«Η Μητέρα Του Σκύλου» (2025): Μία Χαμένη Ευκαιρία ή Μία Παρεξηγημένη Απόδοση;

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Με το που ολοκληρώθηκε το θερινό κινηματογραφικό αφιέρωμα, θα ήταν σχεδόν αδύνατον να μη γυρίσουμε σελίδα με μία νέα δημοσίευση, ενός θεατρικού έργου αυτή τη φορά. Ο λόγος λοιπόν για τη διασκευή του βιβλίου του Παύλου Μάτεσι σε θεατρική παράσταση με ομώνυμο τίτλο: «Η Μητέρα Του Σκύλου». Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο μεταφέρθηκε στη σύγχρονη θεατρική ελληνική σκηνή το κατά τα άλλα πολυαγαπημένο και πολυδιαβασμένο βιβλίο.

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στην κατοχική Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’40. Γερμανοί και Ιταλοί έχουν επιβάλλει τη δική τους εξουσία στην Αθήνα και τα χωριά. Μία φτωχή οικογένεια αποπειράται να επιβιώσει σε αυτό το ασφυκτικό και εφιαλτικό πλαίσιο. Η μικρή «Ρουμπίνι», η οποία θα μετονομαστεί σε «Ραραού» γίνεται μάρτυρας μίας σειράς γεγονότων που θα την στιγματίσουν για το υπόλοιπο της ζωής της. Μέσα σε ένα κλίμα θλίψης και περιθωρίου, ρεαλισμού και φαντασίας, η Ραραού θα βρει το προσωπικό της καταφύγιο στο θεατρικό σανίδι και θα αφεθεί ελεύθερη στις μεγαλομανείς της σκέψεις.

«Στην σκηνή του σκηνοθέτη»:

Κοινωνός της διασκευής από τη σελίδα στο σανίδι ορίζεται ο πολυτάλαντος Κώστας Γάκης. Έχουμε δει τον καλλιτέχνη να βρίσκεται τόσο στο προσκήνιο, σε έργα όπως «Η Ιστορία Ενός Σκύλου Που Τον Έλεγαν Πιστό», αλλά και παρασκηνιακά σε παραστάσεις όπως «Κάθε Πέμπτη, Κύριε Γκρίν». Τα κύρια χαρακτηριστικά της σκηνοθετικής του προσέγγισης είναι ο μικρός αριθμός ερμηνευτών επί την σκηνή, και οι ευρηματικές του ιδέες προς αυτούς/αυτές. Στην προκειμένη περίπτωση, το πλαίσιο αλλάζει άρδην, καθώς έχει αναλάβει την καθοδήγηση ενός πολυπληθή θιάσου σε ένα εξίσου «απλωμένο σκηνικό». Η μέθοδος όμως παραμένει η ίδια, με τους ηθοποιούς να επιστρατεύουν όλους τους μύες των κορμιών τους, καθώς υποδύονται τον έναν ήρωα ή ηρωίδα μετά τον άλλον/άλλη.

Ο κύριος Γάκης με την βοηθό του Νατάσσα Φαίη Κοσμίδου επιδιώκουν να υπηρετήσουν κατά γράμμα τη διασκευή της πρωταγωνίστριας Υρώ Μανέ και της Κατερίνας Γιαννάκου. Η μεταφορά προβλέπει την απόδοση του δράματος με έναν ανάλαφρο -όπου το επιτρέπει η ιστορία- τρόπο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μετά από μία δραματική απόδοση, δίνεται μία σπαρταριστή ατάκα ή μία κωμικά νευρική κίνηση-χειρονομία. Η διάρκεια εντούτοις δεν κάνει χάρες, μήτε στους/στις ηθοποιούς, μήτε στους/στις θεατές. Επιλέγεται συνειδητά να αποδοθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου για μέγιστη πιστότητα στο πρωτογενές υλικό. Το θέμα είναι ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα η προσέγγιση να αποπνέει μία κούραση που συνεπαίρνει τον ρυθμό. Γίνονται προσπάθειες για διατήρηση ισορροπιών, αλλά αυτές επιτυγχάνονται μονάχα στο τονικό κομμάτι.

Στα πλαίσια του τελευταίου, αυτό θυμίζει κάτι από την παλιά αισθητική των περιοδευόντων θιάσων και της επιθεώρησης της εποχής. Η Άση Δημητροπούλου αποφασίζει να στήσει μία ξύλινη πλατφόρμα στο κέντρο της σκηνής, όπου διαδραματίζεται η κυρίως δράση. Γύρω από αυτή, σε ημικύκλια θέση έχουν στηθεί με τη συνδρομή της βοηθού σκηνογράφου Χριστίνας Οικονόμου, τρία περιγράμματα πορτών. Αυτά θυμίζουν και παραπέμπουν περισσότερο σε καμαρίνια, παρά σε πύλες από τις οποίες διέρχονται οι χαρακτήρες. Ακολουθεί μια ξύλινη κατασκευή για να αποδοθεί η πενία και η φτώχεια της περιοχής και πίσω από αυτό μία οθόνη για να εντείνει «ζωντανά» την ατμόσφαιρα στην αφήγηση. Το σκηνικό της κυρίας Δημητροπούλου ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση ενός ιατρικού γραφείο αριστερά της συνολικής σκηνής, ένας εξωτερικός παρατηρητής εντός της παράστασης.

Η ένδυση των ηθοποιών αποδίδεται στην Χαρά Τσουβαλά και την Εύα Κουρελιά που επιμελούνται από κοινού τα κουστούμια. Επιλέγουν ως επί το πλείστον ρούχα της εποχής, που αναδεικνύουν το πλαίσιο της ιστορίας. Ο χαρακτήρας της «Ραραού» ξεγλιστράει από το σύνολο και εμφανίζεται με πιο εκθαμβωτικά ρούχα, στοιχείο της μεταβολής της εποχής. Οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη παρουσιάζονται σε γενικές γραμμές ουδέτεροι. Αναμφίβολα, μεταβάλλονται με παιγνιώδη και πολύχρωμο τρόπο στα μουσικά νούμερα του έργου, αλλά διατηρούν σε ένα μεγάλο μέρος της παράστασης μία σταθερή απόχρωση.

«Στο σανίδι των ηθοποιών»:

Ο θίασος αποτελείται από έντεκα ηθοποιούς ερμηνεύοντας πάνω από είκοσι χαρακτήρες.

Πρωταγωνίστρια του έργου δεν είναι άλλη από την Υρώ Μανέ στον ρόλο της μοναδικής «Ραραού». Πέρα από τη διασκευή αναλαμβάνει και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Η ερμηνεύτρια δίνει τον καλύτερο της εαυτό στον ρόλο μεταφέροντας την πολυδιάστατη προσωπικότητα της ηρωίδας. Μαζί με τον Κώστα Γάκη δοκιμάζουν τις ισορροπίες του κειμένου, με την κυρία Μανέ να επιδεικνύει εξαιρετική άνεση στο να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Ορισμένες στιγμές και προς το τέλος, η μεταβολή μεταξύ των ειδών, αλλά και ψυχισμών γίνεται με ελάχιστη διαφορά, απόδειξη της υποκριτικής τέχνης της ηθοποιού.

Οι ενστάσεις μας για τη διασκευή αναφέρθηκαν ήδη. Αυτό όμως για το οποίο δεν έγινε λόγος, είναι η αποτύπωση αυτής επί τη σκηνή. Η Υρώ Μανέ καλείται να κρατήσει στους ερμηνευτικούς της ώμους όλο το έργο, μα καθώς κατευθύνεται στην κλιμάκωση, προβαίνει σε επαναλήψεις, οι οποίες ίσως κουράσουν.

Βέβαια, γύρω από την κυρία Μανέ συγκεντρώνεται ένα ευτυχές ερμηνευτικό σύνολο. Ο Σπύρος Μπιμπίλας ενσαρκώνει μία σειρά από ρόλους και ενισχύει το κωμικό στοιχειό. Αρχίζει ως ένας ανορθόδοξος παππάς, για να συνεχίσει ως καρικατούρα πολιτικού και να καταλήξει θιασάρχης. Η Τάνια Τρύπη από την άλλη αναλαμβάνει να μεταφέρει μία παθιασμένη ηρωίδα με φλογερό ταπεραμέντο. Ο μονόλογος της κερδίζει επάξια το υπέρ θερμό χειροκρότημα του κοινού. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης αποτελεί μία ρεαλιστική νότα στην παράσταση. Είναι ο σύνδεσμος του κοινού με την ιστορία, αλλά και της πρωταγωνίστριας με την πραγματικότητα. Δεν είναι ο μόνος ρόλος εντούτοις που μεταφέρει. Στον δεύτερο αντίστοιχο (που δε θα αποκαλύψουμε) είναι κυνικά και απολαυστικά αστείος.

Στο έργο συμμετέχουν και οι Μαριαλένα Ροζάκη, Γιάννης Βασιλώττος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Νατάσα–Φαίη Κοσμίδου, Στράτος Νταλαμάγκος και Γιώργης Παρταλίδης ερμηνεύοντας πληθώρα ρόλων και χαρακτήρων. Ο κύριος Βασιλώττος ως σακάτης βετεράνος και ο κύριος Νταλαμάγκος ως χωροφύλακας ακολουθούν το θεματικό διάβημα του κυρίου Μπιμπίλα και ενισχύουν την κωμική ατμόσφαιρα, δίνοντας μία νέα πνοή στο έργο.

Clap-Clap:

Κλείνοντας, οι συντελεστές εμπρός και πίσω από την σκηνή πράττουν τα δέοντα για μία αξία μεταφορά του βιβλίου. Η σκηνή παρουσιάζεται ενισχυμένη με την παρουσία μουσικών σε αυτή, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στα μουσικά νούμερα και στη μεταφορά των κομματιών του Σταμάτη Κραουνάκη. Η διασκευή θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ακολουθώντας μία περισσότερο φειδωλή κατεύθυνση, αν και οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό για να καλύψουν οποιαδήποτε περιττή παράταση δόθηκε.

Θα έβαζα με προβληματισμό ένα 7,1/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».

Διάρκεια: 1 ώρα και 50 λεπτά

Είδος: Δράμα Κωμωδία

Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης

Πρωταγωνιστές: Υρώ Μανέ, Σπύρος Μπιμπίλας, Τάνια Τρύπη, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Μαριαλένα Ροζάκη, Γιάννης Βασιλώττος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Νατάσα–Φαίη Κοσμίδου, Στράτος Νταλαμάγκος και Γιώργης Παρταλίδης.

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΚώσταςΓάκης #ΗΜητέραΤουΣκύλου #Δράμα #ΥρωώΜανέ #ΤάνιαΤρύπη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις