«Το Κεντρί» (1973): Το Colpo Grosso των Νιούμαν και Ρέντφορντ!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Η
σειρά των άρθρων προς τιμήν του απόλυτου σταρ της δεκαετίας του ’70, Ρόμπερτ Ρέντφορντ συνεχίζεται με
αμείωτο ρυθμό. Σε αυτή τη δημοσίευση θα κάνουμε λόγο για το μοναδικό έργο στην
καριέρα του, στο οποίο ο καλλιτέχνης
προτάθηκε για βραβείο όσκαρ καλύτερου ηθοποιού. Ο λόγος για την ταινία με
τίτλο: «Το Κεντρί» (The Sting, 1973). Πάμε λοιπόν να δούμε με ποιον τρόπο το
πείραμα που συντελέστηκε το 1968 με το φιλμ «Butch
Cassidy
and
the
Sundance
Kid» κατέστη συνταγή επιτυχίας μέσα από το εν λόγω έργο
που εξετάζεται!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στην Πολιτεία του Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη δεκαετία του ‘30 και της
«Μεγάλης Ύφεσης». Ο κόσμος για να
επιβιώσει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς καταφεύγει σε εύκολες λύσεις, όπως
απατεωνιές και παρανομίες. Ο Τζόνι
Χούκερ, ανερχόμενος στον χώρο, εμπλέκεται σε μία απάτη που φθάνει μέχρι τα
ανώτερα κλιμάκια της μαφίας και επηρεάζει τη φήμη του σκληροτράχηλου Ντόιλ
Λόνεγκαν. Ο γκάνγκστερ δε θα αφήσει ατιμώρητο τον Χούκερ και θα εξαπολύσει ένα ανθρωποκυνηγητό εναντίον του. Ο νεαρός
απατεώνας θα αναζητήσει τον Χένρι
Γκόντορφ, έναν βετεράνο επί του πεδίου της εξαπάτησης. Μέσα σε ένα κλίμα, προσωπικής εκδίκησης, προσεκτικού σχεδιασμού και
απόλυτου κόλπου απατεωνιάς και εξαπάτησης, ο Γκόντορφ και ο Χούκερ θα στήσουν
τη μεγαλύτερη κομπίνα της παράνομης τους καριέρας.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Στον
πρόλογο, αναφερθήκαμε ευθύς στην ταινία «Butch
Cassidy
and
the
Sundance
Kid» (1968). Η αναφορά μας δεν ήταν τυχαία, καθώς ο δημιουργός που βρέθηκε και κάθισε
στη θέση του σκηνοθέτη τότε, γυρίζει τώρα και αναλαμβάνει τα καλλιτεχνικά ηνία
ξανά. Το όνομα του; Τζόρτζ Ρόι Χίλ!
Οι απαιτήσεις; Πολλές! Οι
προσδοκίες; Αυξημένες! Ο καλλιτέχνης
όμως διαθέτει στη σκηνοθετική του φαρέτρα δύο εξίσου σημαντικά στοιχεία, που
του επιτρέπουν να επαναλάβει το πείραμα και να πετύχει. Αυτά είναι αφενός η εμπειρία που αποκόμισε, αφετέρου η επιτυχία της δημιουργικής
του προσέγγισης.
Ο
Χίλ καταπιάνεται για άλλη μία φορά
με ένα σενάριο που βασίζεται ως έναν βαθμό σε αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις,
και τοποθετείται στο παρελθόν, σε ιστορική πια περίοδο. Δεν απομακρύνεται εντούτοις από τον θεματικό άξονα που εισηγήθηκε στο
προηγούμενο του φιλμ. Στο έργο αυτό, όπως άλλωστε και στο προηγούμενο που
επιμελήθηκε, οι πρωταγωνιστές μας είναι παράνομοι και ανήκουν στο ευρύ φάσμα
του υποκόσμου. Φροντίζει ωστόσο να
αναδείξει τα επίπεδα της παραβατικότητας και να ξεχωρίσει πρόσωπα και κίνητρα.
Αυτός είναι και ο λόγος που δίνει διαφορετικά χαρακτηριστικά στις δύο αντιμαχόμενες
πλευρές, παρά το γεγονός ότι μοιράζονται μία κοινή παράνομη δράση. Οι ήρωες είναι γοητευτικοί, ευγενείς και έχουν
ηθικούς κανόνες, με τους ανταγωνιστές να αποτελούν σκοτεινό αντικατοπτρισμό τους.
Ο
σκηνοθέτης, βαθύτατα επηρεασμένος από το
κλασικό «Χόλυγουντ» της δεκαετίας του ‘30 ακολουθεί ορισμένες νόρμες της εποχής.
Για να προσδώσει μεγαλύτερη πιστότητα στην ατμόσφαιρα της ταινίας του, χρησιμοποιεί
το αυθεντικό λογότυπο της εταιρείας παραγωγής «Universal» κατά τους τίτλους αρχής. Δε μένει μόνο εκεί, κατά το πέρας του φιλμ του ξεπηδούν συνέχεια αυτού
του είδους μικρές λεπτομέρειες που ενημερώνουν συνειδητά το ασυνείδητο. Αναφορικά
με τα γυρίσματα, η παραγωγή του δεν κλείνεται μονάχα στο κινηματογραφικό σετ. Επιλέγονται γειτονιές τόσο στο Λος Άντζελες,
όσο και στον ευρύτερο χώρο της Καλιφόρνια, που έχουν διατηρήσει έναν ρετρό
χαρακτήρα. Ακόμα, αυτές ενισχύονται περαιτέρω με πληθώρα οχημάτων της εποχής
και βοηθητικούς ηθοποιούς. Η χρήση του εσωτερικού σετ από την άλλη γίνεται με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με ορισμένες
κατασκευές, όπως εκείνη του τραίνου, να καταφέρνουν να ξεγελάσουν και τους πιο
έμπειρους/ες θεατές.
Όσον
αφορά την σκηνοθετική του κατεύθυνση αυτή καθ’ αυτή, ο Τζόρτζ Ρόι Χίλ αντιμετωπίζει το έργο του σαν ένα πλάνο εξαπάτησης
τόσο εντός, όσο και εκτός των πλαισίων της ταινίας του. Με τη χρήση
κεφαλαίων, τα οποία εναλλάσσονται πριν την εισαγωγή του εκάστοτε μέρους του
σχεδίου, και ένα διακριτικό μοντάζ, που αντί να κόβει τις σκηνές, τις ξεφυλλίζει,
ο σκηνοθέτης εντάσσει το κοινό του στον
σχεδιασμό της κομπίνας. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως θα τους χαρίσει όλες τις
πτυχές αυτού του καλοστημένου πλάνου. Όχι!
Αυτός ακριβώς όμως είναι ο λόγος της καθολικής αποδοχής και επιτυχίας του φιλμ.
Ο ρυθμός του είναι τρομερός, οι προαναφερόμενες
τεχνικές τον ανανεώνουν και η σεβαστή του διάρκεια αποκρύπτεται τεχνηέντως.
Ο τόνος από την άλλη
αμφιταλαντεύεται ισορροπημένα ανάμεσα στις θεματικές, με το να αυξομειώνεται κατά το κυρίαρχο δοκούν της εκάστοτε σεκάνς.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Ομάδα
που αποφέρει επιτυχία και κέρδη δε δύναται να αλλάξει. Ο Πώλ Νιούμαν και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ συναντιούνται ξανά στο κινηματογραφικό
σετ και δίχως να χάσουν χρόνο συνεπαίρνουν την ιδέα, το κείμενο, το σενάριο και
λοιπές ερμηνείες. Ο πρώτος, στον ρόλο του «Χένρι Γκόντορφ» έχει ξεπεράσει πλήρως τους ενδοιασμούς του για
πετυχημένη ή μη επικοινωνία κωμικής διάθεσης και προσεγγίζει τον ήρωα με παιγνιώδη τρόπο. Το βλέμμα του Νιούμαν όμως διατηρεί μία διαρκή
προσγειωμένη σοβαρότητα, γεγονός που
αναδεικνύει τον κίνδυνο του φιλόδοξου εγχειρήματος.
Ο
δεύτερος, στον ρόλο του «Τζόνι Μπούκερ»
από την άλλη παραδίδει μία από τις πιο εκδηλωτικές και εκφραστικές ερμηνείες της
καριέρας του. Ο Ρέντφορντ, γνώριμος για
το υποκριτικό του μέτρο, σε αυτό το έργο είναι αχαλίνωτος. Κάθε κεφάλαιο
και ένα του συναίσθημα σε πλήρη προοδευτική ανάπτυξη. Δεν είναι σύνηθες, μα το κάνει εξαιρετικά και εντείνει στη
συνολική ποιότητα της ταινίας.
Βέβαια,
οι ερμηνευτές που πλαισιώνουν το
πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι εξίσου καλοί και έχουν τους μικρούς τους θριάμβους
μέσα από την αλληλουχία σκηνών. Ο Ρόμπερτ
Σό είναι μία κινητή ελεγχόμενη -για την ώρα- έκρηξη που επιθυμεί να της δοθεί
το κατάλληλο ερέθισμα που θα την πυροδοτήσει. Ο ηθοποιός είναι ένας από τους διασημότερους ανταγωνιστές εκείνης της κινηματογραφικής
περιόδου και για πολλοστή φορά αποδεικνύει έμπρακτα την υποκριτική του αξία.
Μάλιστα, προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο Σό τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι
του. Εκεί που ένας λιγότερο παθιασμένος ερμηνευτής θα αποχωρούσε ή θα ζητούσε
πίστωση χρόνου, ο βετεράνος ηθοποιός
εντάσσει τον τραυματισμό του στον ρόλο και κατά το πέρας του φιλμ αδυνατεί να
περπατήσει με ισορροπία. Κανένας και καμία που έχει παρακολουθήσει το έργο
δεν μπορεί να φανταστεί τον «Ντόιλ
Λόνεγκαν» να μην κουτσαίνει.
Ακόμα,
οι Τσάρλς Ντέρνινγκ, Αϊλίν Μπρέναν και Χάρολντ Γκούλντ επιτελούν το ερμηνευτικό τους έργο με περίσσια
άνεση, ώστε να μη διστάσουν να προβούν σε ευφυείς αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι
φθάνουν στην ταινία.
Cut! It’a
wrap:
Κλείνοντας,
το φιλμ αποτελεί μία από τις κορυφαίες
εισαγωγές του είδους. Κατά κάποιον τρόπο διαμορφώνει το δικό της πλαίσιο
και ορίζει εκ νέου τους κανόνες. Δεν
είναι τυχαίο ότι έπειτα από την κυκλοφορία της δεν άργησε να υιοθετηθεί αυτό το
μοτίβο και να επηρεάσει καλλιτέχνες και καριέρες. Το έργο απέσπασε επτά
βραβεία όσκαρ, ανάμεσα στα οποία ήταν καλύτερης
σκηνοθεσίας, σεναρίου, παραγωγής και ένδυσης. Η σκηνοθετική προσέγγιση, η απεικόνισης της εποχής, και η
αξεπέραστη χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές συναποτέλεσαν σε έναν καθολικό κινηματογραφικό θρίαμβο!
Θα έβαζα δίχως κίνητρο εξαπάτησης ένα 9,1/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 2 ώρες και 9
λεπτά
Είδος: Εγκλήματος
Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Τζόρτζ Ρόι
Χίλ
Πρωταγωνιστές: Πώλ
Νιούμαν, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Ρόμπερτ Σό
#ΓιώργοςΤοκμακίδης
#GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη
#Κριτική #Κινηματογράφος #GeorgeRoyHill #TheSting #Crime #PaulNewman #RobertRedford
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς