«Τα Παιδικά Χρόνια Του Ιβάν» (1962) και ο κινηματογραφικός ποιητικός ρεαλισμός του Αντρέι Ταρκόφσκι!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Με
το προηγούμενο άρθρο στο ελληνικής παραγωγής έργο με τίτλο: «Ουρανός» (1962), θυμόμαστε μία σύγχρονη του ταινία, η οποία ακολουθεί κοινή λογική.
Ο λόγος για το ρωσικής παραγωγής φιλμ με τίτλο: «Τα Παιδικά Χρόνια Του Ιβάν» (Ivanovo Detstvo, 1962). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο εισάγεται η
ρωσική, σοβιετική αισθητική στον κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘60.
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στο Σμολένσκ, στις όχθες του Δνείπερου κατά τα τέλη του 1943 και τις αρχές του
1944. Ο δωδεκάχρονος Ιβάν αφήνει το
πόστο του και περνάει το ποτάμι προς τη ρωσική πλευρά. Ο λοχαγός Χολίν επιμένει για τον νεαρό Ιβάν να αφήσει το μέτωπο και να σταλεί
στα μετόπισθεν. Ο Ιβάν όμως αρνείται
πεισματικά! Θέλει να εκδικηθεί για όσα του έχουν κάνει οι Γερμανοί ναζί.
Αποφασίζει να μείνει με τη μονάδα αναγνώρισης. Μέσα σε ένα κλίμα καταστροφής και πολέμου, μνήμης και λήθης μίας ζωής
που στερήθηκε, ο Ιβάν θα έρθει αντιμέτωπος με την απεμπολημένη παιδική του
ηλικία.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Το
έργο που εξετάζεται είναι παραγωγή της σοβιετικής κινηματογραφικής εταιρείας «Mosfilm». Σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως αυτό της κομμουνιστικής Ρωσίας, είθισται η τέχνη να εργαλειοποιείται για
καθαρά προπαγανδιστικούς λόγους. Η «Mosfilm»
κατά τη δεκαετία του ‘60 όμως θέλει να κάνει ένα καλλιτεχνικό άνοιγμα διατηρώντας
παράλληλα τους όρους συμφωνίας με το καθεστώς. Αποκτά τα δικαιώματα του ομώνυμου βιβλίου του Βλαντιμίρ Μπογκομόλοφ και
ορίζει τον «ασφαλή» Εντουάρντ Αμπάλοφ ως κύριο υπεύθυνο.
Το
υλικό του Αμπάλοφ όμως δεν ήταν αυτό
ακριβώς που είχαν στο μυαλό τους οι παραγωγοί. Έμοιαζε με αρκετές ταινίες της εποχής, ενώ ο χαρακτήρας του «Ιβάν»
απέμεινε δίχως βάθος και βάσανο. Ο Μπογκομόλοφ
επέκρινε την απόπειρα μεταφοράς και οι παραγωγοί εμπιστεύθηκαν έναν σχεδόν
άπειρο, νέο δημιουργό, τον Αντρέι
Ταρκόφσκι. Ο καλλιτέχνης προχώρησε άμεσα σε πυρηνικές αλλαγές στο σενάριο, προσθέτοντας τα λεγόμενα «flashback», με απώτερο σκοπό να αναδειχθεί η μεταβολή του κόσμου του «Ιβάν».
Οι
κάμερες άρχισαν να γράφουν από την αρχή, καθώς οτιδήποτε είχε γυριστεί από τον Εντουάρντ Αμπάλοφ αφέθηκε εκτός του
νέου φιλμ. Ο «λογοτέχνης» του σινεμά,
Ταρκόφσκι, δεν ακολουθεί τη νόρμα της εποχής του. Βρίσκει τη δική του
καλλιτεχνική φωνή από το πρώτο του έργο και αυτή υπηρετεί κατά το πέρας της
καριέρας του. Κρατάει την κάμερα του στο
χέρι. Δε φοβάται την έλλειψη στατικότητας, την αγκαλιάζει με ταραγμένες κινήσεις, που πλησιάζουν εντατικά τα
πρόσωπα. Ο φακός του δεν βρίσκεται στην υπηρεσία των ερμηνευτών του, αλλά το
αντίστροφο.
Η εστίαση βρίσκεται συχνά στο
κέντρο, με τους ηθοποιούς να πλησιάσουν, σα να έλκονται από έναν μαγνητικό
πόλο. Ο ρυθμός, παρά τη ρηξικέλευθη προσέγγιση, είναι αργός, μεθοδικός. Δεν επιθυμεί να συμβάλλει στην αφήγηση της
ιστορίας, αλλά να αναδείξει το μέγεθος
της ολοκληρωτικής ήττας, την απώλεια δηλαδή της παιδικής ηλικίας. Ο τόνος διατηρείται μελαγχολικός,
μουντός. Η φωτογραφία του Βαντίμ Γιούσοφ
δίνει βάση στο σκοτάδι των σκιών. Αν και ασπρόμαυρη, απεικονίζει τη νύχτα
με εξαιρετικό τρόπο, ενώ τα γυρίσματα
περατώνονται σε αυθεντικές τοποθεσίες.
«Στο σετ του λαού»:
Πέρα
από ελάχιστες σκηνές, γυρισμένες στο εσωτερικό ενός σετ, η πληθώρα των
αλλεπάλληλων σεκάνς τοποθετείται σε εξωτερικούς
χώρο, στον βάλτο, στο δάσος, στην παραλία. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι επέμενε σε ρεαλιστικές συνθήκες, καθώς με αυτό τον
τρόπο θα κατάφερνε να εκμαιεύσει τις καλύτερες δυνατές ερμηνείες από τους
ηθοποιούς του.
Πρωταγωνιστής
είναι ο νεαρός Νικολάι Μπουρλιάγιεφ
στον ρόλο του «Ιβάν». Στον
κινηματογράφο μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι να βρεθεί ένας ανήλικος
ερμηνευτής που θα δύναται να ακολουθήσει τις σκηνοθετικές οδηγίες. Σε αυτή την
περίπτωση, η πρόκληση ξεπεράστηκε σχεδόν αμέσως. Ο Μπουρλιάγιεφ είναι άψογος, σα να έχει ταξιδέψει με μία μηχανή του
χρόνου από τη δεκαετία του ‘40 στη δεκαετία του ’60. Η ερμηνείας του είναι «ενήλικη» και ισορροπημένη. Αποτυπώνει με
περίσσια πιστότητα το στοιχειωμένο βλέμμα του χαρακτήρα του, ενώ οι κινήσεις
του διατηρούν μία στοιχειώδη παιδικότητα. Ο
Αντρέι Ταρκόφσκι για να τον καθοδηγήσει του ζήτησε να μην υποδυθεί το βάσανο
και τον πόνο, αλλά να τον αισθανθεί, σαν να τον έχει περάσει.
Οι
συμπρωταγωνιστές είναι αυτό που λέμε «τρακοφσκικοί».
Ακολουθούν ένα μοτίβο, το οποίο τους
κρατάει ως έρμαια της εκάστοτε σκηνής, συνθήκης. Οι Βαλεντίν Ζούμπγκοφ και η Βαλεντίνα
Μαλιαβίνα μάλιστα μοιράζονται μία περιπλάνηση στο δάσος, η οποία καταλήγει στο πιο διάσημο φιλί στην
ιστορία του ρωσικού κινηματογράφου, αν όχι του διεθνή. Από την άλλη οι Ευγένιος Ζαρίκοφ και Στεπάν Κριλόφ έχουν «ανθρώπινη» χημεία με τον νεαρό
πρωταγωνιστή.
Снято! Съёмки окончены:
Κλείνοντας,
ο Αντρέι Ταρκόφσκι καταφέρνει να
εκμεταλλευτεί την σπάνια ευκαιρία που έρχεται στη ζωή του ανθρώπου για μία
μονάχα φορά. Δεν κινήθηκε σε έναν προπαγανδιστικό άξονα, καθώς δεν εκθείασε
την πορεία του «κόκκινου στρατού» στο μέτωπο, αλλά εστίασε στην απώλεια της παιδικής ηλικίας και της καταστροφής του
πολέμου. Με αυτή την ταινία σηματοδοτείται σχεδόν παράλληλα με τον «Ουρανό» του Τάκη Κανελλόπουλου το είδος του ποιητικού ρεαλισμού. Δύο καλλιτέχνες που κινήθηκαν παράλληλα και
ταυτόχρονα, ενίσχυσαν ένα είδος, του
οποίου τις επιταγές δεν γνώρισαν με βεβαιότητα, αλλά υπηρέτησαν με σεβασμό.
Θα έβαζα με σεβασμό ένα 7,6/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς