«Ιστορίες Του Μπρόνξ» (1993) στη γειτονιά του κινηματογράφου «Απόλλων»
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Μετά
από καιρό, βρεθήκαμε στην ευχάριστη θέση να παρακολουθήσουμε στον θερινό κινηματογράφο
«Απόλλων» ένα έργο από το παρελθόν.
Δε θα πάμε τόσο πίσω, όσο πήγαμε με την ταινία «Κάποτε Στη Δύση» (1968) του Σέρτζιο
Λεόνε. Αντιθέτως, θα μεταφερθούμε
δύο δεκαετίες μετά, σε μία εποχή που το «γκανγκστερικό» - εγκληματικό φιλμ
γνώρισε μία καλλιτεχνική αναζωπύρωση και μία νέα σύντομη ακμή. Ο λόγος για
το έργο με τίτλο: «Ιστορίες Του Μπρόνξ»
(A Bronx Tale, 1993). Πάμε να δούμε, αν
η ταινία καταφέρνει να σταθεί στη σύγχρονη εποχή και τι απόκριση βρίσκει στο
νεανικό κοινό!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε στο Μπρόνξ της Νέας
Υόρκης στην Αμερική κατά τη δεκαετία του‘60.
Ο νεαρός Ιταλοαμερικανός Καλότζερο
μεγαλώνει σε μία σκληρή γειτονιά, με την οικογένειά του να αντιμετωπίζει
οικονομικά προβλήματα και το σπίτι τους να βρίσκεται δίπλα στο στέκι της
τοπικής μαφίας. Αφεντικό αυτής δεν είναι
άλλος από τον εννιαδάχτυλο Σόνυ. Μία
ημέρα, ο Καλότζερο θα γίνει μάρτυρας
μίας μαφιόζικης εκτέλεσης και θα κληθεί να δώσει κατάθεση ενώπιον των γειτόνων
του. Η άρνηση του να αποκαλύψει ποιος έκανε τη δολοφονία, θα αυξήσει το
κύρος και τη συμπάθεια προς το πρόσωπο του. Μέσα σε ένα κλίμα ενηλικίωσης στην ημίμετρη παραβατικότητα,
αντιπαλότητας ανάμεσα σε δύο δυναμικές πατρικές φιγούρες, ο Καλότζερο θα κληθεί
να επιλέξει, με ποιον τρόπο θα ζήσει τη ζωή του σε ένα εχθρικό πλαίσιο, όπου
όλοι επιθυμούν τον σεβασμό δια του φόβου.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Αυτή
τη φορά στη θέση ευθύνης δεν κάθεται ένας δημιουργικός καλλιτέχνης που
συνηθίζει να κοιτάζει μέσα από τον φακό. Αντιθέτως, η κύρια δουλειά του είναι να βρίσκεται εμπρός του και να συναρπάζει με
το ερμηνευτικό του εύρος. Αυτός δεν είναι άλλος από έναν από τους
τελευταίους του είδους του, Ρόμπερτ Ντε
Νίρο. Ο ερμηνευτής για πρώτη φορά μέχρι εκείνο το σημείο της καριέρας του
αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει ένα φιλμ, αλλά
για ποιο λόγο λαμβάνει αυτή την απόφαση;
Η
απάντηση βρίσκεται ευθύς στον συμπρωταγωνιστή του, τον Τσάζ Παλμιντέρι. Ο εν λόγω ηθοποιός έγραψε ένα σενάριο, βασισμένο
στα γεγονότα που στιγμάτισαν την παιδική του ηλικία. Με τον όρο να υποδυθεί τον χαρακτήρα του γκάνγκστερ «Σόνυ» αναζητούσε
διακαώς χρηματοδότηση για το πρότζεκτ του. Ο Ντε Νίρο, ως Ιταλοαμερικανός και ο ίδιος ταυτίζεται σε βαθμό με την
ιστορία και αποφασίζει να εκπληρώσει τον όρο του συναδέλφου του, αρκεί να σκηνοθετήσει και να ερμηνεύσει και
εκείνος με τη σειρά του έναν ρόλο. Με το όνομα του αγκιστρωμένο στο πρότζεκτ,
όλα τα υπόλοιπα εισήλθαν σε πορεία πραγμάτωσης.
Με
την ιδιότητα του ως ερμηνευτής, ο Ρόμπερτ
Ντε Νίρο απέσπασε στην καριέρα του δεκάδες βραβεία, ως σκηνοθέτης όμως
μπόρεσε να τα καταφέρει; Η απάντηση
είναι θετική και καταλυτική! Όλα δείχνουν ότι η στενή του συνεργασία με τον
σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε απέδωσε
κάτι παραπάνω από καρπούς. Μέσα από την
τρόπον τινά σπουδή στη σχολή του Σκορσέζε, ο Ντε Νίρο σκηνοθετεί με επαρκή
αυτοπεποίθηση.
Γνωρίζει
που ακριβώς πρέπει να σταθεί η κάμερα και με ποιον τρόπο να κινηθεί στον χώρο. Δεν αρέσκεται σε μοντέρνες προσεγγίσεις,
ακολουθεί την πεπατημένη του συνεργάτη και φίλου του. Αυτό βέβαια δε
σημαίνει σε καμία περίπτωση πως έχουμε στατική σκηνοθεσία. Υπάρχουν σκηνές με κάμερα στο χέρι και εντατικά κοντινά. Ορισμένες
σεκάνς κόβονται και μοντάρονται επάνω στα μουσικά κομμάτια, που επιλέχθηκαν να
«ενδύσουν» την εκάστοτε σκηνή. Στο έργο δε λείπουν στιγμές, που έχουμε την
αποκαλούμενη «slow motion» τεχνική.
Η χρήση της εντούτοις δεν ακολουθεί τους συνήθεις της ρυθμούς, αλλά ενισχύει άψογα την ατμόσφαιρα.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Η
ταινία δεν έχει έναν μονάχα πρωταγωνιστή. Έχει
μία δυναμική τριάδα πρωταγωνιστών, εντός της οποίας ο κάθε ένας από τους
χαρακτήρες είναι ήρωας της δικής του πτυχής της ιστορίας.
Σε
έναν από τους τρεις λοιπόν πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουμε τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Κατά τη δεκαετία που
κυκλοφορεί η ταινία, ο ηθοποιός είχε τη
φήμη του επονομαζόμενου «tough guy»,
δηλαδή του σκληροτράχηλου τύπου, εξαιτίας μίας σειράς αντίστοιχων ρόλων. Σε
αυτό το φιλμ, όμως επιλέγει συνειδητά να ερμηνεύσει τον βιοπαλαιστή «Λορέντζο», πατέρα του «Καλότζερο», ο οποίος αντιπαθεί πλήρως
την εύκολη ζωή και την παραβατικότητα στη γειτονιά του. Σε κόντρα ρόλο λοιπόν, ο Ντε Νίρο αποδίδει, -άλλωστε όπως πάντα- το
μέγιστο των δυνατοτήτων του.
Με
το φιλμ να είναι αφιερωμένο στον πατέρα του, ο ερμηνευτής φέρνει επί σκηνής μία από τις πιο ρεαλιστικές πατρικές
φιγούρες, που είδε ποτέ ο αμερικανικός κινηματογράφος. Βέβαια, βρισκόμαστε
σε μια περίοδο, που οι ηθοποιοί είναι προσκολλημένοι στην ερμηνευτική τους
συνταγή και σφραγίδα. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα να έχουμε έναν οριακά νευρικό Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που φέρει στο
πρόσωπο του μία μόνιμη δυσαρέσκεια, την οποία και εξωτερικεύει με μετριασμένα
ξεσπάσματα.
Στον
δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο έχουμε τον Τσάζ
Παλμιντέρι. Έχοντας βιώσει και γράψει το σενάριο δε θα μπορούσε κάποιος
άλλος να ερμηνεύσει τον χαρακτήρα του «Σάνυ». Δεν είναι ένας δύσκολος ρόλος. Η εποχή είναι γεμάτη με ερμηνείες
αυτού του βεληνεκούς και ποιότητας, αλλά
η άνεση που φέρει επί οθόνης είναι ακαταμάχητη. Μία μεγάλη μερίδα του
κόσμου, θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Παλμιντέρι
με λόγου χάρη τον Άλ Πατσίνο. Δε θα ήταν το ίδιο φιλμ, και με έναν άλλον
ερμηνευτή στον ρόλο, θα χανόταν ο ρεαλιστικός τόνος του έργου. Πέρα από την
άνεση του ηθοποιού, ο Τσάζ Παλμιντέρι
επικοινωνεί με το βλέμμα του τη ρήση του χαρακτήρα του. Εκπέμπει δηλαδή τον
σεβασμό δια του φόβου, με το βλέμμα του να διατηρεί ένα σκοτάδι, ακόμα και στις
ανάλαφρες σκηνές του.
Τέλος,
αφήνουμε τον χαρακτήρα του «Καλότζερο»,
ο οποίος ενσαρκώνεται από δύο ηθοποιούς.
Ο πρώτος είναι ο Φράνσις Κάπρα (για
τις νεανικές του σκηνές) και ο δεύτερος ο Λίλο
Μπρανκάτο (για τις ενήλικες του σκηνές). Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών εναρμονίζονται πλήρως μεταξύ τους και
συνθέτουν προοδευτικά τον χαρακτήρα. Ο Κάπρα χρησιμεύει για την εισαγωγή
και παρουσίαση του ήρωα. Οι θεατές
δένονται μαζί του, καθώς αποτελεί τον άμεσο σύνδεσμο τους με την ιστορία και
τον κόσμο της ταινίας. Ο νεαρός ηθοποιός κάνει εξαιρετική δουλειά δίπλα
στους φτασμένους συναδέλφους του και το κοινό δεν τον ξεχνάει όταν περάσει την
σκυτάλη στον Μπρανκάτο. Στα πλαίσια
του τελευταίου, ο ερμηνευτής που αναλαμβάνει πετυχαίνει πλήρως τους σκοπούς
του. Μοιάζει υπερβολικά με τον Ντε Νίρο,
και επιχειρεί επιτυχώς να ισορροπήσει ανάμεσα στις δυναμικές των συμπρωταγωνιστών
του.
Cut! It’s a wrap:
Κλείνοντας,
το φιλμ, προερχόμενο από θεατρική
παράσταση καταφέρνει να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εποχής. Η προσέγγιση
που ακολουθείται ενδόμυχα είναι αυτή της αποτύπωσης μίας παλιάς, σε βαθμό
«γλυκιάς» ανάμνησης και ακριβώς αυτό τον αέρα φέρνει. Με τον κινηματογράφο να είναι γεμάτος και με την προβολή να έχει
κυριολεκτικά ξεπουλήσει τα εισιτήρια, εύκολα μπορούμε να πούμε ότι η ταινία
κρατιέται στο ύψος της ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια. Δε θέλει να κάνει
εντύπωση, ούτε να συναρπάσει, αλλά
κινείται με μετριοπάθεια, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που εκτιμάται, όπως όλα
δείχνουν διαχρονικά.
Θα έβαζα με την αίσθηση «γλυκιάς
ανάμνησης» ένα 8,2/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 2 ώρες και 1 λεπτό
Είδος: Γκανγκστερικό-εγκλήματος
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ντε Νίρο
Πρωταγωνιστές: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τσάζ Παλμιντέρι, Λίλο Μπρακάντο, Φράνσις Κάπρα, Τάραλ Χίκς
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #RobertDeNiro #ABronxTale #Gangster #Crime #RobertDeNiro #ChazzPalminteri
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς