«Ran» (1985) στον Απόλλων, «Run» και εμείς!
Με
το τρέχον μας αφιέρωμα να ολοκληρώνεται επιτυχώς στην ώρα του, και τα υπόλοιπα
να παίρνουν σειρά, βρίσκουμε τον χρόνο
και τον χώρο να μιλήσουμε για ένα από τα καθολικά αριστουργήματα του παγκόσμιου
κινηματογράφου. Για άλλη μία φορά, ο θερινός κινηματογράφος της πόλης μας, «Απόλλων», εκπλήσσει το πιστό του κοινό
με την προβολή της αποκατεστημένης εκδοχής του αψεγάδιαστου έργου «Ran»,
σε σκηνοθεσία Ακίρα Κουροσάβα. Πάμε
να δούμε με ποιον τρόπο ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες και μας έδωσαν την ευκαιρία να γίνουμε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της απόλυτης
εκπροσώπησης της έβδομης τέχνης!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στη φεουδαρχική Ιαπωνία του 16ου αιώνα. Ο άρχοντας Χιντετόρα αποφασίζει να κληροδοτήσει στους
τρεις γιους του, τον Τάρο, τον Τζίρο και τον Σαμπούρο τα κάστρα της επικράτειας του. Ο τρίτος του γιός, Σαμπούρο αντιδράει έντονα και εξορίζεται. Ο Τάρο γίνεται ο νέος άρχοντας της κοιλάδας
και ο Τζίρο αναλαμβάνει το δεύτερο
οχυρό. Ο Χιντετόρα αρχίζει να
αντιλαμβάνεται το λάθος του και έπειτα από αντιπαραθέσεις και διαπληκτισμούς με
τους γιους του, θα κατευθυνθεί με την προσωπική του φρουρά στο τρίτο φρούριο.
Το «χάος» (Ran) θα τον βρει και εκεί, με τους δύο πρώτους γιους να
επιτίθενται και να αλώνουν το κάστρο. Μέσα
σε ένα κλίμα ενδοοικογενειακού εμφύλιου πολέμου, εκδικητικής μανίας,
μηχανορραφιών και προδοσιών, ο Χιντετόρα θα έρθει αντιμέτωπος με τα φαντάσματα
του αιματηρού του παρελθόντος, παρασυρόμενος στη δίνη της παραφροσύνης και της τρέλας.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»
Το
όνομα του ιάπωνα δημιουργού, του οποίου
τα φιλμ ενέπνευσαν και επηρέασαν πληθώρα καλλιτεχνών όπως τους Σέρτζιο Λεόνε, Φράνσις Φόρντ Κόπολα, Μάρτιν
Σκορσέζε, Τζόρτζ Λούκας, Στήβεν Σπίλμπεργκ, Τέρενς Μάλικ, Κουέντιν
Ταραντίνο, το αναφέραμε ήδη στον πρόλογο. Αυτό που δεν αποκαλύψαμε εντούτοις είναι με ποιον τρόπο κατάφερε να
αποδώσει αυτό το ονειρικό αποτέλεσμα, με εκείνο το εφιαλτικό περιεχόμενο.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι το μεγάλο καλλιτεχνικό άνοιγμα του Κουροσάβα συντελέστηκε κατά τις δεκαετίες
του ‘50 και του ‘60. Η έμπνευση και η
πειθαρχία του ήταν απαράμιλλες! Παρέδιδε στους θεατές του τον έναν
κινηματογραφικό θρίαμβο μετά από τον άλλον, συνεπαίρνοντας στην πορεία κοινό και
κριτικούς. Τα πράγματα όμως άρχισαν να αλλάζουν στη συνέχεια, με τις εταιρείες
παραγωγής, όπως η «Toho», να απαιτούν γρήγορα
και με χαμηλό κόστος έργα. Ο μεγαλύτερος
σκηνοθέτης της Ιαπωνίας «καθαιρέθηκε» και παραγκωνίστηκε. Ο Ακίρα Κουροσάβα μετατράπηκε σε έναν από
τους ήρωες του…
Μία
τραγική φιγούρα, όπως οι χαρακτήρες των ιστοριών του, κατάφερε μέσα από το
ρωσική-σοβιετική εταιρεία παραγωγής «Mos
Films» να αποκαταστήσει την αξία του ονόματος του. Ύστερα
από την ολοκλήρωση της ταινίας «Ντέρσου
Ουζάλα» (Dersu Uzala, 1975) αρχίζει να σκέφτεται την επική του ιστορία. Ένας προσεκτικός συλλογισμός που διήρκησε
δέκα χρόνια, μέχρι να βρεθεί στην ασημένια οθόνη με κάδρα και φιλμ. Ο
δημιουργός γύρισε σε γνώριμες τακτικές και ενέπλεξε την ιαπωνική ιστορία με τη
σαιξπηρική πλοκή. Το αποτέλεσμα ήταν να αναρωτηθεί τι θα γινόταν, αν η ιστορία του ιάπωνα πολέμαρχου Μόρι
Μοτονάρι συναντούσε τον «Βασιλιά Λήρ» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Ένας ευφυέστατος
συνδυασμός που απέδωσε το στοίχημα της σκέψης. Ο δρόμος όμως δεν είχε
αποκατασταθεί για τον καλλιτέχνη να τον διανύσει. Με ένα ακόμα ιστορικό έπος,
με τίτλο: «Καγκεμούσα: Η Σκιά Του
Πολεμιστή» (Kagemusha, 1980), ο Κουροσάβα θα αποδείξει στον κόσμο, πως
έχει να προσφέρει πολλά ακόμα στον κινηματογράφο. Οι Φράνσις Φόρντ Κόπολα και Τζόρτζ
Λούκας θα τον βοηθήσουν να διανείμει το έργο του υπερατλαντικά.
Μέσα
σε αυτή τη δεκαετή προετοιμασία της ταινίας του, ο σκηνοθέτης με την εμπειρία και την ιδιότητα του ως πρώην ζωγράφος κυριολεκτικά
ζωγράφισε το φιλμ του σε 1.400 πίνακες, οι οποίοι ισοδυναμούσαν με κάδρα.
Μάλιστα, οι βοηθοί του στο σκηνοθετικό επιτελείο χρησιμοποίησαν τους συγκεκριμένους
πίνακες, για να λάβουν τις απαραίτητες οδηγίες και την εικόνα του οράματος του
για το έργο. Σε ηλικία 70 ετών λοιπόν
και με την όραση του καταβεβλημένη, τα γυρίσματα ξεκίνησαν! Όλες οι σκηνές
είναι γυρισμένες σε φυσικά τοπία, με φυσικό φωτισμό. Το βάρος δίνεται σε αυτό
το κομμάτι, καθώς ο Ακίρα Κουροσάβα,
πέρα από φυσιολάτρης, γνωρίζει πώς να μεταφέρει
την πνευματική διάσταση της φύσης στις ταινίες του. Η στατική του κάμερα με
το βάθος πεδίου που χρησιμοποιεί δεν αφήνει χώρο για κάτι διαφορετικό.
Ακούγοντας τον Σίντνεϊ Λιούμετ να
εγκωμιάζει τα πλάνα του, δήλωσε ότι δεν
είχε τη δυνατότητα να μετακινήσει την κάμερα του, ακόμη και αν το ήθελε, καθώς
θα φαινόταν κάποιο αεροπλάνο, κάποια μαρκίζα, κάποια πινακίδα. Το βέβαιο είναι πως εντάσσει αυτή την
κατεύθυνση του στην αφήγηση, με κάθε μεταβολή στους ουρανούς, να σηματοδοτεί
μία νέα σεκάνς.
Ο ρυθμός της ταινίας είναι
επιτηδευμένα αργός, αλλά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το εκάστοτε κάδρο
αποζημιώνει, και δεν επιτρέπει σε
κανέναν και καμία να βαρεθεί ή να δυσανασχετήσει. Η λεπτομέρεια στην αληθοφάνεια και τον ρεαλισμό ξεπερνάει τα κινηματογραφικά
όρια. Η κάλυψη της άλωσης του κάστρου αποτελεί μία συρροή εικόνων από τους χειρότερους
εφιάλτες. Ο ήχος κόβεται και
αντικαθίσταται από μία ενορχηστρωμένη παθητική στεναχώρια. Είναι βίαιη,
αλλά παραμένει πανέμορφη, με τα χρώματα των πανοπλιών να μπερδεύονται με το
αίμα, την ομίχλη και το χώμα, συνθέτοντας αξιοζήλευτες για τους κινηματογραφιστές
εικόνες. Το «προκλητικό» κομμάτι της όλης
σκηνής είναι πως είχαν μονάχα μία ευκαιρία για να την γυρίσουν. Το κάστρο
φτιάχτηκε όχι σε μινιατούρα, αλλά σε μεγάλη κλίμακα και πυρπολήθηκε πραγματικά,
με τη φωτιά να καίει και τους ηθοποιούς
να επιχειρούν σε πραγματικό χρόνο. Ο τόνος παρά μόνο σοβαρός θα μπορούσε να
είναι. Καταφέρνει να ελαφρύνει, μονάχα
μέσα από την ερμηνεία του γελωτοποιού. Η έμμεση αποτυχία αυτού εντείνει στο
«χάος» και τη μανιώδη τρέλα του
πολέμου.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Όλοι οι ερμηνευτές και οι ηθοποιοί
δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό, καθώς καταλαβαίνουν πως συμμετέχουν σε κάτι ανώτερο
από ένα φιλμ. Πρωταγωνιστής είναι ο Τατσούγια Ναγκάι, ο οποίος φέρει βαρύ
μακιγιάζ, καθώς είναι κατά πολύ νεότερος από τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Οι
επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι η ερμηνεία του θυμίζει εκείνην του Τοσίρο Μιφούνε. Στα πλαίσια του
τελευταίου, ο σκηνοθέτης συλλογιζόταν
τον στενό του συνεργάτη, Μιφούνε, για τον ρόλο, αλλά δεν κατάφεραν να
συνεργαστούν ξανά. Ο Ναγκάι,
αστειευόμενος δήλωσε πως υποδυόταν τον Τοσίρο
Μιφούνε, που ερμήνευε τον πρωταγωνιστή «Χιντετόρα». Αν ακολουθείτε ακόμη, και δεν έχετε χαθεί με όλα αυτά
τα ιαπωνικά ονόματα, αρχικά συγχαρητήρια. Δευτερευόντως, αξίζει να πούμε ότι ο Τατσούγια Ναγκάι κάνει εξαιρετική δουλειά.
Μεταφέρει άψογα το στοιχειωμένο βλέμμα,
αλλά και την αλλοφροσύνη του ήρωα
του. Αν δεν το δείτε, οι περιγραφές δε θα σας καλύψουν…
Μεστές
ερμηνείες έρχονται και από τους Τζιπάντζι
Νέζου (Τζίρο), τη Μιέκο Χαράντα (Λέιντι
Κέντι) και τον Πίτα (γελωτοποιός).
Μετά την κατάλυση του τρίτου κάστρου, ο
Πίτα μετατρέπεται σε νευρικό πρωταγωνιστή που έχει ξεμείνει στην έρημη γη με
έναν ηλικιωμένο που έχει χάσει τα λογικά του. Η υποκριτική του τέχνη βρίσκει
τις ρίζες του στο παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο «Καμπούκι».
Κλείνοντας,
αναζητούμε διακαώς κάτι καινούργιο, κάτι
φρέσκο στον κινηματογράφο και η απάντηση βρίσκεται ευθύς στο παρελθόν. Δεν
είναι ταινία, είναι εμπειρία! Ο Ακίρα
Κουροσάβα μέσα από το φιλμ εξομολογείται τον τρόμο του εμπρός τους χάους του πολέμου,
μίας συνθήκης που προκύπτει από τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι την ίδια
στιγμή δεν μπορούν να την ελέγξουν. Όσο λοιπόν ο άνθρωπος αποφασίζει να
πολεμήσει και να σκοτώσει τον αδελφό του, το έργο θα διατηρεί τη διαχρονική του
αξία. Δεν έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε
τον ιάπωνα δημιουργό για το έργο του και τον κινηματογράφο «Απόλλων» για την
προβολή αυτής της ταινίας.
Θα έβαζα με απορία και θαυμασμό ένα 9,5/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν»
Διάρκεια: 2 ώρες και 40 λεπτά
Είδος: Πολεμικό Δράμα
Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα
Πρωταγωνιστές: Τατσούγια Νακαντάι, Τζιπάντζι Νέζου, Μέικο Χαράντα, Πίτα
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #AkiraKurosawa #Ran #War #EpicDrama #TatsuyaNakadai #Pita
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς