«Οι Τρεις Ημέρες Του Κόνδορα» (1975): Η Ταινία Που Προέβλεψε Τη Δράση Του Βαθύ Κράτους Της Αμερικής!

Έχουμε χρόνο εισαγωγή;

Ο καλλιτέχνης Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πέρα από την ιδιότητα του ως ένας από τους πιο πετυχημένους ερμηνευτές της γενιάς του, υπήρξε εξαιρετικά ανήσυχος με τα πολιτικά πράγματα της εποχής του. Ο δημιουργικός του προβληματισμός δεν άργησε να ενταχθεί στα έργα που πρωταγωνίστησε. Αυτός είναι και ο λόγος που θα μιλήσουμε για την ταινία με τίτλο: «Οι Τρεις Ημέρες Του Κόνδορα» (Three Days Of The Condor, 1975). Πάμε να δούμε λοιπόν με ποιον τρόπο ένα φιλμ κατέστησε το περιεχόμενο του σχεδόν «προφητικό» σε μία εποχή, κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διήλθαν σε βαθιά πολιτική κρίση!

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Ο Τζόσεφ Τέρνερ ή αλλιώς «Κόνδορας» εργάζεται ως αναλυτής των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής, τη «CIA». Είναι περισσότερο ερευνητής γραφείου, παρά πράκτορας πεδίου. Κάποια στιγμή, τα γραφεία της υπηρεσίας του θα δεχθούν επίθεση και η πλειοψηφία του προσωπικού θα εκτελεστεί εν ψυχρώ. Ο Τέρνερ θα επιβιώσει και θα καλέσει για βοήθεια. Δε θα αργήσει να αντιληφθεί ότι η επίθεση συνέβη έπειτα από διαταγή εκ των έσω. Μέσα σε ένα κλίμα αλλεπάλληλων αποπειρών δολοφονίας, γενικής παράνοιας, διαρκούς καταδίωξης και μίας αμφιλεγόμενα αποκαλυπτικής αναφοράς, ο Τέρνερ θα αφήσει πίσω του την παλιά του ταυτότητα και θα μετατραπεί σε έναν «Κόνδορα», καταδικασμένος να ζει κυνηγημένος.

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Αρχικά, η ιδέα της ιστορίας ανήκε στο σύγχρονο τότε βιβλίο του Τζέιμς Γκράντι με παραπλήσιο τίτλο: «Οι Έξι Ημέρες Του Κόνδορα». Η παραγωγή του αναλήφθηκε από τον διαβόητο παραγωγό Ντίνο Ντε Λορέντις, ο οποίος επέλεξε τον Πήτερ Γέιτς ως σκηνοθέτη και τον Γουόρεν Μπίτι ως πρωταγωνιστή. Τα πλάνα όμως άλλαξαν με την είσοδο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο κάδρο και στο πρότζεκτ. Αν και ο Γέιτς δεν του ήταν άγνωστος, καθώς είχαν συνεργαστεί ξανά, ο ερμηνευτής για άλλη μία φορά προτίμησε τον προσφιλή και στενό του συνεργάτη Σίντνεϊ Πόλακ. Με το αίτημα του να ικανοποιείται, οι δύο τους άρχισαν από την αρχή να οραματίζονται από κοινού και να σχεδιάζουν το νέο τους φιλμ.

Αν και η φρενίτιδα του υπέρ κατασκόπου «Τζέιμς Μπόντ» είχε εκδηλωθεί έντονα στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά δρώμενα κατά τη δεκαετία του ‘60, οι παραγωγοί του «Χόλυγουντ» συνέχιζαν να θεωρούν, πως αυτή ήταν και η μοναδική προσέγγιση, που μπορούσε να τους αποφέρει κέρδη. Οι Πόλακ και Ρέντφορντ ακολούθησαν όμως διαφορετική κατεύθυνση. Επιθυμούσαν να κάνουν ένα πολιτικό σχόλιο μέσα από το έργο, δεδομένου και του σκανδάλου του «Watergate», που είχε αποκαλυφθεί μονάχα τρία χρόνια πριν την κυκλοφορία του. Παρά τις ενδογενείς πιέσεις της εταιρείας παραγωγής «Paramount», αλλά και τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, συνέχισαν με το αρχικό σχέδιο. 

Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αλλάξει τον τίτλο του βιβλίου, κόβοντας στη μέση το διάστημα που έχει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας για να γλιτώσει. Αυτή η παρέμβαση είχε ως συνέπεια να ενταθεί η αίσθηση του κινδύνου και η ασφυκτική ατμόσφαιρα. Ο ρυθμός του έργου παρουσιάζει μία αμήχανη αυξομείωση, με τη δράση να τρέχει κατά την αρχή και να παίρνει τον χρόνο της στη συνέχεια. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σκηνοθετικό σφάλμα, αλλά γίνεται συνειδητά. Ο Πόλακ κατά τη διάρκεια της ταινίας του δοκιμάζει συνεχώς να φέρει τους/τις θεατές του σε ολοένα και πιο αμήχανη θέση. Θέλει να ταυτιστούν με τον ήρωα του, ο οποίος διώκεται σε βαθμό που να χάνει τον εαυτό του και να γίνεται έως και παρανοϊκός.

Με το ρυθμό να αμφιταλαντεύεται, όπως και η ψυχική υγεία του πρωταγωνιστή του, ο τόνος ακολουθεί αυτή τη δυσαρμονία. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται ανάλαφρός. Αντιθέτως, ακολουθεί μία βαριά πορεία διαρκούς κλιμάκωσης, με τα ερωτηματικά να διογκώνονται και να ρίχνουν την σκιά τους στον ήρωα. Η επιλογή του μουσικού θέματος και των λοιπών ήχων είναι εκείνη, που αν και ακολουθεί τη μόδα της εποχής της, αποτυγχάνει να διατηρήσει τη σοβαρότητα του θεματικού πυρήνα του φιλμ της. Η δεκαετία του ‘70, όπως και να το κάνουμε, ήταν η εποχή του πειραματισμού, αρά σε κάποιο βαθμό τέτοιου είδους επιλογές αποδίδονται εκεί. Η κάμερα του από την άλλη παραμένει κραταιή και κινηματογραφεί βασικά και συνολικά.

Αυτή τη φορά όμως τρεις σκηνές είναι εκείνες που δε σε αφήνουν μετά την προβολή. Η πρώτη αφορά την επιχείρηση της στυγερής εκτέλεσης των αναλυτών. Ο Σίντνεϊ Πόλακ, επηρεασμένος από την ωμή βία της εποχής του δεν ωραιοποιεί τη βία. Μετά, ακολουθεί η σεκάνς της ερωτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Ακολουθεί τις επιταγές του ρυθμού και χαρακτηρίζεται άβολή και αμήχανη, αλλά με ανεξήγητο τρόπο συγχρόνως πρωτότυπη. Τα κοντινά σε χείλη και χέρια κόβονται, για να εστιάσουμε επιτακτικά σε φωτογραφίες απομόνωσης και μοναξιάς. Στη συνέχεια ακολουθεί η σκηνή της πάλης, που προσεγγίζεται με έναν μοντέρνα «χιτσκοκικό» τρόπο (Torn Curtains, 1966). Δεν είναι τίποτα στημένο, δεν υπάρχει χορογραφία, τα κορμιά πέφτουν, συγκρούονται και κυλιούνται μέχρι τη λύση της σεκάνς.

«Στο σετ του ηθοποιού»:

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον ρόλο του «Τέρνερ/Κόνδορα» ερμηνεύει τον χαρακτήρα εστιάζοντας στην ανησυχία, στην κούραση, στην υποψία, στον φόβο. Δεν αργεί να βρει τις ισορροπίες του στη νέα πραγματικότητα, αλλά, όπως και το κοινό, αισθάνεται να πνίγεται μέσα σε αυτή. Ο ρόλος του είναι μία τρόπον τινά «πρόβα» για αυτό που θα ακολουθήσει στο επόμενο του φιλμ, το οποίο είναι αμιγώς πολιτικό. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το έργο κλείνει με την εναπόθεση της ελπίδας στην ίδια την ελευθεροτυπία.

Η Φαίη Ντάναγουεϊ στον ρόλο της «Κάθυ» ακολουθεί ευθύς το υποκριτικό βήμα του συμπρωταγωνιστή της. Η ερμηνεία της φλερτάρει με μία νευραλγική αμηχανία. Στο αρχικό σενάριο δεν είχε μεγάλο ρόλο, και ο χαρακτήρας της απέμενε αδύναμος και μονοδιάστατος. Η ερωτική σκηνή είναι που τον εξυψώνει και τον καθιστά ως έχει. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας παραγωγής συμβούλεψαν αυτή η σκηνή να κοπεί, καθώς διατάραζε τον ρυθμό. Ευτυχώς, παρέμεινε και αποτελεί μία από μνημειώδεις πλέον σεκάνς του έργου.

Κλείνοντας, ο Μαξ Βον Σίντοου στον ρόλο του εκτελεστή είναι ο απόλυτος τρόμος. Ο ευρωπαίος ηθοποιός φέρει στο σετ μία παρανοϊκή σχεδόν ηρεμία, και φαίνεται ότι η ταραχή και το χάος της ιστορίας δεν καταφέρνουν να τον αγγίξουν, αν και είναι οργανικό της κομμάτι. Σε μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές στη δομή του σεναρίου, απομένει ο μοναδικός σύμμαχος του ήρωα.

Cut! Its a wrap:

Η ταινία δεν αποτελεί μία εύκολη εμπειρία και θέαση. Αν ο/η θεατής δεν εισέλθουν στον κόσμο που τους ανοίγεται εμπρός τους, θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν τον ρυθμό του φιλμ και κατ’ επέκταση τους χαρακτήρες του. Πρόκειται για ένα πολιτικό, αλλά και προφητικό σχόλιο στο βαθύ κράτος της Αμερικής. Στον απόηχο ενός από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της υπερδύναμης χώρας, το έργο ενίσχυσε περαιτέρω την έλλειψη εμπιστοσύνης και την καχυποψία έναντι της κυβέρνησης. Το ανησυχητικό της ιστορίας είναι ότι η αμερικάνικη υπηρεσία πληροφοριών έδειξε ιδιαίτερο «ενδιαφέρον» και «ζήλο» να γνωρίσει εκ των έσω τι συνέβη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Αντέδρασε έντονα όταν η ταινία κυκλοφόρησε και εργάστηκε υπέρ της άμεσης απόσυρσης της από τις αίθουσες. Τέλος, δεν άργησαν να κοινοποιηθούν στον τύπο ειδήσεις, που αποδείκνυαν εμμέσως πλην σαφώς την πιο σκοτεινή δράση της υπηρεσίας.       

Θα έβαζα με περίσσια μυστικοπάθεια και περιορισμένη παράνοια ένα 7,5/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»

Διάρκεια: 1 ώρα και 57 λεπτά

Είδος: Πολιτικό Θρίλερ

Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Πόλακ

Πρωταγωνιστές: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Φαίη Ντάναγουέϊ, Μαξ Βον Σίντοου

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #SydneyPollack #ThreeDaysOfTheCondor #PoliticalThriller #RobertRedford #FayeDunaway #MaxVonSydow  

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις