«Butch Cassidy And The Sundance Kid» (1969): Νιούμαν Και Ρέντφορντ Κατακτούν Την Άγρια Δύση!

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Το αφιέρωμα μας στον ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ συνεχίζεται και αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για την πρώτη του μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Ο λόγος για το έργο που διαμόρφωσε εκ νέου το πλαίσιο του κινηματογραφικού είδους του «γουέστερν» και φέρει τον τίτλο: «Οι Δύο Ληστές» (Butch Cassidy and the Sundance Kid, 1969). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο αυτό το φιλμ ανανεώνει το είδος και το καθιστά μοναδικό!

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Νότια Αμερική. Οι θρυλικοί παράνομοι, Μπούτς Κάσιντι και Σάντανς Κίντ αποφασίζουν να ληστέψουν το πολύτιμο φορτίο που μεταφέρει ο σιδηρόδρομος. Το σχέδιο του περιλαμβάνει και χωρίζεται δύο φάσεις ληστείας. Μία κατά το ταξίδι του και μία κατά την επιστροφή του. Το πλάνο τους δεν πηγαίνει όπως σχεδιάστηκε, και αναγκάζονται να περάσουν τα σύνορα με κατεύθυνση την Βολιβία. Μέσα σε ένα κλίμα αλλαγής του κόσμου γύρω τους, οι δύο άνδρες θα αποπειραθούν να ακολουθήσουν το γράμμα του νόμου, αλλά μία φορά ληστές, για πάντα… Δύο Ληστές.

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Ο δημιουργός που αναλαμβάνει την πολυπόθητη θέση του σκηνοθέτη είναι ο Τζόρτζ Ρόι Χίλ. Ο καλλιτέχνης δεν είχε ασχοληθεί ξανά με έργο του είδους. Αντιθέτως, οι προηγούμενες ταινίες του αφορούσαν κωμικές ιστορίες και μιούζικαλ, δύο είδη που θα τον επηρεάσουν στο νέο του κινηματογραφικό εγχείρημα. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 καθίσταται σαφές ότι το κλασικό «γουέστερν» χάνει τη δημοφιλία και τη δυναμική του. Ο Χίλ δεν επιθυμεί να είναι μάρτυρας των εξελίξεων, αλλά κοινωνός αυτών!

Αυτός είναι ο λόγος που αποτυπώνει αυτή τη μεταβολή εντός της ιστορίας του. Το φιλμ ανοίγει με έναν πρόλογο, ο οποίος πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί φόρο τιμής στο πρώτο «γουέστερν» με τίτλο: «Η Μεγάλη Ληστεία Του Τρένου» (The Great Train Robbery, 1903), γυρίστηκε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να μοιάζει με ντοκουμέντο. Ο σκηνοθέτης διατηρεί αυτή την ουδέτερη απόχρωση κατά την εναρκτήρια σκηνή, που εισάγονται οι πρωταγωνιστές του, μέχρι να αφήσουν πίσω τους το «κλασικό» σαλούν. Η έξοδος τους από αυτό μεταβάλλει το πλαίσιο και ζωντανεύει την χρωματική παλέτα.

Η κάμερα του Τζόρτζ Ρόι Χίλ διαθέτει μία διακριτική δυναμική. Στηρίζεται στη μεγάλη εικόνα, ενώ αρέσκεται στα αποκαλούμενα «reveal shot». Δεν είναι λίγες οι φορές που το μακρινό πλάνο κλείνει ασφυκτικά και το κοντινό αντίστοιχο ανοίγει με διάθεση αποκάλυψης. Αυτό συμβαίνει για χάρη της έντασης, αλλά και της πρόσκαιρης κωμωδίας. Μιλώντας για τον τόνο, οι συντελεστές εμπρός και πίσω από τις κάμερες δεν αποφασίζουν που δείχνουν την προτίμηση τους. Το έργο στη βάση του είναι σοβαρό, αλλά εμπεριέχει πλήθος αστείων εγγενώς στιγμών. Ο Πώλ Νιούμαν ανησυχούσε για την κωμική διάσταση του σεναρίου, καθώς θεωρούσε ότι δε θα τα καταφέρει σε αυτό το κομμάτι. Οι οδηγίες που έλαβε, ήταν οι εξής, να μεταφέρει τις ατάκες και τα λόγια του με απόλυτη σοβαρότητα. Το αποτέλεσμα ξεκαρδιστικό!

Από την άλλη, η αφήγηση και κατ’ επέκταση ο ρυθμός παρουσιάζεται εξαιρετικά οικονομικός. Ο σκηνοθέτης δε θα κινηματογραφήσει οτιδήποτε περιττό. Βέβαια, δε θέλει το φιλμ του να έχει ανεξήγητα χρονικά άλματα. Αρκείται στα λογικά αντίστοιχα. Αυτός είναι και ο λόγος που δε θα διστάσει να δείξει μία σειρά από φωτογραφίες που θα αφηγηθούν την πορεία των δύο ανδρών. Με αυτό τον τρόπο δίνει ενδόμυχα και την αίσθηση του ρεαλισμού και της πιστότητας στους ήρωες και την ιστορία τους. Ακόμα, θα χρησιμοποιήσει μουσικά κομμάτια που θα ντύσουν ολόκληρες σεκάνς, όπως αυτή με τον «Μπούτς» να οδηγεί το ποδήλατο (Raindrops Keep FallinOn My Head), αλλά και τις αλλεπάλληλες περιπέτειες των δύο παρανόμων στην Βολιβία.

«Στο σετ του ηθοποιού»:

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο απαρτίζεται από τους Πώλ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με την Κάθριν Ρός να ενισχύει το βήμα τους καθιστώντας τους μία δυναμική τριάδα.

Η αλήθεια είναι όμως ότι οι ρόλοι εξαρχής θα είχαν διανεμηθεί διαφορετικά. Στον ρόλο του Πώλ Νιούμαν θα βλέπαμε τον Στήβ Μακουίν, με τον πρώτο να αναλαμβάνει διαδοχικά να υποδυθεί τον «Sundance Kid». Αναμφίβολα, θα ήταν μία εξίσου ενδιαφέρουσα εκδοχή της ιστορίας, αλλά οι μεταβολές που συντελέστηκαν κινήθηκαν προς την σωστή κατεύθυνση.

Η επιλογή του Νιούμαν ως «Butch Cassidy» επιβεβαιώνει την παραπάνω οπτική, καθώς ο ρόλος του αστείου, γοητευτικού, σκεπτικιστή και τυχοδιώκτη του ταιριάζει απόλυτα. Ο ερμηνευτής κατάφερε να εντρυφήσει στον ρόλο και να αποδώσει τον χαρακτήρα με ιδιαίτερη πιστότητα, που εξέπληξε μέχρι και την αδελφή του πραγματικού Κάσιντι, η οποία επισκέφθηκε το σετ. Η θέση του συμπρωταγωνιστή του παρέμενε ακόμη ανοιχτή, με τον Πώλ Νιούμαν να προτείνει τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, παρά την αποτροπή του ατζέντη του. Υπήρχε η ανησυχία ότι θα τον επισκιάσει, αλλά ο ηθοποιός βάζοντας την επιτυχία του έργου του πάνω από όλα κίνησε τις διαδικασίες για την επιλογή.

Ο Ρέντφορντ από την άλλη, αφήνει το αστικό στυλ που είδαμε στην προηγούμενη του ταινία με τίτλο: «Ξυπόλητοι Στο Πάρκο» (1967) και αναλαμβάνει το αντίστοιχο του απόλυτου καουμπόι. Με το θρυλικό του μουστάκι να γίνεται σήμα κατατεθέν του «Sundance Kid» και να κρύβει τα ευγενικά του χαρακτηριστικά αποδίδει έναν από τους πιο άνετους, νευρικούς και σκληροτράχηλους άνδρες της άγριας Δύσης. Η χημεία του με τον Νιούμαν αγγίζει άνετα τις παρυφές της αψεγάδιαστης τελειότητας, με το σενάριο να αναρριχάται στη μεταξύ τους δυναμική. Το πείραμα θα επαναληφθεί στο φιλμ με τίτλο: «Το Κεντρί» (1973).

Για το τέλος αφήσαμε την Κάθριν Ρός στον ρόλο της δασκάλας «Έττα». Ο χαρακτήρας της εισέρχεται στην ιστορία μετά την εισαγωγή των συμπρωταγωνιστών της. Δεν έχει μεγάλη σκηνική παρουσία, αλλά ο χρόνος που της δίνεται είναι αρκετός για να αναπτύξει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, κάτι που δεν ήταν δεδομένο σε έργα του είδους. Μέσα από τον χαρακτήρα της μαθαίνουμε κάτι από το παρελθόν των δύο πρωταγωνιστών, ενώ πλαισιώνει άψογα στις σεκάνς, που η δράση και η κωμωδία διαμοιράζεται.

Cut! It’s a wrap:

Κλείνοντας, η ταινία άφησε εποχή και επηρέασε τους μετέπειτα καλλιτέχνες. Ο Κρίστοφερ Κολόμπους βλέποντας την θεώρησε ότι το «γουέστερν» στο σύνολο του αναγεννήθηκε. Ο Τζόν Μπούρμαν από την άλλη υποστήριξε ότι αποτέλεσε κομμάτι της θεματικής παρακμής του είδους. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης μετά την παρακολούθηση αυτού του φιλμ. Ο πρωταρχικός σκοπός των συντελεστών πέτυχε πλήρως. Ανέδειξε την ανάγκη για «εκσυγχρονισμό», ενώ παράλληλα απέδειξε πως υπήρχε χώρος για νέες ιδέες και όραμα. Το έργο απέσπασε τέσσερα βραβεία οσκαρ, ανάμεσα στα οποία και καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού, μίας μουσικής προσθήκης που ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πίστεψε πως δεν ήταν ταιριαστή και ότι θα κατέστρεφε την ταινία.

Θα έβαζα με επινοητικότητα αλά Κάσιντι και θάρρος αλά Σάντανς ένα 8,8/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»

Διάρκεια: 1 ώρα και 50 λεπτά

Είδος: Γουέστερν

Σκηνοθεσία: Τζόρτζ Ρόι Χίλ

Πρωταγωνιστές:Πώλ Νιούμαν,  Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Κάθριν Ρός

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #GeorgeRoyHill #ButchCassidyAndTheSundanceKid #Western #PaulNewman #RobertRedford


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις