«Ανδρομάχη» (2025): Η Παράσταση Που Γεφυρώνει 2.500 Χρόνια Ελληνικής Τραγωδίας!

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Για άλλη μία φορά θα κάνουμε ένα διάλειμμα από το μακροσκελές κινηματογραφικό μας αφιέρωμα και θα ασχοληθούμε με τα θεατρικά δρώμενα. Θα μιλήσουμε για ένα έργο, που εκ πρώτης άποψης αδίκως υποτιμήθηκε. Στην πραγματικότητα ίσως και να γίνεται λόγος για μία από τις αρτιότερες και καλύτερες παραστάσεις της θερινής περιόδου. Ο λόγος λοιπόν για την παράσταση του διαχρονικού και καθολικού τραγικού ποιητή Ευριπίδη με τίτλο: «Ανδρομάχη» (427-425 π.Χ.). Πρόκειται για ένα έργο, το οποίο θεωρήθηκε πρωτοποριακό ήδη από την εποχή του! Τα μηνύματα και τα νοήματα του προβληματίζουν ακόμα και σήμερα, με την παράσταση να καταφέρνει να μιλήσει στους/στις θεατές για επίκαιρα ζητήματα, παρά το χρονικό χάσμα που τους χωρίζει. Πάμε λοιπόν να δούμε με ποιον τρόπο παρουσιάστηκε το αρχαίο δράμα στη σύγχρονη ελληνική σκηνή από την εταιρεία παραγωγής «Θεάτρου Τέχνης Ε.Ε.».

Πλοκή;

Βρισκόμαστε μετά την άλωση της Τροίας, στην πόλη της Φθίας. Ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα έχει πάρει την Ανδρομάχη, σύζυγο του Έκτορα ως λάφυρο και σκλάβα πολέμου. Μαζί της έχει αποκτήσει έναν γιο, τον Μολοσσό. Νυμφεύεται με συμμαχικό σκοπό την Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου. Κάποια στιγμή, ο Νεοπτόλεμος φεύγει από το ανάκτορο του Πυλέα για να πάει στο ιερό του Απόλλωνα. Αυτή είναι η ευκαιρία της Ερμιόνης να εξολοθρεύσει την Ανδρομάχη και τον γιο της. Μέσα σε ένα κλίμα απειλής και πλεκτάνης, ύβρις και τιμωρίας, η Ανδρομάχη θα κληθεί να ορθώσει το ανάστημά της έναντι αρχών και δυνάμεων που την ξεπερνούν και μηχανεύονται την εξόντωση της.

«Στην σκηνή της σκηνοθέτιδος»:

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως άλλωστε και στην προηγούμενη παράσταση που δημοσιεύσαμε και μιλήσαμε, η κύρια δημιουργός αναλαμβάνει αρκετές ευθύνες, ενώ βρίσκεται εμπρός, και πίσω από την κεντρική σκηνή. Αυτή δεν είναι άλλη από την Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία επιστρέφει στα θεατρικά τεκταινόμενα με μία νέα τραγωδία. Αναφορικά με το έργο, επωμίζεται την σκηνοθεσία και είναι υπεύθυνη τόσο για την απόδοση όσο και για τη δραματουργική επεξεργασία της μετάφρασης του Γεωργίου Β. Τσοκόπουλου. Με βοηθούς της την Εύη Νάκου (σκηνοθεσία) και την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου (δραματουργική επεξεργασία) καταφέρνει να μεταφέρει το έργο με τρόπο που σέβεται την κληρονομία του αρχαίου θεάτρου, διατηρώντας παράλληλα έναν μοντέρνο και φρέσκο αέρα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο πυλώνων βρίσκεται σε άψογη εναρμόνιση θέτοντας τα θεμέλια για μία κορυφαία μεταφορά.

Η πρώτη επιλογή που αλλάζει το πλαίσιο και κινείται προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση γεφύρωσης και συμφιλίωσης είναι η ανάληψη γυναικείων ρόλων από άνδρες ηθοποιούς. Αυτή η κίνηση ίσως να προβλημάτισε το σύγχρονο κοινό που ήδη έχει δεχθεί μία πίεση στα πλαίσια της αποκαλούμενης «woke κουλτούρας». Ας μη ξεχνάμε όμως ότι αυτή η πρακτική ήταν η απολύτως συνήθης κατά την αρχαιότητα, αλλά και τους αιώνες που ακολούθησαν. Χρειάστηκε να φθάσουμε τον 16ο αιώνα για να συντελεστεί ζωτικής σημασίας μεταβολή. Παρά το γεγονός λοιπόν πως το θέατρο έχει απομακρυνθεί από αυτή την τεχνική, η επιστροφή της διαμορφώνει περιβάλλον πρόκλησης για τους θεατές και τους ηθοποιούς αμφότερους. Κάθε προβληματισμός και υπόνοια καταρρέουν, καθώς αποδεικνύεται έμπρακτα ότι η προσέγγιση, αν και καλλιτεχνικά «αναχρονιστική», κρίνεται απολύτως ταιριαστή.

Το σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλλη και της κατασκευάστριας Όλγας Κουτρουμάνου είναι άλλο ένα στοιχείο που ακολουθεί την αισθητική του αρχαίου θεάτρου, παρά το γεγονός πως η παράσταση θα βρεθεί σε πλήθος αρχαίων θεατρικών εγκαταστάσεων. Πρόκειται για μία μοκέτα που στέκεται σαν επιστέγασμα στην επιφάνεια της σκηνής. Μοιάζει μάλιστα σα να είναι συνδεδεμένο ένα σύνολο τετραγωνισμένων πέτρινων κομματιών, όπως ακριβώς η επιφάνεια της σκηνής λόγου χάρη της αρχαίας Επιδαύρου. Πάνω σε αυτή την κατασκευή έχει στηθεί στο κέντρο ένα εξίσου πέτρινο σκαμνί, το βήμα, η θέση της πρωταγωνίστριας. Εντούτοις, το σκηνικό δεν ολοκληρώνεται συντηρητικά εκεί. Μία ταινία «LED» φωτισμού καλύπτει περιμετρικά την κατασκευή και δεν αποκαλύπτεται, παρά μόνο σε σκηνές που απουσιάζουν οι λεκτικές ερμηνείες, και το έργο στηρίζεται αποκλειστικά στη δύναμη της ατμόσφαιρας.

Οι φωτισμοί του κυρίου Μπιρμπίλλη συμφωνούν με τον φωτιστικό ελιγμό του σκηνικού, καθώς εργάζονται για την ανάδειξη αυτού, αλλά και των κουστουμιών. Η Βάνα Γιαννούλα υπογράφει στυλιστικά τα κουστούμια των ηθοποιών και ντύνει τους ήρωες με σκούρα υφάσματα ουδέτερων αποχρώσεων. Για τον χαρακτήρα ωστόσο της «Ερμιόνης» επιλέγει ένα λευκής απόχρωσης φόρεμα, όμοιο με νυφικό, με πέπλο, για να αποκρύβει τα ανδρικά χαρακτηριστικά του ερμηνευτή της. Για τον χαρακτήρα δε του βασιλιά «Μενέλαου» η λογική του πλαισίου αλλάζει άρδην. Η κυρία Γιαννούλα επιλέγει μία μοντέρνα στρατιωτικού τύπου στολή σε κυανή απόχρωση, με απώτερο σκοπό να υπογραμμίσει την εξουσία του κράτους, του νικητή. Τέλος, το κουστούμι του ήρωα «Πυλέα» έχει ενδιαφέρον, καθώς είναι κουρελιασμένο, αλλά δίνει την εντύπωση ότι κάποτε μπορεί να αποτελούσε βασιλικό άμφιο. Με την απόχρωση του θερμή και τη στρώση του διπλή, η θεωρία μας δύσκολα ανατρέπεται.

«Στο σανίδι των ηθοποιών»:

Κύριος πρωταγωνιστής στον ρόλο της «Ανδρομάχης» είναι ο Αργύρης Ξάφης. Η παράσταση ανοίγει με τον ηθοποιό, ο οποίος δικαιώνει κάθε καλλιτεχνική επιλογή. Δεν επιτρέπει στο κοινό να αναρωτηθεί και να απορήσει, μέχρι να το κάνει αυτό, ο κύριος Ξάφης έχει συνεπάρει κάθε έναν και κάθε μία από τους/τις θεατές του. Η ερμηνεία του έχει ένταση, έχει πάθος, έχει πόνο και κυβερνά την σκηνή του. Με την πάροδο του έργου, η σκηνική του παρουσία ελαττώνεται αισθητά προς ενίσχυση των συμπρωταγωνιστών του. Αναμφίβολα, το πρώτο κομμάτι της παράστασης του ανήκει και ο ίδιος μεταφέρει μία μοναδική «Ανδρομάχη», που είχαμε και θα έχουμε χρόνια να δούμε ξανά.

Οι συμπρωταγωνιστές του αλληλεπιδρούν μαζί του ισάξια και ισομερώς. Πρώτος είναι ο Τάσος Λέκκας στον ρόλο της «Ερμιόνης». Ο ηθοποιός σε συμφωνία με την Άννα Παγκάλου, υπεύθυνη για τη φωνητική δραματουργία και τον Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου, υπεύθυνο για την κίνηση, μεταφέρει μία εντόνως εξοργισμένη, αλλά συνεσταλμένη «Ερμιόνη». Η χροιά της φωνής του πατάει σε λεπτές νότες, ενώ η κίνηση παραμένει αργή, σταθερή, αλλά όχι ήρεμη. Υπάρχει δριμεία νευρικότητα προς το πρόσωπο του χαρακτήρα της «Ανδρομάχης», η οποία αποτυπώνεται στη φωνή.

Επόμενος συμπρωταγωνιστής και συνάμα ανταγωνιστής είναι ο Γιάννης Νταλιάνης στον ρόλο του «Μενέλαου». Ο ηθοποιός εισέρχεται στον χώρο της σκηνής με μία ευρεία άνεση, σαν να του ανήκει, να δεσπόζει σε αυτή, όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν κατακτητή και νικητή. Η χημεία του με τον Αργύρη Ξάφη είναι δεδομένη, με τα καλύτερα και πιο αιχμηρά κομμάτια του κειμένου να ανταλλάσσονται ανάμεσα τους. Παίζει με μία βεβιασμένη ανωτερότητα, κατεξοχήν στοιχείο του χαρακτήρα του και δεν επιτρέπει σε κανέναν να παρέμβει και να διαταράξει την εικόνα αυτή.  

Η δυναμική όμως με τον Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του «Πυλέα» είναι εκείνη που καλύπτει το κενό από την απουσία του κυρίου Ξάφη. Οι δύο τους βρίσκονται σε μία κούρσα σύγκρισης και σύγκρουσης δυνάμεων, με τον κύριο Πιατά να του επιτρέπεται να κερδίσει. Η ερμηνεία του στηρίζεται στο γεγονός ότι είναι βαριά ανήμπορος και ηλικιωμένος, κάτι που εκμεταλλεύεται ο ηθοποιός υπέρ του, για να φέρει επί σκηνής ένα ενσαρκωμένο περασμένο μεγαλείο. Καταλήγει τελικά να είναι ένας από τους πιο τραγικούς χαρακτήρες με τον Δημήτρη Πιατά να μας χαρίζει δυνατές υποκριτικές «εκρήξεις».


Κλείνοντας, ο χορός των Δημήτρη Γεωργιάδη, Νώντα Δαμόπουλο, Δημήτρη Μαμιό, Γιάννη Μάνθο, Κωνσταντίνο Πασσά και Γιώργο Φασουλά καταφέρνει να αναδειχθεί μέσα από τις εξαίρετες ερμηνείες των προαναφερόμενων. Μάλιστα, είναι από τα λιγοστά πια σχήματα χορού που καλείται πραγματικά να τραγουδήσει και να χορέψει επί σκηνής. Η καταλυτική στιγμή του χορού είναι η αντίστοιχη του πυρρίχιου, που οι φωτισμοί χαμηλώνουν και οι ερμηνευτές σφιχταγκαλιάζονται, μία από τις πιο ατμοσφαιρικές σκηνές του έργου. Βέβαια, κάθε ένας από τους χορευτές αναλαμβάνει και έναν μικρό επώνυμο ρόλο στην παράσταση, με τον Νώντα Δαμόπουλο να ξεχωρίζει ως «Νεοπτόλεμος» σε μία από τις καλύτερες σκηνές του έργου. 


Τέλος, κομμάτι ενός ευρύτερου ανεξάρτητου χορού είναι η Μαρία Πρωτόπαππα και η Στέλλα Γκίκα. Η πρώτη λειτουργεί σαν αφηγήτρια ως έναν βαθμό με διαρκή παρουσία στην σκηνή, ενώ η δεύτερη πλαισιώνει στα μουσικά κομμάτια του καλλιτέχνη Λόλεκ.

Clap-Clap:

Επιλογικά, ελάχιστα έχουν απομείνει να ειπωθούν για αυτή την αριστουργηματική γεμάτη δεξιοτεχνία παράσταση. Αναμφίβολα, αποτελεί πλέον θεατρικό γεγονός και ελπίζουμε να λάβει την αναγνώριση που αξίζει. Ο κόσμος της Θεσσαλονίκης δεν τίμησε το έργο, όπως άρμοζε, εξαιτίας αποκομμένων εκφράσεων και διφορούμενων νοημάτων. Ελπίζουμε στις υπόλοιπες πόλεις, αλλά και στη «μητέρα των μαχών» Επίδαυρο να ξεχωρίσει!


Θα έβαζα με δέος ένα 9,2/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν» 



Διάρκεια: 1 ώρα και 30 λεπτά

Είδος: Τραγωδία 

Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα

Πρωταγωνιστές: Αργύρης Ξάφης, Τάσος Λέκκας, Γιάνης Νταλιάνης, Δημήτρης Πιατάς, Μαρία Πρωτόπαππα, Στέλλα Γκίκα, Δημήτρης Γεωργιάδης, Νώντας Δαμόπουλος, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος, Κωνσταντίνος Πασσάς, Γιώργος Φασουλάς

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΜαρίαΠρωτόπαππα #Ανδρομάχη #Τραγωδία #ΑργύρηςΞάφης #ΤάσοςΛέκκας


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις