στο Δειλινό" είδαμε την οικογένεια Πέβενσι να χωρίζεται. Στο νέο, έκτο κεφάλαιο με τίτλο: "Οι Δοκιμασίες Των Πολεμιστών" θα δούμε πώς τα αδέλφια θα αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο βρεθεί στο διάβα τους.

Ο ουρανός γκριζόλευκος, έμοιαζε να κρατά την αναπνοή του λίγο πριν το πρώτο φως. Ένα ψυχρό αεράκι φύσηξε πάνω από τους ώμους του Έντμουντ και του Όρικ, καθώς καθόντουσαν γύρω από τα απομεινάρια της φωτιάς. Ο Όρικ κοίταξε τον ουρανό κι έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα του στο αγόρι.

«Δε μοιάζεις με τους νεαρούς που 'χω δει στις αυλές των βασιλέων. Δεν είσαι μαχητής... κι όμως, κρατάς το σπαθί σου σαν να το έκανες πάντα.»

Ο Έντμουντ χαμογέλασε ελαφρώς.

«Δεν ήμουν ποτέ γενναίος... όχι όπως ο Πήτερ. Όταν πρωτοπήγαμε στη Νάρνια, έκανα πολλά λάθη. Πρόδωσα την ίδια μου την οικογένεια για λίγη μαγεμένη καραμέλα.»

Ο Όρικ ύψωσε το φρύδι του.

«Καραμέλα;»

Ο Έντμουντ γέλασε. «Μαγεμένη. Από μια μάγισσα χειρότερη απ’ τον θάνατο. Μετά… έσπασα το ραβδί της. Πολέμησα δίπλα στον αδερφό μου εναντίον των Τελμαρίνων. Αλλά πάντα ήμουν η σκιά. Ο ‘μικρός’.»

Ο Όρικ τον κοίταξε σκεφτικός.

«Η σκιά είναι εκεί που γεννιούνται οι σιωπηλοί. Κι αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι απ’ τους δυνατούς που φωνάζουν.»

Ο νάνος σηκώθηκε απότομα και πλησίασε λίγα ίχνη στο χώμα.

«Ελάφι. Φρέσκα πατήματα. Ίσως το πιάσουμε πριν χαθεί το φως.»

Η καταδίωξη ήταν αθόρυβη και προσεκτική. Ο Όρικ προπορευόταν, σχεδόν μιλώντας με τη γη. Ο Έντμουντ ακολουθούσε με γοργά, μα ελαφριά βήματα. Τους πήρε ώρα, μα όταν επιτέλους αντίκρισαν το ελάφι ανάμεσα σε κάτι θάμνους, ο Όρικ τέντωσε το τόξο του και χτύπησε.

Το απόγευμα τους βρήκε σε ένα ξέφωτο, το κρέας ψηνόταν πάνω στη φωτιά.

Ο Έντμουντ παρατηρούσε τη φλόγα.

«Στη Νάρνια, ένα ελάφι θα μπορούσε να μιλήσει. Να σου πει το όνομά του, να σου τραγουδήσει. Εκεί δεν κυνηγάς γιατί δεν είσαι μόνος στο δάσος. Είσαι φιλοξενούμενος.»

Ο Όρικ έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Η Νάρνια… είναι θαύμα. Στον κόσμο μου, το θήραμα δε μιλά. Κι αν το κάνει, καλύτερα να τρέξεις.»

Ο Έντμουντ χαμογέλασε.

«Πάντα κάτι κυνηγάμε. Είτε φωνές στο μυαλό μας, είτε τέρατα στο σκοτάδι.»

Ο Όρικ έγειρε πίσω.

«Καλύτερα να αναπαυτούμε. Αν φύγουμε με το φως, θα φτάσουμε στο Καρθιάν αύριο.»

Μα το φως δεν ήρθε ποτέ.

Πριν ο ήλιος προλάβει να σηκωθεί, ήχοι βαριάς ανάσας και ποδοβολητά τους ξύπνησαν απότομα. Περικυκλωμένοι. Ούργκαλ, παντού — με κέρατα, πολεμικά χρώματα, και θυμό. Μια ομάδα Ούργκαλ πετάχτηκε ανάμεσα από τους βράχους, κυκλώνοντάς τους. Μεγάλα κέρατα, βαριές σφύρες και μάτια γεμάτα επιθετικότητα.

Ο αρχηγός τους, ένας βραχνός Ούργκαλ με ουλές στο πρόσωπο, πρόσταξε:

«Παρείσακτοι. Δεν θα φύγετε ζωντανοί.»

Ο Όρικ με σταθερότητα και ψυχραιμία είπε ποντάροντας την ελπίδα της σωτηρίας τους στα λόγια του:«Αίμα δε χύνεται χωρίς πρόκληση!» και συνέχισε «Επικαλούμαι τον αρχαίο νόμο των Ούργκαλ: Την πρόκληση του Πολεμιστή!»

Οι Ούργκαλ βρυχήθηκαν, κάποιοι γέλασαν. Ο αρχηγός τους κοίταξε τους δύο ταξιδιώτες υποτιμητικά. «Ποιος από τους δυο θα παλέψει;»

Ο Όρικ κοίταξε τον Έντμουντ στα μάτια. «Αυτός. Ονομάζω τον Έντμουντ, γιο της Αντιθέας Γης, Πολεμιστή.»

Ένα μουρμουρητό αναμεμιγμένο με περιέργεια απλώθηκε στο πλήθος. Οι Ούργκαλ αποτραβήχτηκαν για να σχηματίσουν κύκλο. Μέσα σε αυτόν προχώρησε ένας πελώριος Ούργκαλ, δυο κεφάλια ψηλότερος από τον Έντμουντ, με σώμα καλυμμένο από ουλές.

Ο Όρικ πλησίασε και έσφιξε το χέρι του Έντμουντ. «Μην παλέψεις σαν νάνος. Πάλεψε σαν βασιλιάς.»

Ο Έντμουντ έβγαλε το κοντό του σπαθί, και στάθηκε ήρεμος. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά το πρόσωπό του ήταν ήρεμο.

Η μάχη άρχισε.

Ο Ούργκαλ όρμησε με δύναμη, χτυπώντας το χώμα. Ο Έντμουντ απέφυγε με ευκινησία, εξαφανιζόμενος για μια στιγμή από το οπτικό πεδίο. Επανεμφανίστηκε πίσω από τον αντίπαλο, ρίχνοντας μια κοφτή πληγή στο πλευρό.

«Μαγεία!» φώναξε ένας Ούργκαλ, αλλά ο αρχηγός σήκωσε το χέρι του. «Είναι Πολεμιστής. Τιμά τη μάχη.»

Η πάλη συνεχίστηκε, κάθε χτύπημα του Ούργκαλ μπορούσε να σπάσει κόκαλα, αλλά ο Έντμουντ χανόταν μέσα στη σκιά. Και τότε, με ένα τελευταίο άλμα, φάνηκε να υψώνεται από τον αέρα σαν πνεύμα και προσγειώθηκε πάνω στους ώμους του αντιπάλου. Με γρήγορη κίνηση, έβαλε τη λάμα στον λαιμό του γίγαντα.

Ο Ούργκαλ έμεινε ακίνητος. Μετά, έπεσε στα γόνατα.

Οι υπόλοιποι Ούργκαλ υποκλίθηκαν. Ο αρχηγός πλησίασε και έγνεψε.

«Μίλα, Πολεμιστή. Είμαστε στα ίχνη σου.»

Ο Όρικ κοίταξε τον Έντμουντ με καμάρι.

Ο Έντμουντ, ακόμα λαχανιασμένος, είπε: «Πάμε προς το Καρθιάν. Αν θέλετε να πολεμήσετε… πολεμήστε για αυτούς που δεν μπορούν.»

Οι Ούργκαλ έβγαλαν έναν κοινό βρυχηθμό. Το ταξίδι προς το χωριό είχε αρχίσει ξανά — αλλά τώρα με συμμάχους.

Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται πίσω από τις κορυφές των Βεδγάρμουντ όταν η Σαφίρα άνοιξε τα γαλάζια φτερά της και με έναν δυνατό παλμό ανυψώθηκε στον αέρα. Η Λούσι, με τα χέρια σφιγμένα γύρω από τη μέση του Έραγκον, κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια την απεραντοσύνη από κάτω τους.

«Δεν έχω ξαναπετάξει ποτέ,» είπε διστακτικά. «Μόνο στ’ όνειρα.»

Ο Έραγκον χαμογέλασε και έγειρε πίσω λίγο το κεφάλι να την κοιτάξει. «Είναι σαν να είσαι κομμάτι του ουρανού. Μόλις ξεχάσεις τον φόβο, αρχίζεις να πετάς στ’ αλήθεια.»

Η Λούσι έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Ξέρεις… Πάντα οι άλλοι με έβλεπαν σαν τη μικρή. Την καλή, την αθώα. Ίσως και να ήμουν. Αλλά… όταν έφυγε ο Έντμουντ, κάτι άλλαξε μέσα μου. Δεν θέλω να φοβάμαι.»

Η Σαφίρα, σαν να αντιλήφθηκε τα λόγια της, τίναξε τα φτερά της απότομα και πήρε ύψος με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Λούσι τσίριξε — όχι από φόβο, αλλά από ενθουσιασμό και έκπληξη, κρατώντας ακόμα πιο σφιχτά τον Έραγκον.

«Σαφίρα!» φώναξε γελώντας. «Με τρόμαξες!»

Ο Έραγκον γέλασε δυνατά. «Σου αρέσει τελικά, έτσι;»

Η Λούσι έγνεψε έντονα. «Είναι… ελευθερία!»

Κάτω, στις σκιερές πλαγιές, ο Πήτερ και η Σούζαν ακολουθούσαν το μονοπάτι με τα άλογά τους, με τον ουρανό να κοκκινίζει πάνω από τα βουνά. Άκουγαν τον ήχο από τα φτερά της Σαφίρας, μακριά ψηλά.

Ο Πήτερ γύρισε προς την αδελφή του με ένα σκεφτικό βλέμμα. «Δεν ξέρω αν ήταν καλή ιδέα να την πάρει μαζί του. Είναι ακόμα παιδί.»

Η Σούζαν, τυλιγμένη στο μανδύα της, κράτησε τα ηνία με σταθερό χέρι. «Η Λούσι είναι πιο δυνατή απ’ όσο νομίζεις. Και… ο Έραγκον δεν είναι απερίσκεπτος. Τον εμπιστεύομαι.»

«Εμπιστεύεσαι εύκολα, Σούζαν.»

«Εμπιστεύομαι όταν βλέπω αληθινή πίστη στα μάτια των ανθρώπων,» του απάντησε εκείνη ήρεμα. «Και με τα νέα μου χαρίσματα, μπορώ να διακρίνω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Αν υπάρξει κίνδυνος, θα τον δω να έρχεται.»

Ο Πήτερ δεν απάντησε αμέσως. Απλώς έσφιξε το σαγόνι και συνέχισε να καλπάζει στο πλευρό της, η σιλουέτα του βυθισμένη σε σκέψεις.

Πάνω απ’ τα σύννεφα, η Σαφίρα ούρλιαξε παιχνιδιάρικα στον άνεμο, και η Λούσι, πλέον απελευθερωμένη, άνοιξε τα χέρια της σαν να πετούσε μόνη της.


Το χώμα χόρευε κάτω απ’ τις οπλές των αλόγων καθώς ο Πήτερ και η Σούζαν καλπάζανε ανάμεσα σε ρίζες και πυκνή βλάστηση. Φύλλα ξεκολλούσαν απ’ τα κλαδιά και σκορπίζονταν πίσω τους σαν πράσινα φτερά.

Ο ήλιος είχε βυθιστεί πίσω από τους ορίζοντες και το φως του δειλινού βάφτηκε χαλκό. Τότε, από το βάθος του δάσους, σηκώθηκε ένας καπνός. Όχι φυσικός — αυτός έμοιαζε να έχει ζωή. Στριφογύριζε, όλο και πιο γρήγορα, ώσπου πήρε τη μορφή ενός λύκου. Σαν φτιαγμένος από σκιά και στάχτη, έτρεχε πίσω τους χωρίς να αγγίζει το έδαφος.

Και δεν ήταν μόνος...

Μια αγέλη από παρόμοια σχήματα ξεπήδησε απ’ τα δέντρα, αθόρυβη και πεινασμένη, όπως νύχτα χωρίς φεγγάρι. Τα αδέλφια δεν τους έβλεπαν, μα το χώμα πάγωνε στο πέρασμά τους.

Ψηλά στον ουρανό, η Σαφίρα χαμογελούσε με τη Λούσι να γελάει στην πλάτη της — όμως ξαφνικά τα φτερά της έκαναν ένα απότομο σταμάτημα. Η αίσθηση ενός κινδύνου, πέρα από τη μαγεία, πέρα από τις αισθήσεις πλημμύρισε το νου της.

«Έραγκον...» μουρμούρισε. «Κάτι έρχεται. Δεν το βλέπω... αλλά έρχεται.»

Η Λούσι έσφιξε το σκαλιστό δέρμα του λαιμού της. «Τι συμβαίνει;»

«Κάτι μας παρακολουθεί. Κάτι... που δεν ανήκει στον αέρα.»

Κάτω, η Σούζαν κοίταξε πίσω της. Όμως είδε μόνο καταχνιά. Παχύ πέπλο που έμοιαζε ακίνητο, αλλά σφύριζε. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν απλή ομίχλη. Κάποιος ήξερε πια τη θέση τους.

Και τότε ένα ρίγος στη γη...

Το έδαφος υποχώρησε. Μυστικές καταπακτές άνοιξαν με οσμή υγρασίας και μετάλλου, και απ’ τα σωθικά του βουνού ξεχύθηκαν κακομούτσουνοι νάνοι. Οι στολές τους ήταν φτιαγμένες από σπασμένες πανοπλίες και δέρματα, και τα μάτια τους μικρά, σκληρά, κατακόκκινα.

Οι δύο ιππείς περικυκλώθηκαν.

Ο Πήτερ σήκωσε το σπαθί του, η Σούζαν έφερε το τόξο στα μέτωπα των νάνων. Δεν δίστασε. Ένα βέλος πύρινο, σμιλευμένο απ’ την ίδια της τη βούληση σημάδεψε τον ουρανό και εκτοξεύθηκε. Ξέσπασε σαν αστραπή λίγο μπροστά από τη Σαφίρα.

Η δράκισσα είδε το φως και κατάλαβε.

«Γυρίζουμε πίσω!» βρόντηξε με τη φωνή της που έμοιαζε με γρύλισμα κεραυνού.

Η Λούσι έπαψε να γελά. Τα χέρια της σφίχτηκαν στη σέλα. Ήταν η στιγμή που τα αστεία τελείωσαν. Και η μάχη άρχιζε.


Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις