«Όρνιθες» του Άρη Μπηνιάρη: Μία κωμική ιεροτελεστία!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Το νέο μας άρθρο, όπως και το προηγούμενο, αφορά μία θεατρική παράσταση που περιόδευσε κατά την περσινή χρονιά και επέστρεψε φέτος για να μας συναρπάσει ξανά. Ο λόγος για την κωμωδία του Αριστοφάνη με τίτλο: «Όρνιθες». Πρόκειται για ένα από τα καθολικής αντιπολεμικής σημασίας και φύσεως έργα του ποιητή, που διασώθηκε ακέραιο και πρωτοπαρουσιάστηκε το 414 π.Χ., δέκα σχεδόν χρόνια πριν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Πάμε να δούμε, όμως πως ανέβηκε, επέστρεψε και παρουσιάστηκε φέτος, στο σύγχρονο ελληνικό κοινό σε παραγωγή της εταιρείας παραγωγής του «Θεάτρου Τέχνης».
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στα περίχωρα της αρχαίας Αθήνας, με τον Πισθαίτερο και τον Ευελπίδη να
εγκαταλείπουν την πόλη τους, λόγω της απογοήτευσης τους από την διαφθορά και
την παρακμή της. Η αποστολή τους
είναι να βρουν τον Έποπα, που
αποσύρθηκε στα δάση και ζει μαζί με τα «Πουλιά»,
έτσι ώστε να ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Αυτός με τη σειρά του τους οδηγεί
στα «Πουλιά». Ο Πισθαίτερος θα τα πείσει, όχι μόνο
να τους χαρίσουν τη ζωή, αλλά και να φτιάξουν μία αιθέρια πολιτεία, τη «Νεφελοκοκκυγία»,
ώστε να ανακαταλάβουν το χαμένο τους κλέος. Μέσα σε ένα κλίμα, οραματισμού
και συμπόρευσης, δε θα αργήσουν να καταφθάσουν καιροσκόποι για να επωφεληθούν
μέσα από τη δημιουργίας της ονειρεμένης πόλης.
«Στην
σκηνή του σκηνοθέτη»:
Η
σκηνοθεσία υπογράφεται από τον πάντοτε εξαιρετικό και μη εξαιρετέο Άρη
Μπινιάρη, ενώ συμμετέχει και στην απόδοση-διασκευή
του έργου από κοινού με την Έλενα Τριανταφυλλόπουλου, σε μετάφραση του Τάσου Ρούσου.
Ο
δημιουργός, μαζί πάντοτε με τους/τις βοηθούς και συνεργάτες του, όπως η Νεφέλη
Παπαναστασοπούλου και ο Βαγγέλης Πρασσάς, γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να
φέρει επί σκηνής. Πρόκειται για τη δική του ανάγνωση και ματιά επάνω στο
έργο. Προβαίνει με επιτυχία στις αλλαγές, που χρειάζεται η διασκευή του για
να συμφωνεί με το κεντρικό του όραμα. Ποιο όμως είναι αυτό; Η ανάδειξη της
ανθρώπινης ανάγκης να απομακρυνθεί από καθετί θεωρεί ανελεύθερο, διεφθαρμένο
και παρηκμασμένο. Η ιδέα αυτή δε θα μπορούσε να προχωρήσει, αν ο χαρακτήρας
του «Πισθαίτερου» διατηρούταν ως
είχε. Στο αυθεντικό κείμενο, ο εν λόγω
ήρωας παρουσιάζεται ως πονηρός με θετικό πρόσημο, διπλωμάτης στον λόγο του και
διαπραγματευτής στις πράξεις του. Στην
προκειμένη παράσταση, αυτές οι αρετές και δυνατότητες του
αναδεικνύονται, εξυπηρετώντας όμως τις
επιταγές αυτής της εσωτερικής του ανάγκης, να προστατέψει την κοινωνία των
αιθέρων, και όχι ικανοποιώντας το επίγειο «εγώ» του.
Μέσα
στο έργο υπάρχουν αρκετές μικρές τέτοιες αλλαγές, που αναπτύσσονται με
μεγάλο ενδιαφέρον, και μία εξέλιξη που δεν είναι αναμενόμενη. Το έργο, βαθιά
αριστοφανικό, ακολουθεί το διαχρονικό του κωμικό τακτ, με τις αντίστοιχες σκηνές
να κατακλύζουν την παράσταση από τη μέση και εξής. Το διασκευασμένο κείμενο
με έξυπνο τρόπο δίνει διαφορετική κωμική τροπή στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος εκπροσωπεί ακριβώς το αριστοφανικό χιούμορ,
ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου ακολουθεί μία πιο μοντέρνα προσέγγιση
στη μεταφορά των λόγων του, καθώς και του περιεχομένου τους. Αυτή η κωμική σύμπραξη γεφυρώνει ένα εξίσου κωμικό χάσμα, το οποίο οφείλεται σχεδόν στα 2.500 χρόνια ύπαρξης του έργου!
Το
σκηνικό του Πάρι Μέξη μπορεί να θεωρηθεί αφαιρετικό. Πρόκειται για μια στρογγυλή πλατφόρμα από ξύλο με
ορισμένους στύλους στην άκρη και προς τα πίσω, όμοιους με δέντρα. Με το
τελευταίο καλοκαιρινό αεράκι να φυσάει, οι
στύλοι παρουσίασαν μία ελαφρά κίνηση, δίνοντας παράλληλα μία διάσταση
φυσικότητας στο σύνολο της κατασκευής.
Τα
κουστούμια προέρχονται επίσης από τη δημιουργική και ευφάνταστη όρεξη του
προαναφερόμενου καλλιτέχνη, αλλά και της βοηθού του, Αλέγιας Παπαγεωργίου.
Εκεί που το σκηνικό είναι ταπεινό στη σύνθεση του, τα κουστούμια συνδυάζουν
την ουσία με το στυλ. Αντί να ντύσει τους/τις ηθοποιούς του με πούπουλα και
φτερά, τυπώνει τα προαναφερόμενα σε ευέλικτα καλοκαιρινά κουστούμια, ιδανικά
για περιοδεία. Δίνει την πληροφορία και
διευκολύνει το έργο των ηθοποιών που επιχειρούν συνήθως υπό συνθήκες καύσωνα.
Τα κουστούμια ακολουθούν την ίδια γραμμή και δε διαφέρουν μεταξύ τους. Κάθε ηθοποιός
όμως του χορού ξεχωρίζει από το εκάστοτε κράνος που φοράει.
Σε
αυτό το σημείο ο κύριος Μέξης οφείλει να μοιραστεί τα εύσημα με την Δήμητρα
Καίσαρη, υπεύθυνη για τις πελώριες μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα εκείνων
των ηθοποιών που ερμήνευσαν τους θεούς. Ένας
έμμεσος τρόπος να αναδειχθεί η θεϊκή τους φύση, δεδομένου ότι δεν
μοιράζονται το ίδιο πρόσωπο με τους ανθρώπους ή ακόμη και τα «Πουλιά».
Κλείνοντας, οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα
ήταν εξαιρετικά θερμοί, με «ζεστές» αποχρώσεις, σα να ήταν φωτιά, γύρω από την
οποία ο χορός των «Πουλιών» στηνόταν.
Αποκτούσε και ψυχρές αποχρώσεις, όταν οι πρωταγωνιστές έμεναν μόνοι με τις
σκέψεις τους. Η απόλυτη διάδραση όμως συντελέστηκε κατά την εμφάνιση των
εκμεταλλευτών και συκοφαντών. Μία πανδαισία χρωμάτων ξεπηδά από τους
προβολείς και βάφει τόσο τους/τις ηθοποιούς και όσο και το σκηνικό.
«Στο σανίδι των ηθοποιών»:
Η
παράσταση έχει το απόλυτο πρωταγωνιστικό δίδυμο, και αυτό δεν είναι άλλο
από τους Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο
και Γιώργο Χρυσοστόμου. Πρόκειται για το κλασικό δίδυμο ηρώων, που
εισάγει ο Αριστοφάνης στα έργα του. Οι
ρόλοι τους συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, με τους ηθοποιούς να έχουν τρομερή
χημεία μεταξύ τους. Εκπροσωπούν δύο διαφορετικές εκφάνσεις της κωμωδίας,
που μέσα από την παράσταση συμφιλιώνονται.
Ο
κύριος Παπασπηλιόπουλος ερμηνεύει έναν μετριοπαθή «Πισθαίτερο». Ο χαρακτήρας αισθάνεται έντονα το στοιχείο του
φόβου, γεγονός που μεταφράζεται ως έναν βαθμό σε υστερία και όπου υστερία, ευκαιρία για κωμωδία! Η ανάπτυξη του έργου τον
βρίσκει να ανακαταλαμβάνει το θάρρος του, να πιστέψει απόλυτα στην πολιτεία των «Πουλιών» και να την προστατέψει. Αυτό
διαφαίνεται ήδη από την κινησιολογία του. Στην αρχή παρουσιάζεται με μετριασμένες κινήσεις, για να φθάσει στο
τέλος της παράστασης να ακολουθεί το χορευτικό διάβημα των «Πουλιών», σαν
όμοιος τους, ένας αληθινός «Όρνιθας»!
Ο
συμπρωταγωνιστής του από την άλλη μεριά ερμηνεύει έναν άνετο «Ευελπίδη». Γνωρίζει με ποιον τρόπο να επικοινωνήσει τις
ατάκες του, έτσι ώστε να κερδίζει το κοινό του. Πράγματι, λόγω της φύσης του χαρακτήρα του, οι θεατές θα βρουν περισσότερα
κοινά στοιχεία με τον Γιώργο
Χρυσοστόμου, και αυτό αποτελεί καθολική επιτυχία του ίδιου του ηθοποιού. Οι
αντιδράσεις του είναι ξεκαρδιστικές και ξεχωριστές, ενώ δεν είναι λίγες οι
φορές που επαναλαμβάνει τα λόγια των συμπρωταγωνιστών του με τον δικό του τρόπο
για ενίσχυση των κωμικών στιγμών.
Έπειτα,
και αφού έχουμε γνωρίσει τους κύριους πρωταγωνιστές ερχόμαστε σε επαφή με τον
σύνδεσμο των ανθρώπων στον κόσμο των «Πουλιών».
Αυτός δεν είναι άλλος από τον Κώστα Κορωναίο στον ρόλο του «Έποπα». Ο
ηθοποιός καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα σε ανθρώπινη ερμηνεία και στην
αντίστοιχη ενός «Πουλιού». Δεν έχει
μεγάλο ρόλο, αλλά είναι κρίσιμης σημασίας για αυτά που ακολουθούν. Στην αρχή μονοπωλεί στην σκηνή με τη ζωηρή
του ερμηνεία, απόδειξη της εναλλακτικής ζωής που προσφέρουν τα «Πουλιά»,
αλλά αφήνει χώρο στον χορό να εμφανιστεί και να συναρπάσει.
Ο
χορός διαδραματίζει σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο! Απαρτίζεται από τους
Μιχάλη Βαλάσογλου, Θανάση Ισιδώρου, Τάσο Κορκό, Ειρήνη Κατσινούλα, Αυγουστίνο
Κούμουλο, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκο Σαλή, Μαριάννα Μαθιά και Ειρήνη
Τσέλλου. Όλοι μαζί, υπό την
καθοδήγηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου κινούνται, σαν ένα σώμα, μία
οντότητα. Παρατηρώντας του ξεχωριστά, όλοι ανεξαιρέτως προβαίνουν σε
νευρικές κινήσεις, όπως το τίναγμα των «φτερών» τους, κάθε φορά που αναλαμβάνουν
τον λόγο. Κυκλώνουν, πλησιάζουν, τραβούν, τρέχουν, ζωντανεύουν στην σκηνή
μία φυσική ορμή, της οποίας η ενέργεια γίνεται διάχυτη σε όλο το θέατρο. Τα
κεφάλια τους επιτηδευμένα είναι καμπουριασμένα ή τεντωμένα, με το βλέμμα τους
να κοιτάζει από κάτω προς τα πάνω, αγριεμένο και ατίθασο. Αυτοί είναι οι
πραγματικοί ήρωες της παράστασης, και ο σκηνοθέτης από κοινού με τους
συνεργάτες τους επιτρέπει να αναδειχθούν ως τέτοιοι. Εξάλλου «είναι πιο
παλιοί από τους θεούς».
Ακολουθούν
όλοι μαζί τους ρυθμούς της μουσικής παραγωγής του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη
και με μία φωνή τραγουδούν τα τραγούδια του. Ατμοσφαιρικά κομμάτια, σαν από
ιερή τελετή που συνδυάζουν τον ήχο από κρουστά και πνευστά, δυναμικούς
μονολόγους και μελωδικά φωνητικά.
Τον
υπόλοιπο θίασο συμπληρώνουν ηθοποιοί που αναλαμβάνουν δύο και τρεις
ρόλους μέσα στην παράσταση.
Πρώτος
εμφανίζεται ο Στέλιος Ιακωβίδης στον ρόλο του «Χρησμολόγου», αλλά
και του «Προμηθέα», του μεγάλου αντικαθεστωτικού. Ως «Χρησμολόγος» έχει ιδιαίτερη αμφίεση με
μία λευκή γενειάδα και έναν κεραυνό στο χέρι. Ως «Προμηθέας» εισάγει το κονσεπτ των πελώριων μασκών, δεδομένου ότι είναι
ένας από τους Τιτάνες. Έπειτα, η Κωνσταντίνα Τακάλου στον ρόλο της «Ποιήτριας»
και της Ίριδας παραδίδει δύο διαφορετικές φυσιογνωμίες. Η λογική της
συνθήκης κλασικού και μοντέρνου επιστέφει ξανά.
Ακολουθεί
η αποκάλυψη της βραδιάς, που ακούει στο όνομα Ερρίκος Μηλιάρης υποδυόμενος τον
«Μέτωνα» και τον «Ηρακλή». Ο ηθοποιός
κατάφερε με μία επανάληψη δικής του ερμηνείας της συμπεριφοράς των «Πουλιών» και παράγοντας τους
αντίστοιχους ήχους, να ξεσηκώσει το κοινό και να λάβει το χειροκρότημα που του
άξιζε. Η είσοδος του αλλάζει όλο το πλαίσιο! Πρόκειται για τον
αρχιτέκτονα που έρχεται να χτίσει, κερδοσκοπίσει στην πόλη και μοιράζεται την
σκηνή με τον κύριο Χρυσοστόμου. Το αποτέλεσμά μοναδικό!
Εμπεριέχει μέχρι και λάτιν χορό! Ως «Ηρακλής»
εμφανίζεται με ένα λεοπάρ κουστούμι διατηρώντας την ενέργεια που
φέρνει προηγουμένως στην σκηνή.
Ακολουθεί
η εμφάνιση του Μάριου Παναγιώτου στον ρόλο αφενός του «Επιτρόπου»,
αφετέρου του «Ποσειδώνα». Ως «επίτροπος» θυμίζει μία καρικατούρα
προσωπικότητας από τον εφοπλιστικό χώρο. Ως «Ποσειδώνας» κρύβει το
πρόσωπο του και στη θέση του βρίσκεται μία από τις υπερμεγέθεις μάσκες που
προαναφέρθηκαν.
Για το τέλος κρατήθηκε μία ακόμη μικρή αποκάλυψη,
ένας κωμικός άσσος στο μανίκι των συντελεστών, που απαντάει στο όνομα
Θανάσης Ισιδώρου. Ο ηθοποιός έχει
αναλάβει να εκφέρει ένα ευφυέστατο κομμάτι του διαλόγου, ενώ μοιράζεται την
σκηνή με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Ερμηνεύει τον ρόλο σε δύο επίπεδα αποκαλύπτοντας
τη διττή φύση ενός συκοφάντη. Αρχίζει γλυκά επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο
των λόγων του, με πληθώρα συνωνύμων που επιφέρουν το γέλιο λόγω της
ομοιοκαταληξίας τους. Η σκηνή απογειώνεται με τον ηθοποιό να λέει «πες
μου πότε να σταματήσω» εννοώντας τις φιλοφρονήσεις. Δε θα αργήσει όμως ο
κόλακας να αποκαλύψει την ακόλαστη εκδικητική του φύση, μεταβάλλοντας τον τόνο
της φωνής του και την στάση του κορμιού του.
Clap-Clap:
Η
παράσταση αποτελεί ένα έξοχο δείγμα της διαχρονικότητας, αλλά και της
προσαρμοστικότητας των καθολικών έργων του Αριστοφάνη στη σύγχρονη εποχή. Αλλάζει,
αλλά παραμένει πιστή στον πυρήνα της ιδέας του αρχαίου κωμικού. Οι ηθοποιοί
προβαίνουν σε εξαιρετική απόδοση των χαρακτήρων τους, που υφίστανται αλλαγές
κατά τη μεταφορά τους στην σκηνή. Η συνεργασία ανάμεσα στον Οδυσσέα
Παπασπηλιόπουλο και Γιώργο Χρυσοστόμου είναι απόλυτη και ταιριαστή, ένα
συγκροτημένο κέντρο ερμηνευτικού βάρους, το οποίο οι ηθοποιοί με ιδιαίτερη
ευκολία προσφέρουν στο κοινό τους. Ο χορός και η συνασπισμένη τους κίνηση είναι
το πρακτικό εφέ της παράστασης. Όλοι σαν ένα σώμα, αλλά ξεχωριστοί συναρπάζουν
με το πάθος τους. Οι ερμηνευτικές εκπλήξεις, όμως δεν τελειώνουν και ο
Ερρίκος Μηλιάρης μαζί με τον Θανάση Ισιδώρου βρίσκονται εκεί για να το
αποδείξουν έμπρακτα. Τα τεχνικής φύσεως κομμάτια της παράστασης βρίσκονται
στη θέση τους, με τους/τις ηθοποιούς να τα χρησιμοποιούν για τη μέγιστη απόδοση
θεατρικής εμπειρίας!
Θα έβαζα με ευχάριστη έκπληξη και ικανοποίηση 9,4/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 1 ώρα και 30 λεπτά
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Πρωταγωνιστής: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου, Κώστας Κορωναίος, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Ειρήνη Κατσινούλα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Μαριάννα Μαθιά, Ειρήνη Τσέλλου, Ερρίκος Μηλιάρης, Στέλιος Ιακωβίδης, Κωνσταντίνα Τακάλου, Μάριος Παναγιώτου
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΆρηςΜπινιάρης #Όρνιθες #Κωμωδία #ΟδυσσέαςΠαπασπηλιόπουλος #ΓιώργοςΧρυσοστόμου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς