Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Έβδομο: "Φωτιά Και Σκιά"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο έκτο μας κεφάλαιο με τίτλο "Οι Δοκιμασίες Των Πολεμιστών" είδαμε την οικογένεια Πέβενσι να παραμένει χωρισμένη και να παίρνει διαφορετικό και επικίνδυνο δρόμο. Στο νέο, έβδομο κεφάλαιο με τίτλο: "Φωτιά Και Σκιά" θα δούμε πώς ο νεαρός Έντμουντ μετατρέπεται σε ηγέτη, αλλά και τη νέα εμφάνιση του μυστηριώδη άνδρα με τη Λεοντή...

Η πορεία ήταν αργή και βαριά. Ο Έντμουντ προχωρούσε πλάι στον Όρικ, ενώ πίσω τους ακολουθούσε η μικρή φάλαγγα των πιστών προς το πρόσωπό του πια Ούργκαλ. Τα βήματά τους αντηχούσαν στα βράχια σαν υπόκωφο πολεμικό τύμπανο. Το φως του δειλινού άρχιζε να σβήνει πίσω τους, όταν ο Όρικ σταμάτησε απότομα προ της πεδιάδας που βρισκόταν το χωριό του Έραγκον. Οι φωτιές από το στρατόπεδο των Ράζακ ήταν ορατές από απόσταση και κύκλωναν ολοένα το Κάρβαχολ.  

«Δε μου αρέσει αυτό, παλικάρι…» μουρμούρισε. «Αν οι χωρικοί δουν τους Ούργκαλ στο πλευρό μας, θα πιστέψουν ότι ερχόμαστε να τους πολεμήσουμε και να τους σφάξουμε στο όνομα του Γκαλμπατόριξ. Δεν θα καταλάβουν… Ούτε εγώ θα καταλάβαινα…»

Ο Έντμουντ έσφιξε τα χείλη του και ανταποκρίθηκε με τα εξής αποφασιστικά λόγια: «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να εξηγούμε. Ή μπαίνουμε τώρα ή χάνουν τα πάντα.»

Ανέβηκαν σ’ έναν λόφο για να ιχνηλατήσουν την περιοχή. Από κάτω, το χωριό του Έραγκον φλεγόταν. Κραυγές και συγκρούσεις σιδήρου έσκιζαν τον αέρα. Ο καπνός σκέπαζε τον νυχτερινό ουρανό. Στην άκρη του ποταμού, ο Ρόραν και μια χούφτα άντρες κρατούσαν μετά βίας τις γραμμές, αλλά ήταν φανερό πως υποχωρούσαν βήμα το βήμα.

«Οι Ράζακ…» είπε βραχνά ο Όρικ. «Αυτά τα τέρατα τους οδηγούν αυτοπροσώπως!»

Ο Έντμουντ ένιωσε μια φλόγα να τον καίει μέσα του. Γύρισε προς τους Ούργκαλ, με τα μάτια του να είναι σκοτεινά αλλά ζωντανά και παθιασμένα.

«Και τώρα θα αποδείξετε την αξία και την πίστη σας σε μένα! Επιτεθείτε στα αδέλφια σας εκεί κάτω! Σπάστε τις γραμμές τους! Σώστε το Κάρβαχολ!»

Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι Ούργκαλ όρμησαν με βρυχηθμούς και ιαχές. Η γη σείστηκε από το πάτημά τους, και οι στρατιώτες των Ράζακ, αιφνιδιασμένοι και ξαφνιασμένοι, στράφηκαν στα μετόπισθεν για να τους αντιμετωπίσουν και να τους συγκρατήσουν.

Ο Όρικ τον άρπαξε από τον ώμο. «Θα σε σφάξουν, αγόρι μου! Δεν είναι παιχνίδι!»

Ο Έντμουντ χαμογέλασε αχνά και κλείνοντας το δεξί του μάτι απάντησε: «Πρώτα πρέπει να με δουν, άρχοντα Όρικ.»

Και με μια κίνηση εξαφανίστηκε, χάθηκε μέσα στον αέρα.

Η μάχη γύρω του έμοιαζε χαοτική. Οι δικοί του Ούργκαλ και οι αντίστοιχοι των Ράζακ μπλέχτηκαν σε μία θανάσιμη αγκαλιά με τις σπίθες από τους δαυλούς και τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων να απλώνονται στην πεδιάδα. Ο Έντμουντ κινήθηκε ανάμεσα τους αόρατος, ώσπου είδε έναν άνδρα με αρχοντικό ανάστημα. Ήταν ο Ρόραν! Δεν το γνώριζε, αλλά σαν τον είδε περικυκλωμένο, να παλεύει με το σφυρί του απέναντι σε τρεις αντιπάλους, στάθηκε στο πλάι του δίχως δεύτερη σκέψη.

Με μια αιφνίδια εμφάνιση, ο Έντμουντ έσπασε την αλυσίδα που κρατούσε κάτω τον ξάδερφο του Έραγκον. Ένας στρατιώτης γύρισε να τον χτυπήσει, αλλά το ξίφος του Έντμουντ βρήκε στόχο πριν καν ολοκληρωθεί η κίνηση του. Και ξανά εξαφανίστηκε.

«Μα, ποιος…;» φώναξε ο Ρόραν, απελευθερωμένος, μα και λαχανιασμένος.

«Φίλος!» απάντησε ο Έντμουντ, και χάθηκε πάλι στη μάχη και το σκοτάδι.

Η πίεση άρχισε να σπάει. Οι Ούργκαλ, υπό τις αιθέριες διαταγές του, έσπρωχναν τον εχθρό μακριά. Οι Ράζακ, βλέποντας τη μάχη να γυρίζει εναντίον τους, σφύριξαν με τις παράξενες κραυγές και τραβήχτηκαν στις σκιές με τους στρατιώτες τους, υπό την κάλυψη μαύρου καπνού.

Όταν η βουή της σύγκρουσης κόπασε, οι χωρικοί μαζεύτηκαν γύρω από τον Ρόραν. Μάτια γεμάτα φόβο καρφώθηκαν στους Ούργκαλ του Έντμουντ. Ήταν έτοιμοι να σηκώσουν τα όπλα για άλλη μία φορά εναντίον τους.

Τότε ο Έντμουντ εμφανίστηκε, δίπλα στον Όρικ. Το σπαθί του στάλαζε αίμα, μα το βλέμμα του ήταν καθαρό.

«Περιμένετε… αυτοί είναι μαζί μου!» είπε δυνατά.

Σιωπή. Ο Ρόραν πλησίασε, τα μάτια του γεμάτα απορία και δυσπιστία.

«Ποιος είσαι, νεαρέ πολεμιστή;»

Ο Έντμουντ θηκάρωσε το σπαθί του και πήρε βαθιά ανάσα λέγοντας:

«Ονομάζομαι Έντμουντ Πέβενσι. Ήρθαμε στο όνομα του δρακοκαβαλάρη Έραγκον, να σώσουμε το χωριό και τους ανθρώπους του.»

«Γνωρίζεις τον Έραγκον; Γνωρίζεις τον ξάδερφο μου;»

Το δάσος είχε βουβαθεί. Ο Πήτερ και η Σούζαν έσφιγγαν τα όπλα τους, αλλά ήταν περικυκλωμένοι από τα τσακάλια του καπνού. Τα μάτια τους έλαμπαν κόκκινα μέσα στην αφύσικη και γεμάτη καταχνιά.

«Σού, μην αφήσεις να σπάσει ο κύκλος μας!» φώναξε ο Πήτερ.

Με μια ξαφνική κίνηση, λάκτισε με όλη του τη δύναμη τον κορμό ενός δέντρου. Το δέντρο γκρεμίστηκε με πάταγο, πλακώνοντας την πρώτη αγέλη σκιωδών λύκων. Το ουρλιαχτό τους έσκισε τον αέρα, μα αντί να σωπάσουν, ξαναπήραν μορφή πάνω στον πεσμένο κορμό, πιο πυκνοί και πιο άγριοι από πριν.

Τότε ο ουρανός σχίστηκε. Η Σαφίρα έπεσε σαν αστραπή από τα ύψη, ο Έραγκον και η Λούσι παρέμεναν δεμένοι στη ράχη της. Η γη τραντάχτηκε, όταν προσγειώθηκε, και οι σκιές διαλύθηκαν από το κύμα δύναμης που απλώθηκε γύρω της.

«Πήτερ! Κρατήσου!» φώναξε ο Έραγκον, πηδώντας από τη σέλα με το σπαθί του περήφανο και υψωμένο.

Οι σκιές συρρίκνωσαν τον κύκλο, όταν μια νέα μορφή βγήκε από την ομίχλη. Ψηλός, τυλιγμένος σε μία Λεοντή, με μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Με το χέρι του απλωμένο εμπρός δείχνοντας το νέο θήραμα των κυνηγών του διέταξε:

«Γίνετε σάρκα! Γίνετε στρατιώτες! Σκοτώστε τους!»

Τα τσακάλια στράφηκαν σε ανθρωποειδείς μορφές, οπλισμένες με μαύρες λεπίδες. Οι κραυγές τους γέμισαν τον αέρα, και ο κύκλος έσφιξε ασφυκτικά γύρω από τα αδέλφια και τον δράκο.

Πριν προλάβει να πέσει το πρώτο χτύπημα, ακούστηκε ένας νέος βρυχηθμός, γηραιός και βαρύς. Ένας καβαλάρης εμφανίστηκε καβάλα σε δράκο πληγωμένο, με φτερά μισοσκισμένα. Ο αναβάτης ήταν γεροδεμένος, αλλά ταλαιπωρημένος από τα χρόνια, με το πρόσωπο του να είναι βαθιά σημαδεμένο.

«Όσο αναπνέω, Εφιάλτη της Αβύσσου, δεν θα τους έχεις!» βρυχήθηκε, και το κουτσό θηρίο του έριξε φωτιά ανάμεσα στις σκιές.

Η μάχη άναψε εκ νέου. Η Σαφίρα όρμησε με τα γαμψά νύχια της και τα παλλόμενα φτερά της, παρασύροντας δεκάδες σκιές. Ο Έραγκον έσπασε έναν αντίπαλο μετά τον άλλον, ενώ η Λούσι, πίσω του, καλούσε με ψιθυριστές προσευχές το φως μέσα στην καταχνιά.

Η Σούζαν ύψωσε το τόξο της, τα μάτια της καρφωμένα στον άνδρα με τη Λεοντή. Άφησε το βέλος, κι αυτό βρήκε στόχο στον ώμο του. Ο άγνωστος ούρλιαξε, ο καπνός γύρω του ταράχτηκε.

«Τώρα!» φώναξε ο Έραγκον.

Ο Πήτερ όρμησε πλάι του, τα σπαθιά τους γυάλισαν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμα να τον συλλάβουν. Για μια στιγμή, έμοιαζε στριμωγμένος και χαμένος.

Μα τότε, με ένα αγκομαχητό, η μορφή του διαλύθηκε σαν καπνός στον άνεμο. Κομμάτι της Λεοντής του έμεινε για λίγο πίσω του, κι ύστερα εξαϋλώθηκε και αυτή.

Το δάσος σώπασε ξανά. Μόνο η βαριά ανάσα της Σαφίρας και ο συριγμός του γέρου δράκου ακούγονταν.

Ο Πήτερ στάθηκε με το σπαθί στο χέρι, ιδρωμένος και γεμάτος οργή.

«Θα ξαναγυρίσει…» είπε μέσα από τα δόντια του ανακαταλαμβάνοντας την αναπνοή του στην πορεία.

Ο γέρος αναβάτης πλησίασε με σταθερό βήμα, το βλέμμα του ήταν κουρασμένο, αλλά μονίμως διαπεραστικό.

«Και τότε… θα είσαστε έτοιμοι. Εγώ θα σας δείξω τον τρόπο!»


Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις