«F1»: Είναι το καλύτερο φιλμ του 2025;
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Το
πρώτο μέρος του αφιερώματος μας στο πρόσωπο του δημιουργού Τζόσεφ Κοσίνσκι ολοκληρώνεται με ένα έργο από τη φετινή χρονιά.
Παρά το γεγονός ότι κυκλοφόρησε και κυριάρχησε κατά το πρώτο μισό της θερινής
περιόδου, εμείς αποφασίζουμε τώρα να μιλήσουμε για αυτό. Ο λόγος για την αγωνιστικού είδους ταινία «F1» (2025). Πάμε να
δούμε ποιο ήταν το αρχικό όραμα για το εν λόγω φιλμ, ποια μορφή κατέληξε να
έχει και ποιες «κόντρες» κέρδισε.
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στη σύγχρονη εποχή ανά τον κόσμο. Ο
έμπειρος οδηγός Σόνυ Χέιζ συναντάει μετά από χρόνια και όχι από τύχη τον παλιό
του φίλο, Ρούμπεν, ο οποίος έχει μια χρεωμένη αγωνιστική ομάδα στην κατηγορία
της «Formula 1». Ο Ρούμπεν
προτείνει στον βετεράνο οδηγό να συμμετάσχει στην ομάδα του και να τον βοηθήσει
να κατακτήσουν την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα. Ο Σόνυ δέχεται με επιφύλαξη, και δεν αργεί να έρθει σε ρήξη με τον
νέο οδηγό και συνεργάτη του, Τζόσουα.
Μέσα σε ένα κλίμα έντονου ανταγωνισμού,
προσωπικής αντιπαράθεσης, συγκρούσεων που μεταφέρονται στην αγωνιστική πίστα,
οι δύο οδηγοί θα κληθούν να συνεργαστούν για να κερδίσουν το πολυπόθητο
κύπελλο.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Με
τα δύο προηγούμενα άρθρα να προετοιμάζουν το έδαφος για την εν λόγω δημοσίευση,
κανένας άλλος δε θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση ευθύνης, από τον πιο
υποσχόμενο καλλιτέχνη της δεκαετίας, τον Τζόσεφ
Κοσίνσκι. Ο σκηνοθέτης φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται το αμερικανικό «block buster», με τρόπο που έχει
απεμποληθεί και λησμονηθεί από τη βιομηχανία. Η ενασχόληση του με το αγωνιστικό «αθλητικό» είδος μονάχα «ποιητική» θα
μπορούσε να προσδιοριστεί, καθώς και ο Τόνυ
Σκότ μετά από την επιτυχία του «Top
Gun» (1986), επιμελήθηκε την σκηνοθεσία του έργου με τίτλο: «Ημέρες Κεραυνού» (Days Of Thunder,
1990). Αντιστοίχως, ο Κοσίνσκι
έπειτα από την επιτυχία του «Top Gun:
Maverick» (2022) καταπιάνεται με το «F1».
Το
πρότζεκτ ήταν προσχεδιασμένο να έχει μία τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Δε θα συμμετείχε μονάχα ο Μπράντ Πίτ, αλλά
και ο Τόμ Κρούζ, σε μία παραγωγή που θα ξεπερνούσε τα γνωστά όρια του είδους!
Φήμες θέλουν να αποτελούσε μία ίσως άτυπη συνέχεια του «Days Of Thunder». Η απόπειρα δεν ευδοκίμησε, αλλά εμείς, οι θεατές
δεν μείναμε με την κινηματογραφική όρεξη. Με πρωταγωνιστές τον Μάτ Ντέιμον και τον Κρίστιαν Μπέιλ λάβαμε το εξαιρετικό
φιλμ του Τζέιμς Μάνγκολντ με τίτλο:
«Φόρντ Εναντίον Φεράρι» (Ford v Ferrari, 2019). Η υπόσχεση δε ξεχάστηκε και εν ευθέτω χρόνω εκπληρώθηκε όπως
άρμοζε. Μπορεί χωρίς τον Τόμ Κρούζ
πίσω από το τιμόνι, αλλά με έναν «σίφουνα» Μπράντ
Πίτ!
Το
συγκεκριμένο είδος, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, έχει ένα τέλμα. Στη σύγχρονη εποχή γίνονται απόπειρες και
επιτυχημένες δοκιμές να διευρυνθεί αυτός ο κλοιός. Αυτός είναι και ο λόγος
που μεταξύ άλλων το είδος διαθέτει πια το αριστουργηματικό «Rush» (2013) του Ρόν Χάουαρντ. Η προκείμενη
περίπτωση λοιπόν λειτουργεί σαν το τρίτο μέρος μίας ιδιόμορφης τριλογίας
συμπεριλαμβανομένων τόσο του «Rush», όσο και του «Ford v Ferrari».
Ο Τζόσεφ Κοσίνσκι γνώριζε ότι έπρεπε
να φέρει κάτι καινούργιο στην οθόνη, και βάσει της τελευταίας του εμπειρίας
ήξερε πως έχει τα μέσα να το κάνει. Ενδιαφέρεται
τόσο για τους οδηγούς, όσο και για το πλήρωμα τους. Εισάγει πληθώρα
χαρακτήρων και ανοίγει τον κόσμο μέσα σε ένα πλαίσιο ρεαλισμού.
Μετά
από διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, κατάφερε
να μεταφέρει την παραγωγή του σε αληθινές αγωνιστικές πίστες εν καιρώ
πρωταθλήματος. Πέτυχε την εκμετάλλευση και κατ’ επέκταση την κινηματογραφική κάλυψη αυθεντικών εγκαταστάσεων,
όπου οι μηχανικοί και οι οδηγοί των μεγαλύτερων αγωνιστικών ομάδων εργάζονται. Συνεργάστηκε με οδηγούς, όπως ο
πρωταθλητής Λούις Χάμιλτον, για μέγιστη
πιστότητα αρχικά στο σενάριο και
δευτερευόντως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Δεν αφέθηκε τίποτα στην τύχη, αν και οι
συνθήκες των γυρισμάτων ήταν κάτι παραπάνω από απαιτητικές. Επιχειρώντας σε
ρεαλιστικές καταστάσεις αυτού του βεληνεκούς, όλα έπρεπε να είναι προσχεδιασμένα, προσυμφωνημένα και προετοιμασμένα
για κάθε πιθανό ενδεχόμενο.
Η θέση και η κίνηση της κάμερας δεν
γνωρίζει όριο. Έχουμε οπερατέρ να
καλύπτουν πανοραμικά με ελικόπτερα,
χειριστές αντίστοιχα γενικά με γερανούς.
Η κάλυψη είναι ολοκληρωτική και προπαντός άμεση. Σε προηγούμενα έργα, η κάμερα
είτε εισήλθε με τη χρήση ψηφιακού μέσου εντός του κινητήρα της μηχανής, είτε
στήθηκε επάνω στο εκάστοτε όχημα. Αυτή
τη φορά έχουμε την κάμερα να στήνεται σε δύο σημεία του σκάφους, για να
καλύπτει την εκάστοτε πλευρά, αλλά δεν παραμένει στατική. Είναι
περιστρεφόμενη! Με αυτό τον τρόπο ανανεώνεται
συνολικά το πλαίσιο και προστίθεται ένας ακόμη ελιγμός κάλυψης. Ακόμα, η οπτική γωνία του πιλότου χαίρει
ιδιαίτερης αντιμετώπισης, καθώς ο φακός καλύπτει τόσο το πρόσωπο, κυρίως τα
μάτια του οδηγού, όσο και αυτά που αντικρίζει.
Η πολυεπίπεδη κάλυψη δεν αφήνει το
κοινό να «πάρει ανάσα» στις αγωνιστικές σκηνές. Η ταινία περιλαμβάνει 8 αγώνες. Οι πρώτοι τρεις
είναι για την εισαγωγή των χαρακτήρων και των δυναμικών τους. Ακολουθούν άλλοι τρεις οι οποίοι παρουσιάζονται
μέσα από ένα άψογο μοντάζ. Να σημειωθεί ότι ο σκηνοθέτης παρέδωσε υλικό 5.000 ωρών προς επεξεργασία και
«κόψιμο»! Στη συνέχεια έχουμε ένα σημείο
καμπής, σύνηθες στα φιλμ του είδους, για να καταλήξουμε στον τελικό που
μονοπωλεί στην πράξη του. Ο ρυθμός,
αν και απλώνεται σε ένα έργο δυόμιση ωρών, καταφέρνει
να ισορροπήσει ανάμεσα σε αγώνες και χαρακτήρες. Βοηθάει επίσης και η αψεγάδιαστη μελωδία του Χανς Ζίμερ, ο
οποίος εμπλέκει τη συμφωνική με την ηλεκτρονική μουσική. Ο τόνος αμφιταλαντεύεται, αλλά υπηρετεί
τις επιταγές του ρυθμού, που έχει ανάγκη από μία ανάλαφρη σοβαρότητα.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Αναφέρθηκε
ήδη ο πρωταγωνιστής, αλλά δεν είχαμε ακόμη την ευκαιρία να μιλήσουμε για αυτόν.
Ο Πίτ είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του
κινηματογραφικού παιχνιδιού. Ο χαρακτήρας του προσεγγίζεται ως ο ήρωας της
ιστορίας και ο ηθοποιός κατακτά τον
τίτλο από το πρώτο καρέ. Είναι γοητευτικός, συμπαθής με τραγικό παρελθόν
και αυτό καλύπτει πλήρως τους/τις θεατές. Το πιο απλό είναι πάντοτε και το πιο
προσιτό, με το αστέρι του Μπράντ Πίτ,
όχι μόνο να συνεχίσει να λάμπει στην ηλικία των 60 ετών, αλλά να αστράφτει
ευθύς στον φακό.
Οι
συμπρωταγωνιστές του είναι το ίδιο καλοί, με
τη χημεία ανάμεσα τους να δίνει τρομερά αποτελέσματα σε επίπεδο ερμηνείας και
χαρακτήρα. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ στον
ρόλο του «Ρούμπεν» είναι απολαυστικός.
Ο χαρακτήρας του προτάσσει τον λόγο του για να βγει από τη δύσκολη θέση και η ίδια η προσπάθεια είναι που τον καθιστά
τυχοδιώκτη, συμπαθητικό και κωμικό.
Η Κέρι Κόντον στον ρόλο της «Κέιτ»
είναι τέλεια! Η σκηνική της παρουσία
ανεβάζει τη σημασία της ομάδας, του πληρώματος και αποτελεί μεστή πρωταγωνίστρια στο «κοινωνικό» κομμάτι της ιστορίας.
Η χημεία της με τον Πίτ είναι
αξιοζήλευτη, με τους/τις θεατές να αναμένουν τις σεκάνς που μοιράζονται το
κάδρο.
Τέλος,
ο Ντάμσον Ίντρις στον ρόλο του «Τζόσουα» είναι απολύτως ταιριαστός. Ο ερμηνευτής διαθέτει αυτό το εγγενές
θράσος, το οποίο τον καθιστά ανταγωνιστικό αντίβαρο για τον πρωταγωνιστή. Η
δυναμική μεταξύ τους στήνεται στο επίκεντρο και η κόντρα επιφέρει την επιθυμητή
σύγκρουση.
Cut! It’s a wrap:
Κλείνοντας,
μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι
έχουμε την πλέον απόλυτη αγωνιστική τριλογία. Δεν είναι τυχαία η
εισπρακτική της επιτυχία. Αποτελεί
αναμφίβολα ταινία του καλοκαιριού, αν όχι όλης της χρονιάς. Βέβαια, με το
έτος του 2025 να κατευθύνεται προς τον επίλογο του, θα μπορούσαμε να πούμε πως βρίσκεται μέσα στην πεντάδα των καλύτερων.
Το κοινό διψούσε για ένα αυθεντικό εμπορικό και παραδοσιακό «block buster» και οι συντελεστές εμπρός και πίσω από τις κάμερες τους το παρέδωσαν,
κρατώντας ζωντανή την σπίθα της πάλαι ποτέ κραταιάς αμερικανικής
κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Θα έβαζα με κάτι περισσότερο από έκπληξη ένα 9,5/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 2 ώρες και 35 λεπτά
Είδος: Αγωνιστική
Σκηνοθεσία: Τζόσεφ Κοσίνσκι
Πρωταγωνιστές: Μπράντ Πίτ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Κέρι Κόντον, Ντάμσον Ίντρις
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #JosephKosinski #F1 #Race #BradPitt #JavierBardem #KerryCondon #DamsonIdris
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς