Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Ένατο: "Το Δώμα Της Δοκιμασίας"
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Στην
προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας.
Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά
Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον).
Στο όγδοο μας κεφάλαιο με τίτλο "Αποφάσεις Και Αποκαλύψεις" είδαμε τους
νέους ήρωες, τον Ρόραν και τον γέρο δρακοαναβάτη να αποφασίζουν τη συνέχεια της
ιστορίας. Στο νέο, ένατο κεφάλαιο με τίτλο: "Το Δώμα Της Δοκιμασίας"
θα δούμε τις προκλήσεις, που τόσο ο Έντμουντ, όσο και ο Έραγκον καλούνται να
ανταποκριθούν και να ξεπεράσουν.
Η
νύχτα έπεφτε εξαιρετικά βαριά πάνω στο Κάρβαχολ. Ο ουρανός έλαμπε εφιαλτικά
πορφυρός από τις φλόγες που κατέκαιγαν τις στέγες και τους αχυρώνες. Οι χωρικοί,
κουβαλώντας τα εξαντλημένα τους παιδιά, τις λιγοστές τους προμήθειες και ό,τι
πολύτιμο τους είχε απομείνει, υποχωρούσαν σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, με τον
Ρόραν ως καθοδηγητή. Δίπλα του περπατούσαν με ελαφρύ βήμα ο Έντμουντ και ο Όρικ.
Αποφάσισαν
να αφήσουν μερικές δάδες στο δάσος σε αντίθετη με την πορεία τους θέση. Αυτό
ίσως να τους εξασφάλιζε λίγο χρόνο. Το τρεμόπαιγμα των αληθινών όμως δαυλών
μακριά πρόδωσε τη θέση τους στους Ράζακ που αντιλήφθηκαν το σχέδιο τους. Οι άντρες
του Γκαλμπατόριξ κατευθύνθηκαν κατά πάνω τους. Ο ήχος από άλογα και βήματα
πλησίαζε απειλητικά, ενώ σκιερές σιλουέτες απλώνονταν ανάμεσα και πάνω στους
κορμούς.
«Δε
θα μας αφήσουν να διαφύγουμε. Θα αντιληφθούν γρήγορα το κόλπο μας, αν δεν το
έχουν κάνει ήδη…» ψιθύρισε ο Ρόραν, σφίγγοντας το σφυρί του. «Αν είναι να πεθάνουμε,
ας πεθάνουμε πολεμώντας!»
Ο
Όρικ έσφιξε τα δόντια του, τσαλάκωσε τα χείλη του και κοίταξε τον Έντμουντ.
«Όχι.
Οι χωρικοί είναι μαχητές, αλλά όχι πολεμιστές. Ήλπιζα οι Ούργκαλ να μας δώσουν
λίγο περισσότερο χρόνο. Εσύ κι οι υπόλοιποι πρέπει να τρέξετε, να φύγετε! Εμείς
θα κάνουμε αντιπερισπασμό. Πηγαίνετε στο ποτάμι, ανεβείτε στις βάρκες και ακολουθείστε
το ρεύμα. Οι Βάρντεν δε θα αργήσουν να σας βρούν!».
Ο
Ρόραν διαμαρτυρήθηκε, μα οι φλόγες που υψώνονταν από πίσω τους κι οι φωνές των
καταδιωκτών δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Με βαριά καρδιά έδωσε το σήμα να
σκορπιστούν με σημείο συνάντησης τις όχθες του ποταμού.
Ο
Έντμουντ γύρισε και χαμογέλασε αμυδρά στον Όρικ λέγοντας του.
«Πρέπει
να με εμπιστεύεσαι εξωφρενικά πολύ για να θεωρείς ότι θα γλιτώσουμε και από αυτό,
άρχοντα νάνε.»
«Παλικάρι
μου, δεν είμαι εγώ αυτός που ακροβατεί στις σκιές. Ανησύχησε τους και εγώ θα τους
καθυστερήσω. Έπειτα, θα ακολουθήσεις τον Ρόραν και τους υπόλοιπους χωρικούς.»
«Και
θα αφήσω όλη τη δόξα σε σένα; Στη χώρα μου είμαι βασιλιάς εγώ, και δεν έχασα
ποτέ μάχη. Αυτός που θα παραδοθεί πρώτος, χάνει!» απάντησε ο Έντμουντ
μετατρέποντας την τελική τους μάχη σε μεταξύ τους ευγενικό ανταγωνισμό.
Οι
στρατιώτες ξεχύθηκαν στο σεληνόφως. Ο Όρικ όρμησε ευθύς κατά πάνω τους, με το
τσεκούρι υψωμένο. Ξεπήδησε μέσα από χαμηλούς θάμνους, στους οποίους και επέστρεψε
ξανά αναζητώντας κάλυψη. Χτυπούσε τους διώκτες του κυκλωτικά. Οι Ράζακ τότε
πυρπόλησαν τους θάμνους κοντά τους καπνίζοντας τη θέση του Όρικ. Η κάλυψη του
προδόθηκε και αποπειράθηκε κατά μέτωπο επίθεση. Οι υφιστάμενοι ρόλοι
αντιστράφηκαν, τον περικύκλωσαν γρήγορα και τον χτύπησαν στο κεφάλι και στο
σώμα. Ο Έντμουντ, με μια σπίθα ανυπακοής στα μάτια, άφησε το σώμα του να σβήσει
μέσα στη νύχτα· έγινε σκιά, αόρατος και φευγαλέος. Οι αντίπαλοι πάγωσαν από τη
μυστηριώδη μαγεία του. Άκουγαν μόνο τον άνεμο και τους δαυλούς να καίνε γύρω τους,
ενώ δέχονταν χτυπήματα από το… πουθενά.
Μα
η δύναμή του δεν ήταν απεριόριστη και ανεξάντλητη. Η κούραση τον κατέβαλε, και
οι σιδερόφρακτοι διέκριναν το μοτίβο των επιθέσεων του. Ο Όρικ, αιχμάλωτος ήδη,
του φώναξε να σκορπίσει και να φύγει, αλλά ο Έντμουντ βλέποντας τον, με μία
λεπίδα κάτω από τον λαιμό του, αποκαλύφθηκε, στάθηκε μπροστά στους αντιπάλους
του, σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε.
«Υποθέτω
πως κέρδισα…»
Το σκοτάδι βάρυνε ακόμη περισσότερο γύρω τους, σαν να έκλεινε η νύχτα πάνω από τα κεφάλια τους.
Ο
Όρομις, εξαντλημένος από το νοερό του ταξίδι πίσω στον χρόνο, σωριάστηκε στο
έδαφος με το σώμα του να σείεται από την κρίση που τον κατέβαλε. Άλλη μία πληγή
που τον σημάδεψε μετά την απέλπιδα συμπλοκή του με τον μυστηριώδη άνδρα με τη
Λεοντή. Ο Γκλάντρ, ο πιστός του δράκος, τον τύλιξε προσεκτικά με το τεράστιο
χρυσό του σώμα, σαν να τον προστάτευε από κάθε βλέμμα και ανάσα.
Καθοδήγησε
τον Έραγκον και τα αδέλφια Πέβενσι στην κρυφή πόλη των ξωτικών. Με τη μαγική
δύναμη ενός αρχαίου ξορκιού, ο δράκος είχε αποκρύψει το καταφύγιο των εναπομεινάντων
ξωτικών πλασμάτων. Μόνο ο ίδιος και τα ξωτικά γνώριζαν τη σύσταση του. Οι ήρωες
στάθηκαν μπροστά στις παρυφές ενός βραχώδους όρους και ο Γκλάντρ μιλώντας σε
άγνωστη διάλεκτο μετέτρεψε το αδιέξοδο στην είσοδο της κρυμμένης πρωτεύουσας των ξωτικών, την Έλλεσμερα.
Οι
πέτρινοι πύργοι και τα κρυστάλλινα σπίτια έλαμπαν στο φως της δύσης, πλεγμένα
με τα κλαδιά δέντρων που έφταναν –θαρρείς- ως τον ουρανό. Η μαγεία έρρεε σαν
αέρας και οξυγόνο ανάμεσά τους. Οι κάτοικοι βγήκαν από τις κατοικίες τους, τα
μάτια τους μεγάλα, γεμάτα θαυμασμό και καχυποψία, κοιτώντας τον Έραγκον, τη
Σαφίρα και τα τρία ξένα αδέλφια.
Μέσα
στο πλήθος ξεχώρισε μια γνώριμη μορφή. Η Άρυα, με τα σκούρα της μαλλιά και το
αγέρωχο βλέμμα, στάθηκε εμπρός τους με αρχοντικό ανάστημα.
«Έραγκον!»
αναφώνησε, και πριν εκείνος απαντήσει, τον αγκάλιασε σφιχτά.
Η
Σαφίρα έσκυψε το κεφάλι της, αποδεχόμενη την παρουσία της.
«Κράτησα
την υπόσχεση μου, κυρά του φωτός. Η άφιξη μου όμως στη χώρα σας δεν είναι για
καλό. Άρυα, πρέπει να μιλήσω στο συμβούλιο των σοφών. Ο πόλεμος μας βρήκε και
δε θα περιμένει την εκπαίδευση μου…» εκμυστηρεύτηκε ο Έραγκον με εξομολογητικό
τόνο.
«Είχαν
προβλέψει τον ερχομό σου και θέλουν να σου μιλήσουν για αυτό…» του αποκρίθηκε η
Άρυα προβληματισμένη.
Ο
Έραγκον ύψωσε τη φωνή του στο Συμβούλιο που είχε συγκεντρωθεί στον πύργο του Συλλογισμού:
«Οι
άνθρωποι του Κάρβαχολ βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο Γκαλμπατόριξ ετοιμάζεται για το
τελικό του σχέδιο. Πολιορκεί τους ανθρώπους και ύστερα θα χτυπήσει ξανά τους Βάρντεν.
Οι αριθμοί της συμμαχίας μειώνονται μέρα με τη μέρα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε
άλλο. Χρειάζονται βοήθεια. Ζητώ από εσάς να έρθετε μαζί μας για να τους διασώσουμε
και να χτυπήσουμε τον Γκαλμπατόριξ, πριν προλάβει αυτός!»
Το
Συμβούλιο των ξωτικών ψιθύρισε αναμεταξύ του. Τα πρόσωπά τους ήταν ατάραχα,
όμως η απάντηση ήρθε ψυχρή:
«Δεν
αμφισβητούμε τη γενναιότητά σου, Δρακοκαβαλάρη, μήτε τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Μα, η εμπιστοσύνη μας πρέπει να κερδηθεί. Οι λεγεώνες μας δεν μπορούν να ακολουθήσουν
έναν ανεκπαίδευτο δρακοκαβαλάρη. Πριν αποφασίσουμε, πρέπει να περάσεις από το
Δώμα της Δοκιμασίας.»
Ο
Έραγκον ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Η Σαφίρα, μέσα στο μυαλό του, βρυχήθηκε:
«Όχι! Δεν γνωρίζουν τι ζητούν. Δε θα μπορώ να
σε προστατέψω εκεί. Θα σε χάσω!»
Μα
ο Έραγκον έμεινε πράος και σταθερός.
«Αν
αυτή είναι η θέλησή σας, τότε δέχομαι.»
Τα
αδέλφια Πέβενσι πληροφορήθηκαν για την εξέλιξη αυτή και στάθηκαν δίπλα στον
Έραγκον. Ο Πήτερ του έσφιξε τον ώμο και του είπε αστειευόμενος: «Πρόσεχε,
δρακοκαβαλάρη, δε θα είμαι εκεί για να σε σώσω…», η Σούζαν τον κοίταξε με
ανησυχία και τον συμβούλεψε: «Έραγκον, άκου μόνο την καρδιά σου, αυτή θα σε
οδηγήσει…» και η Λούσι τον αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια.
Η
Σαφίρα του μίλησε μέσα από τη μεταξύ τους τηλεπάθεια:
«Έραγκον, όλοι οι δρακοκαβαλάρηδες πέρασαν από
το δώμα της Δοκιμασίας. Δεν βγήκαν όμως όλοι έξω. Οι δράκοι τους αφέθηκαν να
αναμένουν την επιστροφή τους για αιώνες, μέχρι που ξεψύχησαν. Λένε ότι οι
καβαλάρηδες που δεν τα κατάφεραν εμποδίζουν τους υπόλοιπους από το να εξέλθουν
αβλαβείς. Πρόσεχε τους και μην εμπιστεύεσαι κανέναν, περά από το ένστικτό σου.
Θα σε περιμένω μέχρι το τέλος της αιωνιότητας…»
«Ευτυχώς,
δεν έχουμε τόσο χρόνο στη διάθεση μας, Σαφίρα. Θα γυρίσω πολύ πιο γρήγορα από αυτό
που φαντάζεσαι. Κράτη την φλόγα σου αναμμένη, το Κάρβαχολ μας περιμένει!»
ανταποκρίθηκε με ομοιοκαταληξία στην δράκαινα του για να πάρει έστω ένα κομμάτι
από τη ανησυχία της.
Η
Άρυα τον συνόδευσε ως την είσοδο του θαλάμου. Το μαρμάρινο δώμα ήταν χαραγμένο
με ρούνους και έμοιαζε να αναπνέει φως. Του έδωσε ένα μικρό φυλαχτό, σκαλισμένο
από σμαράγδι, που έλαμπε σαν πράσινη σταγόνα δροσιάς.
«Δε
μου επιτρέπεται να εισέλθω μαζί σου, Έραγκον. Είμαι εντούτοις ισχυρή μάγισσα, δε θα σε αφήσω μόνο…»
«Γίνεται
μία φορά να βρεθούμε και να μη χρειαστεί να αποχαιρετιστούμε;»
«Γύρνα
πίσω σε μένα και αυτή θα είναι η υπόσχεση μου…»
Ο
Έραγκον πήρε βαθιά ανάσα, άγγιξε το φυλαχτό και πέρασε το κατώφλι. Η βαριά πύλη
έκλεισε πίσω του. Ο κόσμος και ο χρόνος γύρω του πάγωσε.
Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς