«Όλοι Οι Άνθρωποι Του Προέδρου» (1976): Το Φιλμ Θρίαμβος Για Την Τέταρτη Εξουσία!

 Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Με αυτό το άρθρο φθάνουμε τις έξι δημοσιεύσεις για τον εκλιπόντα καλλιτέχνη, δημιουργό, ακτιβιστή Ρόμπερτ Ρέντφορντ και συνεχίζουμε με ένα ακόμη έργο του. Ο λόγος για την ταινία πολιτικής αγωνίας και συγκάλυψης με τίτλο: «Όλοι Οι Άνθρωποι Του Προέδρου» (All The President’s Men, 1976). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα των Ηνωμένων Πολιτειών Της Αμερικής.

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, Ουάσινγκτον. Μία ομάδα διαρρηκτών συλλαμβάνεται επί τω έργω στα γραφεία της παράταξης των Δημοκρατικών στο πολεοδομικό συγκρότημα «Watergate». Μία δυναμική δημοσιογραφική δυάδα των Μπόμπ Γούντγουορντ και Κάρλ Μπέρνστιν έρευνα διεξοδικά την υπόθεση. Δε θα αργήσουν να αντιληφθούν ότι στα χέρια τους έχουν μία υπόθεση κατά πολύ μεγαλύτερη από μία απλή διάρρηξη με πολιτικές προεκτάσεις. Μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής ασυδοσίας, διαφθοράς, δολοπλοκίας, δωροδοκίας, συγκάλυψης και τρομοκρατίας, οι δύο δημοσιογράφοι θα προβούν σε μία γενναία βύθιση-ανάδυση μέσα στον κόσμο του απόλυτου σκανδάλου.

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ διατηρώντας έναν δραστήριο προβληματισμό για τα πολιτικά πράγματα της εποχής του, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των δημοσιογράφων Γούντγουορντ και Μπέρνστιν. Μάλιστα, αν και δεν πίστευαν, ότι συνομιλούσαν μαζί του, εκείνος τους τηλεφωνούσε συχνά και τους καλούσε να συνεχίσουν το δημοσιογραφικό τους έργο και να εκδώσουν το κατόρθωμα τους σε βιβλίο. Ένα βιβλίο, το οποίο ο ακτιβιστής επιθυμούσε διακαώς να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη. Με το που αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο του «Watergate» και απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε πρόσωπα ενδιαφέροντος, καταλήγοντας στην παραίτηση του προέδρου της Αμερικής, Ρίτσαρντ Νίξον, όλες οι διαδικασίες δρομολογήθηκαν, με τον Ρέντφορντ να ετοιμάζει το έδαφος για την παραγωγή του. Με την επιτυχία του εξίσου πολιτικού θρίλερ: «Οι Τρεις Ημέρες Του Κόνδορα» (The Three Days Of The Condor, 1975), η δημιουργική του απόπειρα ευωδόθηκε και το πράσινο φως έλαμψε στον πολυδιάστατο καλλιτέχνη.

Βέβαια, η εταιρεία παραγωγής «Warner Brothers» έθεσε έναν όρο στον ηθοποιό και αυτός ήταν να αναλάβει πέρα από την παραγωγή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο! Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δέχθηκε και αναζήτησε αμέσως τον οπτικό οραματιστή του έργου του. Αυτή τη φορά δε θα ήταν ο Σίντνεϊ Πόλακ, αλλά ο Άλαν Τζέι Πάκουλα. Ο δημιουργός αποτέλεσε πρωτεργάτη του είδους του «πολιτικού θρίλερ» με ταινίες, όπως η «Έξαφάνισις» (Klute, 1971) και η «Υπόθεση Πάραλαξ» (The Parallax View, 1974). Παρά την αρχική πρόταση, ο καλλιτέχνης αρνήθηκε, φοβούμενος ότι το τελικό αποτέλεσμα θα έμοιαζε σε μία σύγχρονη εκδοχή των «Butch Cassidy and the Sundance Kid». Μόλις, ο Ρέντφορντ του εξήγησε πως το σενάριο θα ήταν, όχι μονάχα βασισμένο στην ιστορία, αλλά η αποτύπωση αυτής επί της οθόνης, δέχτηκε να ακολουθήσει το πρώιμο όραμα του ερμηνευτή.

Δεμένοι και οι δύο στο άρμα του ρεαλισμού και τη μεταφορά μίας προσφάτως περασμένης πραγματικότητας, ο σκηνοθέτης ακολουθεί την κατεύθυνση του ντοκιμαντέρ. Τα μέρη είναι αληθινοί χώροι, με τα γραφεία της εφημερίδας «Washington Post» να κατασκευάζονται επακριβώς στο κινηματογραφικό στούντιο. Οι αρμόδιοι για το τμήμα σκηνογραφίας και ενδυματολογίας έφθασαν στο σημείο να παραγγείλουν και να αγοράσουν γραφεία από την ίδια εταιρεία, που προμηθεύτηκε η εφημερίδα τα δικά της. Πάκουλα και Ρέντφορντ πέρασαν πολλές ώρες στην εν λόγω εφημερίδα μιλώντας με αρχισυντάκτες και δημοσιογράφους. Όλα απαιτούσαν τη μέγιστη δυνατή πιστότητα και τίποτα δε θα έμενε στη σφαίρα της υπόθεσης.

Αναφορικά με την σκηνοθεσία αυτή καθ’ αυτή, ο δημιουργός αρέσκεται στην απόδοση της μεγάλης εικόνας. Με έναν διακριτικό σκηνοθετικό ελιγμό και την χρήση τύπου ευρυγώνιων φακών, ο περιβάλλοντας χώρος καλύπτεται στην ολότητα του. Το κάδρο χωρίζεται στη μέση, με τα δύο μέρη (κοντινό και μακρινό) να παρουσιάζονται με υψηλή ευκρίνεια και η μέση να θολώνει τεχνηέντως. Οι ήρωες αρθρογραφούν, πράττουν, συνομιλούν, με μία γενική δράση να συμβαίνει και να τρέχει από πίσω τους. Ακόμα, αφήνει την κάμερα του να καλύψει, δίχως παρεμβάσεις και παρεμβολές. Αυτός είναι και ο λόγος, που ο ρυθμός ακολουθεί μία αργή, αλλά σταδιακά προοδευτική πορεία. Δεν υπάρχει κλιμάκωση με αγωνιώδη κάλυψη και μουσική. Η λύση έρχεται οργανικά και με φειδώ.

Στην ταινία υπάρχει μία σκηνή, που ο πρωταγωνιστής μιλάει επί έξι λεπτά στο τηλέφωνο του στα πλαίσια ενός αδιάσπαστου κάδρου. Παρά το προφορικό του λάθος, μένει εντός χαρακτήρα και η λήψη καταλήγει να φθάσει στο τελικό φιλμ. Αυτό σημαίνει ότι ο Άλαν Τζέι Πάκουλα και οι συνεργάτες του ήταν θετικοί στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, καθώς αυτός ενίσχυε στον ρεαλισμό της συνολικής ατμόσφαιρας. Η ελευθερία κινήσεων και μεταβολών στον διάλογο ορίζει μεταξύ άλλων τον τόνο στον οποίο εκπέμπει το έργο. Αυτός είναι σοβαρός, παρανοϊκός και μυστικοπαθής. Αν και ο επίλογος έρχεται δίχως συγκινήσεις, τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται και καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος αυτού.

«Στο σετ του ηθοποιού»:

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως προαναφέρθηκε, συναντούμε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ ως «Μπόμπ Γούντγουορντ». Αυτό που δεν αναφέραμε ήταν ποιος τελικά ανέλαβε να σταθεί υποκριτικά δίπλα του. Φήμες ήθελαν τον Αλ Πατσίνο να κερδίζει τον αγώνα, αλλά εν τέλει ο ρόλος του «Κάρλ Μπέρνστιν» κατέληξε σε έναν εξίσου ερμηνευτικό σίφουνα, τον Ντάστιν Χόφμαν.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ξεχωριστά για τους δύο ηθοποιούς, καθώς εντός του έργου αποτελούν μία συμπαγή, μεστή δυάδα. Αν και αρχίζουν σε έναν φυσιολογικό βαθμό ανταγωνιστές, το σενάριο δεν σπαταλάει χρόνο στη μεταξύ τους κόντρα. Γρήγορα, ξεπερνούν τις διαφορές τους, καθώς η ίδια η κατάσταση τους ξεπερνάει. Οι ερμηνευτές μοιράζονται την πλειοψηφία των σεκάνς τους και αποφάσισαν να μάθει ο ένας τα λόγια του άλλου, έτσι ώστε να διακόπτουν τον διάλογο και να του προσδίδουν ειλικρινή υφή. Στις σκηνές συνέντευξης δε, Ρέντφορντ και Χόφμαν ξεδιπλώνουν τις ερμηνευτικές τους μεθόδους και συνεπαίρνουν με την αξεπέραστη τους επικοινωνία.

Cut! It’s a wrap:

Κλείνοντας, όπως και το προηγούμενο φιλμ (Οι Τρεις Ημέρες Του Κόνδορα), έτσι και αυτό, δεν αποτελεί μία εύκολη και ομαλή εμπειρία θέασης. Δεν είναι εύκολο να ακολουθήσεις τον μακρόσυρτο διάλογο. Η πλειοψηφία των θεατών ενδέχεται να χαθεί ανάμεσα στα ονόματα που αναφέρονται και εμπλέκονται στο σκάνδαλο. Εντούτοις, οι συντελεστές γνωρίζουν το υλικό τους και διαμορφώνουν εντός αυτού μικρούς σταθμούς, στους οποίους το κοινό μπορεί να τακτοποιήσει την σκέψη του. Αυτοί είναι είτε οι συνεντεύξεις, είτε οι μυστικές συναντήσεις στο σκοτεινό γκαράζ. Πρόκειται για ένα φιλμ που εξυμνεί την δράση των δημοσιογράφων και της ελευθερίας του λόγου και του τύπου! Το σκάνδαλο που συντελέστηκε υπερατλαντικά ήταν τόσο μεγάλο που έχει δώσει μέρος της ονομασίας του σε όλα όσα ακολούθησαν διεθνώς, λόγου χάρη «Τέμπηgate» (στα καθ’ ημάς). Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί μέρος δύο τριλογιών, αφενός στη φιλμογραφία του Πάκουλα, αφετέρου σε αντίστοιχα έργα που καταπιάστηκαν με αυτή τη συγκάλυψη «The Post» (2017) και «Mark Felt: The Man Who Brought Down The White House» (2017).

Θα έβαζα με δημοσιογραφικό δαιμόνιο ένα 7,8/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»


Διάρκεια: 2 ώρες και 18 λεπτά

Είδος: Πολιτικό Θρίλερ

Σκηνοθεσία: Άλαν Τζέι Πάκουλα

Πρωταγωνιστές: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Ντάστιν Χόφμαν

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #AlanJ.Pakula #AllThePresident'sMen #PoliticalThriller #RobertRedford #DustinHoffman

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις