«Επικίνδυνη Αποστολή 2» (2000): Στυλ, Μάσκες και Περιστέρια!

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Σε προηγούμενο άρθρο καλύψαμε την πρώτη ταινία της σειράς. Μιλήσαμε για την κληρονομιά της τηλεοπτικής σειράς και τη μεταφορά της ιστορίας από τη μικρή στη μεγάλη οθόνη. Σε αυτό το φιλμ παρατηρείται ειλικρινά μία θεματική και σκηνοθετική στροφή 180°. Η αγωνία και το κατασκοπικό θρίλερ ανάμεσα σε αντιμαχόμενες γκρίζες πλευρές αποτραβιέται και αντικαθίσταται από μία απλοϊκή και ξεκάθαρη πλοκή που στηρίζεται στην έκκριση αδρεναλίνης και την προάσπιση του στυλ. Ο λόγος για τη δεύτερη «Επικίνδυνη Αποστολή» (Mission Impossible, 2000). Πάμε να δούμε λοιπόν με ποιον τρόπο υποδέχθηκε η σειρά την αυγή του νέου αιώνα!

Πλοκή;   

Βρισκόμαστε στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, όπου ένας βιολόγος επιστήμονας ζητάει τη βοήθεια του Ίθαν Χάντ για να τον συνοδεύσει στην Ατλάντα. Μεταφέρει ένα θανατηφόρο όπλο, ένα ιό με την ονομασία «Χίμαιρα». Η μυστική υπηρεσία όμως δεν στέλνει τον Χάντ, αλλά τον συνάδελφο του Σόν Άμπρος. Ο Άμπρος προδίδει την αποστολή του, κλέβει τον ιό και σκοπεύει να τον πουλήσει. Ο Ίθαν Χάντ για άλλη μία φορά καλείται να διορθώσει τα αμαρτήματα της υπηρεσίας του και να διεισδύσει στο στρατόπεδο του αντιπάλου του. Για να το πετύχει, θα στρατολογήσει την Νάια, την πρώην σύντροφο του Σόν Άμπρος. Μέσα σε ένα κλίμα, διάρρηξης, εξαπάτησης και εξαπόλυσης ενός θανατηφόρου ιού, θα διαμορφωθεί μία τριγωνική ερωτική δυναμική, ενώ ο χρόνος καλπάζει εναντίον τους.   

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Το πρώτο έργο της σειράς εμπιστεύθηκε στα ικανά χέρια του Μπράϊαν Ντε Πάλμα και κέρδισε το στοίχημα. Τι συμβαίνει όμως όταν ο ιθύνων της επιτυχίας δεν επιθυμεί να συνεχίσει; Η αναζήτηση για έναν νέο έμπειρο δημιουργό κρίνεται επιτακτική και προπαντός απαιτητική. Ο Τόμ Κρούζ ως παραγωγός πλησιάζει τον Όλιβερ Στόουν, ο οποίος έχει αποδείξει την αξία του με ταινίες πολεμικού και πολιτικού περιεχομένου. Η καθυστέρηση όμως της ολοκλήρωσης των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τίτλο: «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» (Eyes Wide Shut, 1999) με πρωταγωνιστή τον Κρούζ, τον αναγκάζει να αφήσει το πρότζεκτ. Το επόμενο λοιπόν «πρόσωπο» που προσεγγίζεται είναι εκείνο του ασιατικής προέλευσης καλλιτέχνη Τζόν Γού, υπεύθυνου για το φιλμ: «Αδίστακτα Πρόσωπα» (Face Off, 1997). Ο Γού μάλιστα βρισκόταν στην Βραζιλία για ένα διαφημιστικό για την εταιρεία αθλητικών υποδημάτων «Nike», όταν δέχθηκε το τηλεφώνημα από τον Τόμ Κρούζ.

Ο σκηνοθέτης δέχτηκε την πρόταση του ηθοποιού με εξαιρετική επιφύλαξη, καθώς η καλλιτεχνική του σφραγίδα διέφερε σημαντική από εκείνη του Ντε Πάλμα. Ο Κρούζ γνωρίζοντας την επικρατούσα νόρμα και ζυγίζοντας την υφιστάμενη κατάσταση διαβεβαίωσε τον Τζόν Γού ότι θα ακολουθήσει επαρκώς το όραμα του για το έργο. Η φιλοσοφία πίσω από τη σειρά ταινιών ακολουθούσε τις επιταγές της τηλεοπτικής αντίστοιχης, κάθε ταινία έπρεπε να είναι διαφορετική από την προηγούμενη, γεγονός που θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια. Αναφορικά με την σκηνοθεσία αυτή καθ’ αυτή, ο Γού φέρνει τον καλύτερο του εαυτό. Το σενάριο γράφεται αποκλειστικά γύρω από τις σκηνές δράσης, με αποτέλεσμα η ιστορία να κυμαίνεται στο επίπεδο του βασικού. Αυτό όμως που αλλάζει είναι ο τρόπος που μεταφέρεται αυτή η κατά τα άλλα βασική πλοκή στη μεγάλη οθόνη. Η κάμερα δεν αποστασιοποιείται, αλλά αποκτά μία σχεδόν πρωταγωνιστική δυναμική. Απεικονίζει τα χρώματά της με θερμές διακριτές αποχρώσεις, δίνοντας νέο αέρα και ατμόσφαιρα στην κατασκοπική σειρά. Μπορεί να μην είναι αυτό που θέλει η πλειοψηφία, αλλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι που καταφέρνει με επιτυχία. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση με την προσθήκη των περιστεριών. Κανείς δεν τα ζήτησε, αλλά όλοι εκτίμησαν την παρουσία τους.


Ο Τζόν Γού καταφέρνει και κάτι ακόμη σε επίπεδο σκηνοθετικής προσωπικής σφραγίδας. Πετυχαίνει να ενσωματώσει όλα εκείνα τα στοιχεία του που συνιστούν τη μεθοδολογία της προσέγγισης του. Γενικά πλάνα που καλύπτουν όλο τον ορίζοντα και φθάνουν μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι των θεατών, δεσπόζουν κατά την εναρκτήρια σεκάνς. Το ατμοσφαιρικό «slow motion» έρχεται για να πάρει την σκυτάλη και να λειτουργήσει με αφηγηματικό τρόπο στο έργο. Εισάγει χαρακτήρες και εγκαθιστά τη σχέση μεταξύ τους, ενώ «αναγκάζει» το κοινό να κρατήσει την ανάσα του στην κορύφωση της δράσης. Ακολουθώντας τους αργούς ρυθμούς του «slow-mo», καταλήγουμε στα εντατικά κοντινά -όπως μας αρέσει να τα αποκαλούμε- τα οποία ενισχύουν την ένταση της εκάστοτε σκηνής. Αυτές συγκεκριμένα οι σεκάνς έφεραν σε ρήξη τους Γού και Κρούζ. Ο πρώτος επέμενε να χρησιμοποιηθούν κασκαντέρ, ενώ ο παραγωγός-πρωταγωνιστής, ταγμένος στη ρεαλιστική απεικόνιση διαφωνούσε. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει ψέματα στις ασφαλιστικές εταιρείες για να τις πείσει να καλύψουν την παραγωγή του. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τον βλέπουμε να αναρριχάται, να επιχειρεί άλματα από μεγάλα ύψη, να περνάει μέσα από τη φωτιά δίχως προστατευτική στολή και να δέχεται να του επιτεθεί ο συμπρωταγωνιστής του με αληθινό μαχαίρι.

«Στο σετ του ηθοποιού»:

Ο Τόμ Κρούζ επιστρέφει ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Σε αυτό το σημείο της καριέρας του έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα, όπως αυτο του Κάμερον Κρόου (Jerry Maguire, 1996), του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Eyes Wide Shut, 1999), και του Πώλ Τόμας Άντερσον (Magnolia, 1999). Οι συνεργασίες αυτές αναδεικνύουν το ερμηνευτικό του ταλέντο, συνεπαίρνουν κοινό και κριτικούς και αυξάνουν τόσο τη δημοτικότητα του, όσο και το κύρος του. Η στιγμή για ένα εμπορικό διάλειμμα από την βαρύγδουπη «κουλτούρα» έχει φθάσει και ο ίδιος δηλώνει πιο έτοιμος από ποτέ για να υποδυθεί τον ριψοκίνδυνο κατάσκοπο. Οι επιρροές του από έργα όπως το «Τζέιμς Μπόντ: Επιχείρηση Χρυσά Μάτια, 1995» και «Μάτριξ, 1999» γίνονται γρήγορα και εύκολα αντιληπτές.  


Αυτή τη φορά ο χαρακτήρας του παρουσιάζεται ιδιαίτερα διαφορετικός, όπως άλλωστε και ο τόνος της ταινίας του. Ο «πρωτάρης» Ίθαν Χάντ του προηγούμενου του φιλμ έχει «μεγαλώσει» πια. Τώρα βρίσκουμε έναν ώριμο κατάσκοπο, ο οποίος όμως ζει για την δράση επί του πεδίου. Δεν έχει συγκεκριμένη ομάδα κρούσης και προτιμά δραστηριότητες που εμπεριέχουν αδρεναλίνη, αποπλάνηση και εξαπάτηση. Η ερμηνεία του φλερτάρει με την πόζα προς τον κινηματογραφικό φακό, με τον ηθοποιό να επιχειρεί ακόμα πιο επικίνδυνες σκηνές για να συναρπάσει. Μάλιστα, στην εναρκτήρια σκηνή, που ο χαρακτήρας του αναρριχάται δίχως σχοινί ασφαλείας, ο Κρούζ έχασε την ισορροπία του και κρατήθηκε από την κάμερα, γλιτώνοντας τον εαυτό του από το να χαθεί στο κενό και τον Γού από νευρικό κλονισμό. Αυτά τα στοιχεία θα καθιστούσαν τον χαρακτήρα του αντιπαθή, αλλά ο Τόμ Κρούζ δεν υπήρξε ποτέ πιο γοητευτικός. Είναι η κινηματογράφηση του; Είναι τα μακριά μαλλιά του; Είναι οι σκηνές δράσης του Τζόν Γού; Όλα πάντως συνωμοτούν με απώτερο σκοπό τη σύνθεση μίας φιγούρας αντάξιας του υπέρ κατασκόπου Τζέιμς Μπόντ.


Ένα νέο καστ πλαισιώνει τον Κρούζ με μία μοναδική εξαίρεση. Συμπρωταγωνίστρια του είναι η γνώριμη προς το πρόσωπο του από την εποχή της «Συνέντευξη Με Έναν Βρικόλακα» (1994), Θάντι Νιούτον. Εντούτοις, η ερμηνεύτρια ανέλαβε τον ρόλο μετά από προτροπή της Νικόλ Κίντμαν, συζύγου τότε του Τόμ Κρούζ. Η Νιούτον είναι καλή στον ρόλο της ως «κλέφτρα Νάια», αν και δεν έχει να κάνει πολλά σε επίπεδο πλοκής. Η χημεία της με τον Κρούζ τίθεται σε αμφιβολία σε ορισμένες σκηνές, εξαιτίας της αστάθειας που υφίσταται η δυναμική της μεταξύ τους σχέσης. 

Κύριος ανταγωνιστής στον ρόλο του «Σόν Άμπρος» είναι ο Σκωτσέζος Ντάγκρεϊ Σκότ. Ο ηθοποιός κάνει ακριβώς αυτό που του ζητείται διατηρώντας ένα κακεντρεχές χαμόγελο με υποβόσκον σαδιστικό βλέμμα. Έχει συναισθήματα και λυγίζει ωστόσο, χαρακτηριστικό στοιχείο αντίθετο της σεναριακής πεπατημένης. Οι οδηγίες του είναι ξεκάθαρες, αλλά ίσως να μην ταιριάζουν απόλυτα στον Σκότ. Το αποτέλεσμα είναι η ερμηνεία του να μην αναδεικνύει τον χαρακτήρα, γεγονός που συμβάλει στην αποδυνάμωση του. Ο ερμηνευτής μεταξύ άλλων είχε επιλεχθεί για τον ρόλο του σούπερ ήρωα «Γούλβεριν». Η καθυστέρηση των γυρισμάτων σε συνδυασμό με έναν τραυματισμό του είχε ως άμεση συνέπεια, η αντίστοιχη παραγωγή να επιλέξει τον Χιού Τζάκμαν για τον ρόλο.


Κλείνοντας με το καστ, ο Βίν Ρέιμς επιστρέφει στη σειρά και λειτουργεί, όπως ακριβώς ο Γιόν Βόιντ στην προηγούμενη ταινία, ως συνδετικός κρίκος με όσα προηγήθηκαν. Ο ρόλος του είναι περιφερειακός και δεν γνωρίζει μεγαλύτερη ανάπτυξη από αυτό που ήδη γνωρίσαμε. Διευθυντής της μυστικής υπηρεσίας «IMF» συμφωνήθηκε να είναι ο Ίαν Μακέλεν, αλλά εγκατέλειψε την παραγωγή με τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις. Αντικαταστάθηκε εντούτοις από τον Άντονι Χόπκινς, μία ολιγόλεπτη παρουσία που κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση. Μακάρι να συνέχιζε στη σειρά…

Cut ! That’s a wrap:

Επιλέγοντας λοιπόν να κλείσουμε το άρθρο, αυτή η ταινία καταφέρνει να είναι το απόλυτο καλοκαιρινό «blockbuster» του 2000. Διαθέτει ένα χαρακτηριστικό που έχει χαθεί ολότελα από τα αμερικάνικα φιλμ της καλοκαιρινής σεζόν και αυτό είναι η αίσθηση χαλαρότητας που αποπνέει. Η ταινία θέλει να σε ευχαριστήσει που την παρακολούθησες και έπειτα να σε αφήσει να συνεχίσεις το καλοκαίρι σου. Μία πραγματικά έντιμη απόκριση προς τους/τις θεατές που την παρακολουθούν. Ο ρυθμός ίσως να έχει θέματα, η πλοκή να αντιμετωπίζει ζητήματα συνοχής, ακόμα και οι ερμηνείες να είναι κάπου αποστασιοποιημένες ή υπερβολικές. Το θέμα είναι ότι παρά τα προβλήματα παραμένει μετά από 25 χρόνια μία εξαιρετικά ευχάριστη εμπειρία θέασης.

Θα έβαζα κατ' επιλογή ένα 7,5/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».


Διάρκεια: 2 ώρες και 3 λεπτά

Είδος: Κατασκοπική Δράση

Σκηνοθεσία: Τζόν Γού 

Πρωταγωνιστές: Τόμ Κρούζ, Θάντι Νιούτον, Ντάγκρεϊ Σκότ, Βιν Ρέιμς.

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #JohnWoo #MissionImpossible2 #Action #SpyThriller #TomCruise #ThandieNewton







 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις