«Αίας» του Σοφοκλή: Η Παράσταση Φαινόμενο Που Συναρπάζει Ξανά Και Ξανά!

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Πέρα από τις θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν για πρώτη φορά κατά τη φετινή θερινή σεζόν, δεν ήταν ελάχιστες εκείνες που επέστρεψαν επί σκηνής μετά από την περσινή τους καθολική επιτυχία. Αυτό το άρθρο αφορά μία ευρηματική, ευφυέστατη και μινιμαλιστική διασκευή μίας αρχαίας τραγωδίας. Ο λόγος λοιπόν για τον «Αία» (442 π.Χ.) του Σοφοκλή, ένα έργο που εξετάζει το σχήμα της τιμωρίας των αρχαίων Ελλήνων, «ύβρις-άτη-νέμεσις-τίσις», όπως κανένα άλλο. Μαζί με την «Αντιγόνη» αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του αρχαίου τραγικού. Είναι κομμάτι μίας τριλογίας, αλλά μονάχα αυτό επιβίωσε της παλίρροιας του χρόνου. Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο παρουσιάστηκε με τόση μεγάλη επιτυχία από το 2019 μέχρι και σήμερα σε παραγωγή «Θεατρικών Επιχειρήσεων Ταγάρη».

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στις ακτές της Τροίας, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ο Αχιλλέας, ο μεγαλύτερος ήρωας των Αχαιών είναι νεκρός. Η εξάρτυση και τα όπλα του επρόκειτο να δοθούν στον πιο άξιο ήρωα των Δαναών. Αυτός είναι ο Αίας, ο γιος του Τελαμώνα και βασιλιάς της Σαλαμίνας. Η ανδρεία και η εντιμότητα του στο πεδίο της μάχης τον έχουν καταστήσει μη αρεστό στους υπόλοιπους άρχοντες, ιδίως στους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Ο Οδυσσέας πείθει με δόλο τους Αχαιούς βασιλιάδες να παρακάμψουν τα ανδραγαθήματα του Αίαντα και να προσφέρουν σε αυτόν τα όπλα του Αχιλλέα. Ο ήρωας βαθύτατα προσβεβλημένος ορκίζεται εκδίκηση. Μέσα σε ένα κλίμα αγανάκτησης, θυμού, μένους και οργής, ο Αίας, μαγεμένος και πλανεμένος από τη θεά Αθηνά, θα προβεί σε μία ευτελή πράξη, την οποία η τιμή και η υπόληψη του δε θα καταφέρουν να ξεπεράσουν ποτέ.

«Στην σκηνή του σκηνοθέτη»:

Η σκηνοθεσία του έργου παραδίδεται στα ικανότατα χέρια του Γιώργου Νανούρη. Αυτός ο δημιουργός έχει ένα μοναδικό χάρισμα αντίληψης του θεατρικού χώρου. Οι παραστάσεις του δεν περιλαμβάνουν μεγάλα, πομπώδη σκηνικά και θεωρούνται μινιμαλιστικές. Καταφέρνει, ωστόσο να παραδίδει πάντοτε έργα γεμάτα με εικόνα και συναίσθημα, καθώς γνωρίζει τη χρυσή τομή της ορθής καθοδήγησης των ηθοποιών του. Η καλλιτεχνική του κατεύθυνση έχει ως κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας της την απόδοση εκείνης της ερμηνείας, που θα ξεχειλίσει μέσα από τον/την εκάστοτε ερμηνευτή-τρια και θα «πλημμυρίσει» την σκηνή. Μέσα στην εν λόγω παράσταση, ωστόσο δεν αναλαμβάνει μονάχα χρέη σκηνοθέτη. Οι οφειλές του προχωρούν και σε άλλα πόστα και ρόλους.

Η σκηνική επιμέλεια και οι φωτισμοί αποδίδονται από κοινού μέσα από το δικό του όραμα για τη μεταφορά του έργου. Η σκηνή της παράστασης κοσμείται με μία σειρά από τρίποδα, πάνω στα οποία έχουν στηθεί αστραφτεροί καμβάδες, φωτεινοί, ώστε το φως τους να ξεπροβάλλει μέσα από τις επιφάνειες των σχεδιασμένων προσώπων. Η ζωγραφική αυτών αποδίδεται στον μοναδικό αμίλητο και έμμεσο συμπρωταγωνιστή του Μιχάλη Σαράντη, τον Απόστολο Χαντζαρά. Ο σχεδιασμός τους γίνεται σε ζωντανό χρόνο, με τον σχεδιαστή να τα ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα των χεριών του. Τα πρόσωπα και οι φιγούρες που απεικονίζονται είναι τα αντίστοιχα του έργου. Κάθε φορά που αλλάζει το πρόσωπο που μιλάει, φωτίζεται το αντίστοιχο κάδρο με το πρόσωπο που λαμβάνει τον λόγο. Όλοι οι χαρακτήρες ερμηνεύονται μέσα από την υποκριτική τέχνη του πρωταγωνιστή.

Έχοντας δει την παράσταση δύο φορές, τόσο σε κλειστή θεατρική αίθουσα, όσο και σε ανοιχτό υπαίθριο θέατρο, οι διαφορές κυρίως στη χρήση των φωτισμών είναι πλέον ορατές. Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται το σκοτάδι που του προσφέρει η κλειστή αίθουσα και φωτίζει με κόκκινο χρώμα τις στιγμές της έντασης και της κλιμάκωσης. Χρησιμοποιεί και το σύνηθες πρακτικό εφέ των καπνών διαμορφώνοντας νεφελώδεις εικόνες, κρυμμένες και μπερδεμένες, στον βαθμό που πάντοτε απαιτούν οι συνθήκες, αλλά και η εύθραυστη ψυχοσύνθεση του ετοιμόρροπου ήρωα. Στο ανοιχτό θέατρο από την άλλη, η απόχρωση μεταβάλλεται σε γαλάζιο, μπλε φως, που απλώνεται κατά μήκος της σκηνής και φθάνει μέχρι και τα μπροστινά καθίσματα. Μία κρύα και παγερή στυλιστική επιλογή, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του επακόλουθου της τραγικής επιλογής του Αίαντα. Η χρωματική διάσταση ανανεώνει την παράσταση και δίνει την εντύπωση μίας ενδιαφέρουσας αλλαγής, ακόμα και για εκείνους που έχουν παρακολουθήσει ξανά το έργο.

Ο κύριος Νανούρης όμως δεν σταματάει την δράση του στην παράσταση μονάχα εκεί. Αναλαμβάνει από εκεί που αφήνει ο Νίκος A. Παναγιωτόπουλος, υπεύθυνος για τη μετάφραση του έργου, και διασκευάζει με τον μοναδικό και πολυδιάστατο πρωταγωνιστή του, Μιχάλη Σαράντη, το τελικό κείμενο. Γυρίζοντας στο κομμάτι της μετάφρασης, ο κύριος Παναγιωτόπουλος προβαίνει σε μία τολμηρή επιλογή. Σε σημεία διατηρεί τους στίχους του αυθεντικού κειμένου, με τα λόγια να ηχούν με αμέριστη βαρύτητα και σοβαρότητα, πριν την εκτόνωση της εκάστοτε σκηνικής στιγμής. Η διασκευή από την άλλη ταιριάζει σαν κουστούμι, κομμένο και ραμμένο για τον κοινωνό της, με τον ερμηνευτή να δείχνει σε όλους, ότι πρόκειται για έναν ηθοποιό, «πολυμορφικό», που αν και ένας μόνο επί σκηνής, μετράει για δέκα, αν όχι για παραπάνω!

«Στο σανίδι του ηθοποιού»:

Πριν ακόμα αρχίσει το έργο, ο Μιχάλης Σαράντης, όπως ακριβώς ένας αφηγητής, κάνει μία εισαγωγή για να εντάξει τους/τις θεατές στο πλαίσιο της ιστορίας. Έπειτα, τα φώτα αργοσβήνουν, οι πρώτες μουσικές νότες κάνουν την εμφάνιση τους και ο ερμηνευτής αναλαμβάνει την πρώτη δυάδα ρόλων. Ερμηνεύει τον «Οδυσσέα», που εξετάζει την ειδεχθή σφαγή των κοπαδιών και την «Αθηνά», που εμφανίζεται για να του μιλήσει, για όλα όσα έχουν ήδη συμβεί. Ο ηθοποιός φροντίζει αυτοί οι δύο χαρακτήρες να είναι τελείως διακριτοί και διαφορετικοί μεταξύ τους, εισάγοντας παράλληλα και τον τόνο, στον οποίο θα παρουσιαστεί το έργο. Ο «Οδυσσέας» του παρουσιάζεται ως υποχθόνιος άνθρωπος του παρασκηνίου. Η φωνή του είναι χαμηλή, οι κινήσεις του κατευνασμένες και ρυθμικές. Η «Αθηνά» του είναι πιο απελευθερωμένη. Ο κύριος Σαράντης ακολουθεί μία θηλυπρεπή προσέγγιση για να φέρει την «Αθηνά» στην σκηνή, αλλά η γυναίκα αυτή είναι μία θέα και η φωνή του, αν και εκφέρεται σε άλλον τόνο, διατηρεί την ισχύ της. Φωνάζει τον «Αίαντα» να βγει από την σκηνή, με τον «Οδυσσέα» να τρομοκρατείται μπροστά στο άκουσμα και τον ερμηνευτή να κινείται στον χώρο με ταχύτητα, δίνοντας τις κινήσεις και τα συναισθήματα σε άψογο συγχρονισμό.

Ο «Αίας» βγαίνει από την σκηνή και όλοι οι θεατές βλέπουν έναν τρόπον τίνα «υποκριτικό δαίμονα» να εξέρχεται και να έχει συνεπάρει τον Μιχάλη Σαράντη. Αφηνιασμένος πλέον κινείται νευρικά, ουρλιάζει από την ένταση, φωνάζει από τη μανία του στην «Αθηνά» που τον ενοχλεί. Ο χαρακτήρας του «Αίαντα» σε αυτό το σημείο πιστεύει ότι έχει εξολοθρεύσει του δόλιους Αχαιούς. Με το κοινό να θεωρεί, ότι ο ρόλος του «Αίαντα» θα διατηρηθεί, δεδομένης της ερμηνευτικής κατάστασης, στην οποία βρίσκεται ο ηθοποιός, αρχίζει ένας διάλογος ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, με τον τόνο της φωνής του να αμφιταλαντεύεται προκαλώντας δέος με το εύρος των υποκριτικών του δυνατοτήτων. Είναι ολομόναχος και όμως, η σκηνή έχει ήδη τρεις χαρακτήρες που παίζονται ταυτόχρονα και έναν ζωγράφο που ετοιμάζει τα υπόλοιπα πρόσωπα.

Ο «Αίας» θα επιστρέψει στην σκηνή του και ο ηθοποιός θα βγει ως «Τέκμησσα», σύζυγος του Αίαντα, αλλά και ως «άνδρες ναύτες» του βασιλιά της Σαλαμίνας. Αν και αναλαμβάνει ξανά γυναικείο ρόλο μέσα στο έργο, η λάμψη στις κινήσεις και την χροιά της φωνής του έχει πλέον εκλείψει και ερμηνεύει την «Τέκμησσα» με αδυναμία και ευαλωτότητα. Ο ρόλος της χρησιμεύει για να μιλήσει στο κοινό και να το πληροφορήσει για την επιστροφή της λογικής στο μυαλό του «Αίαντα». Το αποτρόπαιο έργο του είναι πλέον ορατό και από τον ίδιο, με τον ήρωα να στέκεται συντετριμμένος. Οι «ναύτες» ακολουθούν τον ερμηνευτικό ρυθμό, με τον κύριο Σαράντη να παίρνει ανάσες για αυτό που θα ακολουθήσει.

Πράγματι, κανείς και καμία δεν είναι προετοιμασμένος-η για τον σπαραγμό του «Αίαντα», που έχει κατανοήσει το έγκλημα του, με την ντροπή και το όνειδος να τον πνίγει σε κάθε του λόγο. Αν οι θεατές δεν είχαν εντυπωσιαστεί μέχρι τότε, με τον «νέο», μεταμελημένο και ντροπιασμένο «Αίαντα» που πενθεί για τη χαμένη του τιμή, θα συγκινηθεί. Η δυναμική εμπεριέχεται στην κινησιολογία, την χορογραφία του ερμηνευτή, που δείχνει να εκρήγνυται πολλαπλώς μέσα στον κορμί του. Τα λόγια μετατρέπονται σε κατάρες και αλόγιστες φωνές, ενώ κάθε του εκπνοή είναι θηριώδης και κτηνώδης από τον πόνο του. Ο Μιχάλης Σαράντης δίνει κυριολεκτικά σώμα και ψυχή στο κομμάτι αυτό, που κλιμακώνει την τραγωδία του χαρακτήρα του, με τη μουσική να βοηθάει στο συναισθηματικό κομμάτι. Οι σκηνοθετικοί ελιγμοί του Γιώργου Νανούρη χρησιμοποιούνται όλοι μαζί και η εκτόνωση του ηθοποιού έρχεται με τον πιο απόλυτο δραματικά τρόπο. Ένα τελευταίο βλέμμα και χαμόγελο λύτρωσης από μέρους του ηθοποιού προς το απρόσωπο κοινό ανεβάζει την ήδη υψηλή ποιότητα της σκηνής.

Και όμως το έργο δεν σταματάει εκεί, ο πρωταγωνιστής έχει να μας δώσει άλλους τρεις χαρακτήρες και μία ολόκληρη πράξη ερμηνειών που αναμειγνύονται μεταξύ τους, γεμίζοντας περαιτέρω την σκηνή του κατάμεστου θεάτρου. Επόμενος ρόλος είναι αυτός του χαρακτήρα του «Τεύκρου», ετεροθαλή αδελφού του Αίαντα. Αυτός ο ρόλος, όχι μόνο του πηγαίνει, αλλά ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία του. Μέσα από αυτό τον χαρακτήρα μπορούμε να δούμε τον Μιχάλη πίσω από τον Σαράντη, τον ευγενή πολεμιστή, που αν και κατώτερος στην ιεραρχία, θα ορθώσει με επιχειρήματα τον λόγο του εναντίον στους εγωπαθείς βασιλιάδες. Πρώτος από τους δύο «εμφανίζεται» ο «Μενέλαος». Ο ηθοποιός φροντίζει να διαφοροποιήσει τους δύο αδελφούς βασιλιάδες εισάγοντας από την αρχή έναν «Μενέλαο» με ψιλή φωνή και νεύρα που τον ξεπερνούν. Η ερμηνεία παραπέμπει σε κακομαθημένο παιδί που δεν είναι πια παιδί, από το οποίο πήραν το παιχνίδι του, στην προκειμένη περίπτωση την «Ωραία Ελένη». Ο χαρακτήρας βγαίνει αδύναμος, όχι προφανώς ερμηνευτικά, αλλά από κύρος σε σχέση με τη δυναμική της ευγένειας και της πραότητας του «Τεύκρου». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κάνει την «εμφάνιση» του ο «Αγαμέμνονας». Με αυτό τον ήρωα, φέρνει στην σκηνή ενσαρκωμένη την έννοια της ίδιας της υπεροψίας. Ο λόγος του είναι άμεσος και κοφτός, ο τόνος του σταθερός και οριακά ειρωνικός σε σχέση με τον αντίστοιχο του «Μενέλαου» που ήταν εν βρασμώ! Τρεις ρόλοι σχεδόν ταυτόχρονα για να προστεθεί και ο τέταρτος, αυτός του «Οδυσσέα», με τον ηθοποιό να μπαίνει ξανά στο καλούπι του λαοπλάνου ρήτορα και να δίνει τη λύση στην εκ νέου τραγωδία που ξεκινάει. Το έργο κλείνει με τον κύριο Σαράντη να διατηρεί τον «Τεύκρο» του και τη μουσική να καθοδηγεί την ταφή του αδικοχαμένου ήρωα.

Clap-Clap:

Κλείνοντας, αποπειραθήκαμε μέσα από αυτή τη δημοσίευση να μεταφέρουμε τον/την αναγνώστη-στρια στη θεατρική παράσταση. Το κείμενο, αν και εκτενές, στέκεται «λίγο» κυριολεκτικά εμπρός της ανεπανάληπτης ερμηνείας του ηθοποιού. Αυτή είναι εξάλλου και η συνταγή της επιτυχίας της παράστασης. Η άμεση και μινιμαλιστική σκηνοθεσία, η παθιασμένη της ερμηνεία και η ζωντανή της σκηνική παρουσία είναι οι λόγοι που εγγυούνται το μέγεθος της συνολικής εμπειρίας. Ελπίζουμε, οι συντελεστές να τιμήσουν πάλι την πόλη της Θεσσαλονίκης και να επιστρέψουν για να θαυμάσουμε ξανά το άρτιο αποτέλεσμα της δουλειάς τους.

Θα έβαζα με κάτι παραπάνω από δέος, θαυμασμό και σεβασμό 9,5/10 σε κλίμακα μέτρησης «thank you for the memories»

 

Διάρκεια: 1 ώρα και 20 λεπτά

Είδος: Τραγωδία

Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης

Πρωταγωνιστής: Μιχάλης Σαράντης

Ζωγράφος: Απόστολος Χαντζαράς 

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΓιώργοςΝανούρης #Αίας #Τραγωδία #ΜιχάηςΣαράντης #ΑπόστολοςΧαντζαράς  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις