«Τζερεμάια Τζόνσον» (1972): Το Έργο Που Επικοινώνησε Μία Ολόκληρη Εποχή!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Το
αφιέρωμα μας στον «Πρίγκιπα των 70ς»,
Ρόμπερτ Ρέντφορντ, συνεχίζεται με
αμείωτο ρυθμό και νέα άρθρα προς συγγραφή (από μεριά μας) και ανάγνωση (από
μεριά σας). Ο λόγος για ένα έργο, που διακατέχεται από μία αίσθηση ανεξαρτησίας, την οποία εξακολουθεί να εμπνέει και να υπηρετεί
πολλά χρόνια μετά την προβολή του. Ο τίτλος; «Τζερεμάια Τζόνσον» (Jeremiah Johnson, 1972). Η ιστορία πίσω του; Θα την ανακαλύψουμε μαζί!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στα μέσα του 19ου αιώνα, κατά τις δεκαετίες 1840-1850. Ο Τζερεμάια Τζόνσον μεταβαίνει στα αποκαλούμενα «Βραχώδη Όρη» για να
ζήσει ως «βουνίσιος». Η απόπειρα του δε θα είναι εύκολη. Στην πορεία θα
βραχεί, θα κρυώσει και θα πεινάσει, αλλά δε θα αργήσει να συναντήσει ομοϊδεάτες
του, που θα τον βοηθήσουν. Η διαμονή του στα βουνά, μαζί με τις δυσκολίες και
τους κινδύνους, θα γίνει τρόπος ζωής για
τον Τζόνσον, ο οποίος έχει πλέον μία ιδιόμορφη οικογένεια. Μέσα σε ένα κλίμα απόλυτης ελευθερίας,
αντίξοων καιρικών συνθηκών και θανάσιμων κινδύνων, ο Τζερεμάια Τζόνσον θα
χτίσει με τα επιτεύγματα του τον ίδιο του τον θρύλο.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Είχαμε
αναφέρει σε προηγούμενη δημοσίευση, ότι
το είδος του «γουέστερν» χάνει ολοένα και περισσότερο τη δυναμική του, όσο η
δεκαετία του ’70 προοδευτικά προχωράει. Οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες από
το είδος ήταν αυξημένες, με τους δημιουργούς να κινούνται σε πιο ρεαλιστικές
και ωμές προσεγγίσεις. Το φιλμ
πραγματεύεται την αληθινή ιστορία του βουνίσιου κυνηγού «Ιερεμία Τζόνσον», ο
οποίος έγινε ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της ινδιάνικης φυλής των
«Κορακιών» (Crow). Η αιματηρή του σύγκρουση με τους ιθαγενείς Ινδιάνους
αποτέλεσε την πλέον κατάλληλη ιδέα για το σενάριο τον Τζόν Μίλιους.
Η
εταιρεία παραγωγής των «Warner Brothers»
ανησύχησε πως το πρότζεκτ δε θα είχε την επιθυμητή επιτυχία, αν δεν υπήρχε ένα
στιβαρό ερμηνευτικό πρόσωπο να προωθήσει το σύνολο του έργου. Αρχικά, πρότειναν
στον Λι Μάρβιν να αναλάβει τον
πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακολούθησε η ασφαλής επιλογή του Κλίντ Ίστγουντ, ο οποίος ήταν το εμπορικότερο όνομα της εποχής του.
Ως σκηνοθέτης ορίστηκε ο Σάμ Πέκινπα,
αλλά οι καλλιτεχνικές αντιπαραθέσεις και
διάφορες ανάμεσα στους δύο άνδρες οδήγησε σε εκούσια έξοδο αμφότερων από
την ταινία. Αυτή ήταν η ευκαιρία του
Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος κατανόησε τη θεματική και τη φιλοσοφία της
ιστορίας.
Δέχτηκε
την πρόταση με δύο όρους. Πρώτα, το
σενάριο θα απομακρυνόταν από την ωμή βία και θα εστίαζε στη δοκιμή του ανθρώπου
να αφήσει τον πολιτισμό και να ζήσει στην ερημιά. Ο δεύτερος όρος ήταν να
αναλάβει την σκηνοθεσία ο Σίντνεϊ Πόλακ.
Οι δύο τους είχαν συνεργαστεί ξανά στο φιλμ με τίτλο: «This property is condemned» (1966). Η αλληλεπίδραση τους όμως σε
αυτό το έργο γέννησε μία σχέση εμπιστοσύνης, στην οποία οφείλονται κορυφαίες ταινίες για τις καριέρες των δύο
ανδρών. Ο δημιουργός που επιλέχθηκε να καθίσει στη θέση ευθύνης τελικά πήρε
μία πολύ σημαντική απόφαση. Άφησε την
ασφάλεια του κινηματογραφικού σετ, και μετέφερε την παραγωγή στο εξωτερικό
υπαίθριο περιβάλλον της Γιούτα.
Ο
Ρέντφορντ επηρέασε τον Πόλακ στην επιλογή του αυτή, καθώς του
ανήκε μία έκταση στην Πολιτεία, και ο
περιβάλλοντας της χώρος ήταν ιδανικός για την ιστορία τους. Οι συνθήκες
γυρίσματος ωστόσο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σε καμία περίπτωση ως ιδανικές.
Οι συντελεστές εμπρός και πίσω από τις
κάμερες επιχειρούσαν σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες, καθιστώντας αυτό που
φθάνει στην οθόνη πραγματικότητα. Ο εξοπλισμός μεταφερόταν με δυσκολία στις
δύσβατες περιοχές και δυσλειτουργούσε από το κρύο. Κατασκευές, όπως η καλύβα του «Τζόνσον» καταστράφηκε
ολοσχερώς από καταιγίδα, ενώ ζώα, όπως άλογα και μουλάρια δε συνεργάζονταν
για τις λήψεις.
Στα
πλαίσια του τελευταίου, μία σκηνή με τον Ρόμπερτ
Ρέντφορντ να επιχειρεί να μετακινήσει ένα μουλάρι που αρνείται να διέλθει
μέσα από το χιόνι, φθάνει στο φιλμ. Ο
καλλιτέχνης λοιπόν βασίστηκε σε αυτές τις μικρές αυθεντικές στιγμές, αλλά και
στις εξωτερικές πομπώδεις τοποθεσίες, για να αναδείξει το μεγαλείο της ιστορίας
του «Τζόνσον». Μέσα από τη διακριτική του προσέγγιση, ο Σίντνεϊ Πόλακ καλύπτει σχεδόν «βασικά» την δράση, με το μοντάζ να δίνει ζωή στον ρυθμό που παρουσιάζει σε ορισμένα σημεία
στασιμότητα. Η αρχική διάρκεια του έργου ανερχόταν στις τρεις ώρες. Ο τόνος από την άλλη παρουσιάζεται σοβαρός,
με μικρές ανάλαφρες στιγμές, αρκετές για να αποδειχθεί στην πράξη η αξία του
όλου εγχειρήματος.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Στον
πρωταγωνιστικό ρόλο συναντούμε τον προαναφερόμενο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο ερμηνευτής παραδέχτηκε πως οι συνθήκες των
γυρισμάτων ήταν οι πιο δύσκολες που είχε αντιμετωπίσει στην καριέρα του. Το πάθος του για το πρότζεκτ όμως δεν του
επέτρεψε να δυσαρεστηθεί. Παρά το κρύο και το υψόμετρο, ο Ρέντφορντ επέλεγε να μένει δίχως
αντικαταστάτη κασκαντέρ για ώρες και να πραγματοποιεί ο ίδιος τις επικίνδυνες σκηνές του. Η κούραση του απεικονίζεται στο πρόσωπο
του, στο κορμί του, πετυχαίνοντας το τελικό αποτέλεσμα που ο ηθοποιός
επιθυμούσε. Άθελά του έγινε ένα σύμβολο εποχής, προβάλλοντας την ιδέα της
αποκέντρωσης και της απομάκρυνσης από μία κοινωνία σε δυσμένεια.
Οι συμπρωταγωνιστές του αποτελούν
μικρούς συναισθηματικούς σταθμούς, από τους οποίους διέρχεται ο χαρακτήρας του. Στην αρχή έχουμε τον Γουίλ Γκιρ, μία έκφανση του «Τζόνσον»
στην περίπτωση που επιλέξει να περάσει όλη του τη ζωή στα βουνά. Στη συνέχεια
έχουμε τον Στεφάν Γκιράς, ο οποίος
είναι μία ημίτρελη εκδοχή του και ιδιαίτερα απολαυστικός στον ρόλο του. Τέλος,
έχουμε την Ντελ Μπόλτον στον ρόλο
της «Σουάν», της ιθαγενούς κόρης των
Ινδιάνων, που αναδεικνύει μία ανθρώπινη πλευρά του ήρωα.
Cut! It’s a wrap:
Κλείνοντας,
η ταινία κατάφερε να είναι το πρώτο
«γουέστερν» που έφθασε και συμμετείχε στο φεστιβάλ κινηματογράφου στις Κάννες.
Αποτυπώνει δύο εποχές, αυτή που πραγματεύεται, αλλά και το εσωτερικό αίσθημα
της εποχής στην οποία κυκλοφόρησε. Ο Ρόμπερτ
Ρέντφορντ δέθηκε με το μέρος και την εμπειρία του από τον ρόλο, γεγονός που
στάθηκε ως αφορμή για το προσωπικό καλλιτεχνικό του πρότζεκτ, το ινστιτούτο και μετέπειτα φεστιβάλ ανεξάρτητου αμερικάνικου
κινηματογράφου «Sundance». Αποφάσισε να το εγκαταστήσει στην Πολιτεία της
Γιούτα, με πληθώρα καλλιτεχνών να
συρρέουν κάθε χρόνο για να αναδείξουν και να ξεχωρίσουν με την καλλιτεχνική
τους φωνή.
Θα έβαζα με την αγριάδα ενός βουνίσιου κυνηγού ένα 8,2/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά
Είδος: Γουέστερν
Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Πόλακ
Πρωταγωνιστές: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Ντέλ Μπόλτον, Γουίλ Γκίρ, Στεφάν Γκιράς
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #SydneyPollack #JeremiahJohnson #Western #RobertRedford
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς