Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Όγδοο: "Αποφάσεις Και Αποκαλύψεις"
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο έβδομο μας κεφάλαιο με τίτλο "Φωτιά Και Σκιά" είδαμε την οικογένεια Πέβενσι και τον Έραγκον να έρχονται αντιμέτωπο με τους χειρότερους τους φόβους. Στο νέο, όγδοο κεφάλαιο με τίτλο: "Αποφάσεις Και Αποκαλύψεις" θα δούμε πως οι νέοι ήρωες, ο Ρόραν και ο γέρος δρακοαναβάτης, αποφασίζουν και αποκαλύπτουν τη συνέχεια της ιστορίας.
Ο αέρας μύριζε καμένο σανίδι και στάχτη. Ο Έντμουντ προχωρούσε δίπλα στον Όρικ και τον Ρόραν μέσα από τα ερείπια του χωριού. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπη και αίμα, σπασμένα εργαλεία, άδεια καρότσια. Οι στάβλοι είχαν γίνει σωροί καπνισμένων δοκαριών, κι εδώ κι εκεί, νεκρά ζώα σάπιζαν μέσα στη βουβή σιωπή. Οι Ούργκαλ ακολουθούσαν πίσω τους, σαν μαύρη νεκρική πομπή, τραβώντας βλέμματα γεμάτα τρόμο από τους χωρικούς.
Ο Ρόραν κρατούσε τον λαιμό του, όπου μια επιφανειακή πληγή άφηνε ακόμα σημάδι από την αλυσίδα που του είχαν φορέσει οι Ράζακ κατά τη διάρκεια της μάχης. Στάθηκε μπροστά σε μια γυναίκα που έδενε πρόχειρα το τραύμα ενός παιδιού με καπνισμένα κουρέλια.
«Η Κάτρνα… πού είναι η Κάτρνα;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Η γυναίκα τον κοίταξε με λύπη. «Ο πατέρας της… ο Σλόαν… την έχει κλειδώσει στο σπίτι τους. Δεν άφηνε κανέναν να την δει.»
Χωρίς άλλη λέξη, ο Ρόραν όρμησε μπροστά. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν μέχρι το κρεοπωλείο του Σλόαν. Το κτίσμα τυλιγόταν ήδη στις φλόγες. Το αίμα από τα σφαχτάρια έτρεχε μαζί με το νερό που έριχναν οι χωρικοί, σχηματίζοντας κόκκινες λίμνες στους υπάρχοντες κρατήρες.
«Στο σπίτι του!» φώναξε ο Όρικ.
Έτρεξαν. Μα όταν έφτασαν, βρήκαν τον Σλόαν γονατιστό, μπροστά στα χαλάσματα. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από τις κόκκινες ανταύγειες της φωτιάς, και στα μάτια του υπήρχε κάτι άγριο, κάτι σκληρό, κάτι στοιχειωμένο.
«Την πήραν… μου την πήραν!» ψέλλισε. «Οι Ράζακ… μου την πήραν για να σε τσακίσουν, Ρόραν.»
Ο Ρόραν έσφιξε τις γροθιές του. «Ήξερες! Ήξερες ότι δεν ήταν στο σπίτι σας ασφαλής κι όμως την κλείδωσες εκεί σφραγίζοντας τη μοίρα της!»
Ο Σλόαν σήκωσε το κεφάλι με πείσμα. «Καλύτερα να παραδοθείς. Δεν είσαι ηγέτης, είσαι προδότης του στέμματος. Θα κάψουν το Κάρβαχολ μας, ειτε μείνεις, είτε φύγεις. Παραδώσου και αντιμετώπισε τις συνέπειες!»
Η φλέβα στο μέτωπο του Ρόραν πετάχτηκε. Ύψωσε το χέρι του έτοιμος να τον χτυπήσει, μα σταμάτησε. Τρεμούλιασε, πάλεψε με τον θυμό του, και χαμήλωσε το χέρι του.
«Είμαι η μοναδική ελπίδα που έχει ο τόπος μας, έπρεπε να με εμπιστευτείς…» είπε με φωνή σφιγμένη.
Η σιωπή κράτησε μέχρι που ο ήλιος χάθηκε. Ο Έντμουντ πλησίασε. «Δεν έχουμε χρόνο. Η νύχτα είναι η μόνη μας ελπίδα. Αν μείνουμε, όλοι θα πεθάνουμε εδώ. Νέες λεγεώνες του Γκαλμπατόριξ καταφθάνουν ολημερίς. Αν φύγουμε τώρα, μπορούμε να σωθούμε. Θα πάμε στους Βάρντεν, ο Έραγκον, η Σαφίρα και τα αδέλφια μου ετοιμάζονται για πόλεμο! Είναι η μόνη μας ελπίδα…»
Ο Ρόραν γνώριζε τι ήταν καλύτερο για τον λαό του. Αν πήγαιναν όμως προς τους Βάρντεν, αυτό θα σήμαινε ότι θα απομακρυνόταν ακόμα περισσότερο από την Κάτρνα, την αγαπημένη του. Το καθήκον όμως έρχεται πάντα πρώτο για κάποιον που επιθυμεί να λάβει το χρίσμα του ηγέτη.
Λίγο πιο πέρα ακούστηκε το πρώτο βούισμα. Ένας πύρινος βράχος έσκισε τον αέρα και χτύπησε μια στέγη, σκορπώντας σπίθες και κάρβουνα. Ένας δεύτερος, κι έπειτα κι άλλος, έκαναν το χωριό να λάμψει σαν φούρνος. Οι καταπέλτες των Ράζακ άρχισαν τον βομβαρδισμό. Η αυγή θα έφερνε και νέα απόπειρα άλωσης του χωριού.
Ο Όρικ έβαλε το χέρι στον ώμο του Έντμουντ. «Ώρα να φανείς ηγέτης, αγόρι μου. Ήρθε η ώρα να θυσιάσεις τους Ούργκαλ σου για να σωθεί αυτός ο δυστυχισμένος όχλος…»
Ο Έντμουντ, σφιγμένος αλλά αποφασισμένος, γύρισε προς τους Ούργκαλ. «Τώρα, πολεμιστές μου! Κάντε έξοδο! Καθυστερήστε τους! Σκοτώστε, όσους περισσότερους μπορείτε και ανοίξτε μας δρόμο!»
Ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό σηκώθηκε, καθώς οι Ούργκαλ όρμησαν προς τις φωτιές. Οι κάτοικοι, οδηγημένοι από τον Ρόραν και τον Όρικ, έσπασαν τις πόρτες και τα σοκάκια, τρέχοντας στο δάσος με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ο καπνός σκέπαζε τον ουρανό, κι ανάμεσα στις φλόγες, ο Έντμουντ ένιωσε για πρώτη φορά το βάρος της ευθύνης να τον πλακώνει σαν πανοπλία.
Η γη γύρω τους ακόμα κάπνιζε από τη μάχη. Τα φύλλα έπεφταν αργά, σαν να προσπαθούσε το δάσος να σβήσει τη μνήμη της σύγκρουσης. Ο δράκος με τις σπασμένες φτερούγες έσκυψε βαριά, κι από την ράχη του κατέβηκε μια ψηλή, λιγνή μορφή.
Ο άνδρας έριξε πίσω την κουκούλα του, κι οι ακτίνες της σελήνης φώτισαν το πρόσωπό του: επιμήκες, γαλήνιο, με μάτια γεμάτα βάθος. Τα μυτερά του αυτιά άφηναν καμία αμφιβολία.
«Ονόμαζομαι Όρομις» είπε χαμηλόφωνα. Δίπλα του, ο δράκος ύψωσε το κεφάλι του με δυσκολία, και τα χρυσά του λέπια έλαμψαν. «Κι αυτός είναι ο σύντροφός μου, ο Γκλάντρ.»
Ο Πήτερ και ο Έραγκον αντάλλαξαν βλέμμα. Ερωτήσεις έβραζαν μέσα τους, μα πριν προλάβουν να μιλήσουν, ένιωσαν ένα κύμα σκέψεων να τους τυλίγει. Δεν ήταν φωνή, ούτε ήχος∙ ήταν σαν οι ίδιες οι μνήμες του ξωτικού να ξετυλίγονταν μέσα τους.
Και είδαν.
Τον Όρομις νεαρό, πάνω στον Γκλάντρ, να στέκεται στην πρώτη γραμμή ενάντια στον Γκαλμπατόριξ. Δράκοι να ουρλιάζουν, να πέφτουν σαν μετεωρίτες στη γη, καβαλάρηδες να σφαδάζουν καθώς το δεσμό τους κοβόταν βίαια. Κι ύστερα, σε μια απόκρημνη κορυφή, μια σκοτεινή φιγούρα με λιονταρίσια λεοντή στους ώμους.
Ο ανδρας στεκόταν εκεί όπου άνθρωπος δεν θα άντεχε ούτε στιγμή. Τα χείλη του κινούνταν, ξόρκια έφευγαν σαν μαύρος καπνός, κι οι γραμμές της μάχης λύγιζαν.
«Αυτός δεν ήταν από τον κόσμο μας» αντήχησε η σκέψη του Όρομις. «Βοήθησε τον Γκαλμπατόριξ στην πιο σκοτεινή ώρα. Κι εγώ… εγώ όρμησα να τον σταματήσω.»
Ένα ρίγος διαπέρασε τους νεαρούς καθώς έβλεπαν μέσα από τα μάτια του. Ο Γκλάντρ χτύπησε με ορμή, και το βουνό γύρω τους σκίστηκε σαν υφάδι. Μια ρωγμή άνοιξε – πύλη μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Πέρασαν μέσα της, πολεμώντας σε σκιές και φως, ώσπου ο άνδρας με τη Λεοντή τραυματισμένος εξαφανίστηκε, κι ο κόσμος γύρισε ξανά στη βουνοκορφή.
«Αλλά ήμουν πολύ αδύναμος…» κατέληξε ο Όρομις, και η σκέψη του σκίασε. «Ο Γκαλμπατόριξ κέρδισε. Εγώ έκρυψα τον εαυτό μου και τον σύντροφό μου. Δεν φανερωθήκαμε ξανά, έως απόψε.»
Η Λούσι έσφιξε τα χέρια της στο στόμα της, θαμπωμένη από το όραμα. Ο Πήτερ έσφιξε το σπαθί του με οργή. Ο Έραγκον δεν μίλησε· μόνο κοιτούσε τον Όρομις με δέος και φόβο μαζί.
Ο γηραιός καβαλάρης έγειρε προς αυτούς. «Αν θέλετε απαντήσεις, αν θέλετε ελπίδα, πρέπει να έρθετε στην Ελλεσμέρα. Εκεί θα μάθετε την αλήθεια.»
Και με αυτά τα λόγια, έπεσε η σιωπή, βαριά σαν την αυγή πριν τη θύελλα.
Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς