«Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν» (1998): Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ γεφυρώνει το κλασικό με το μοντέρνο Χόλυγουντ!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Με
αυτό το έβδομο άρθρο ολοκληρώνεται το
αφιέρωμα μας στα κινηματογραφικά έργα που αφορούν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη νέα δημοσίευση θα μιλήσουμε για μία από
τις αρτιότερες του είδους. Ο λόγος για το απόλυτο αριστούργημα του Στήβεν Σπίλμπεργκ με τίτλο: «Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν» (Saving
Private Ryan, 1998). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε αυτό το «θαύμα» της έβδομης τέχνης!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε στη Νορμανδία, όπου οι
συμμαχικές δυνάμεις επιχειρούν απόβαση κατά τα μέσα του έτους 1944. Τα τρία χρόνια συμπλοκής και σύρραξης σε Ευρώπη και
Ασία έχουν προκαλέσει αναρίθμητες απώλειες. Η ανώτατη διοίκηση διατάζει να απομακρυνθεί ο οπλίτης Ράιαν από το
πεδίο της μάχης, λόγω του θανάτου των τριών αδελφών του στα πεδία των
μαχών. Ο λοχαγός Μίλερ και οι άνδρες
του, οι οποίοι μετά βίας κατάφεραν να επιβιώσουν της απόβασης, αναλαμβάνουν να
ολοκληρώσουν την αποστολή. Μέσα σε ένα
κλίμα απανθρωπιάς, καταστροφής, πολέμου και θανάτου, ο Μίλερ και οι στρατιώτες
του θα φθάσουν στα όρια τους σε έναν πόλεμο που ξεπέρασε τα όρια της λογικής
των ανθρώπων.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Αυτή
τη φορά ο δημιουργός πίσω από την ταινία δε χωράει συστάσεις! Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ είναι ένας από τους
καλύτερους σκηνοθέτες που υπηρέτησε πότε τη βιομηχανία του θεάματος. Με
έντονες επιρροές από το κλασικό Χόλυγουντ, κατάφερε να διατηρήσει το πνεύμα του
και να εκσυγχρονίσει το μέσο αυτό καθ’ αυτό. Κατά τη δεκαετία του ’90 εντούτοις συντελείται μία μεταβολή προς τον
ρεαλισμό. Προφανώς, δεν αναφερόμαστε στα δύο πρώτα φιλμ του «Jurassic Park», αλλά στην προσωπική του
κινηματογραφική κατάθεση με το έργο: «Η
Λίστα Του Σίντλερ» (Schindler’s List, 1993). Η ενασχόληση του με αυτή την ταινία του γέννησε την επιθυμία να
μεταφέρει ρεαλιστικά, και όχι επικά, ρομαντικά τα ιστορικά γεγονότα.
Ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Ρόντατ
έγραψε μία ιστορία που βασιζόταν σε αληθινά γεγονότα και μαρτυρίες. Το έφερε εμπρός των παραγωγών της εταιρείας «Ablin Entertainment» κερδίζοντας την
έκπληξη και τον ενθουσιασμό όλων. Το
σενάριο δεν άργησε να φθάσει στα χέρια του διευθυντή της, στα χέρια δηλαδή του
Σπίλμπεργκ. Αυτή ήταν η ιστορία που ήθελε να πει και γνώριζε τον τρόπο, με
τον οποίο θα την μετέφερε στην ασημένια οθόνη. Δε θα ωραιοποιούσε καταστάσεις, δε θα είχε έναν δυναμικό «μάτσο»
πρωταγωνιστή και δε θα προσεγγιζόταν σαν φιλμ, αλλά ως εμπειρία. Ο Τόμ Χάνκς μετά τη διπλή του νίκη στα
βραβεία όσκαρ, δέχτηκε την πρόταση, δίχως να διαβάσει καν το σενάριο.
Ο
σκηνοθέτης ήθελε το έργο να είναι εμπειρία τόσο για αυτούς που συμμετείχαν, όσο
και για εκείνους που θα το παρακολουθούσαν. Ο Χάνκς και οι ερμηνευτές των κύριων ρόλων πέρασαν ένα σύντομο διάστημα
στρατιωτικής εκπαίδευσης αφενός για να «δεθούν» μεταξύ τους, αφετέρου για να
εκπαιδευτούν για τα επερχόμενα γυρίσματα. Ο Ματ Ντέιμον απείχε από την εκπαίδευση για να διατηρηθεί η έλλειψη
χημείας ανάμεσα στη διμοιρία και τον χαρακτήρα του. Το μεγάλο στοίχημα ήταν
εναρκτήρια σκηνή, η απεικόνιση της διάσημης «Απόβασης στη Νορμανδία» (6/6/1944). Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ βλέποντας το φιλμ «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» (The
Longest Day, 1962) ακολούθησε μία
κατεύθυνση απόκλισης 180°.
Μεταφέρει
την παραγωγή του στις ακτές της Ιρλανδίας, στήνει το πεδίο μάχης, όσο πιο
ρεαλιστικά μπορεί, βασισμένο σε μαρτυρίες και φωτογραφίες και επανδρώνει δύο
βοηθητικές κινηματογραφικές μονάδες. Απώτερος
του σκοπός η ανάδειξη της ταραχής, του τρόμου, του χάους. Με το που πέφτει
η ράμπα του μεταγωγικού ταχύπλοου δίνεται η αισθητική του έργου. Είναι εξαιρετικά άσχημη, βίαιη, βρώμικη,
ωμή. Οι πολεμικές σεκάνς δεν κάνουν χάρες στους/στις θεατές. Κορμιά πέφτουν, σώματα διαλύονται και ένα
λουτρό αίματος καλύπτει την αλληλουχία των κάδρων. Δεν έχει σκοπό μήτε να
εντυπωσιάσει, μήτε να αηδιάζει, αλλά να αποδώσει τον εφιάλτη του πολέμου. Πολλοί βετεράνοι πολέμου εγκατέλειψαν την
κινηματογραφική αίθουσα.
Ο
Σπίλμπεργκ επηρεασμένος από την
προσέγγιση τόσο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
στο «S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα»
(1964), όσο και του Βόλφγκανγκ Πήτερσεν
στο «Das Boot» (1981), εισέρχεται με την κάμερα του μέσα στη μάχη.
Οι κινηματογραφιστές ακολουθούν τους στρατιώτες κατά πόδας. Οι λήψεις είναι κουνημένες, ταραγμένες και
χαοτικές. Ανανεώνει τη συνεργασία του με τον φωτογράφο Γιάνους Καμίνσκι και αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν φακούς και
φίλτρα στις κάμερες τους, που να θολώνουν τη συνολική εικόνα. Σαν πολεμικοί ανταποκριτές και όχι ως
καλλιτέχνες θα κάλυπταν την δράση. Ακόμα, το ίδιο το φιλμ πέρασε από χημική επεξεργασία, για να φαίνεται πιο
καταπονημένο, πιο παλιό.
Το μυστικό της επιτυχίας, που
επικοινωνεί με το υποσυνείδητο του κοινού, είναι το στήσιμο της σκηνής. Αν εξαιρεθεί η έναρξη, η μέθοδος που ακολουθείται
είναι μεστή. Εμπεριέχει προετοιμασία,
ένταση, καταλυτική λύση. Ο ρυθμός
είναι εξαιρετικός, έχει ροή και δεν «μπουκώνει» από την δράση. Αυτή έρχεται σε μεστές δόσεις και προωθεί
την πλοκή. Η δε τελική μάχη-σεκάνς είναι ένα τρομερό δείγμα για το πως
οφείλει να ολοκληρωθεί μία πολεμική πορεία. Ο τόνος διατηρείται ασυμβίβαστα σοβαρός, κυνικός μέσα από τα μάτια
ορισμένων χαρακτήρων. Γνωρίσει τις παύσεις του, όταν κοπάσει η συμπλοκή, αλλά ξέρει επίσης να αποθαρρύνει τους/τις
θεατές, όταν χάνεται κάποιος από τη διμοιρία.
«Στο σετ του ηθοποιού»:
Πρωταγωνιστής,
όπως προαναφέρθηκε, είναι ο Τόμ Χάνκς
στον ρόλο του «λοχαγού Μίλλερ». Ο
ηθοποιός συνεχίζει ένα ιδιαίτερο σερί επιτυχίας, με τη δεκαετία του ’90 να
αποτελεί την «χρυσή» του αντίστοιχη.
Εντός του έργου, είναι μία ήρεμη δύναμη,
λειτουργεί σαν σύνδεσμος του κοινού με την ιστορία και ο φακός αναμένει τις
προσγειωμένες του αντιδράσεις για να προχωρήσει. Βέβαια, ως ένας ερμηνευτής
αυτού του βεληνεκούς, δε διστάζει να
αυτοσχεδιάσει εκεί που οι συνθήκες το απαιτούν, όπως στην τελευταία του
ατάκα «earn this!»
Το υπόλοιπο καστ που τον
πλαισιώνει, είναι ένα από τα καλύτερα και πιο ταιριαστά που έχει συγκεντρωθεί
στην ιστορία του κινηματογράφου.
Κάθε ηθοποιός έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και γίνεται αμέσως διακριτός
από τον συμπολεμιστές του. Έχουμε τον Τόμ
Σάιζμουρ στον ρόλο του «λοχία Χόρβαθ».
Ο ερμηνευτής ήταν ένα από τα πιο «καυτά»
ονόματα της εποχής. Ο εθισμός του όμως στις τοξικές ουσίες τον κατέστησε
ριψοκίνδυνη επιλογή. Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ
του έδωσε το εξής δίλημμα, να απέχει από αυτές κατά τη διάρκεια των
γυρισμάτων ή να αποχωρήσει από το σετ. Ο
Σάιζμουρ τον άκουσε και δίνει μία εξαιρετική συνοδευτική ερμηνεία.
Οι Έντουαρντ Μπέρνς, Τζιοβάνι
Ριμπίσι και Μπάρι Πέπερ είναι ξεχωριστοί.
Όλοι έχουν την στιγμή τους να λάμψουν, με την ιστορία να μην τους κάνει χάρες,
αλλά αυτοί να ικανοποιούν τον Σπίλμπεργκ
με τη μεταφορά των χαρακτήρων τους. Ακολουθούν
το παράδειγμα του Χάνκς και αυτοσχεδιάζουν σε κρίσιμες και σπαρακτικές στιγμές.
Ο
Μάτ Ντέιμον στον ρόλο του «Ράιαν» δεν έχει εκτενή σκηνική
παρουσία. Γύρω από τον χαρακτήρα του κινείται όλη η πλοκή, αλλά ο ίδιος εμφανίζεται στην τρίτη πράξη. Ερμηνευτικά, ο ηθοποιός βρίσκεται στο ξεκίνημα της
καριέρας του και δείχνει αξιοπρεπή δείγματα υποκριτικής για το μέλλον.
Στην
ταινία εμφανίζονται σε μικρούς σχεδόν φευγαλέους ρόλους ο Βίν Ντίζελ, ο Πώλ Τζιαμάτι,
ο Ντένις Φαρίνα και ο Μπράιαν Κράνστον.
Cut! It’s a wrap:
Κλείνοντας,
το φιλμ πετυχαίνει να ανανεώσει το
ενδιαφέρον του κόσμου για τις πολεμικές ιστορίες. Ανεβάζει επίπεδο το μέσο
του κινηματογράφου στο σύνολο του και χαρίζει στους/στις θεατές ένα διαχρονικό
έργο, του οποίου η αίγλη και η αξία δε
γίνεται να ξεπεραστεί, ακόμα και μετά από 27 χρόνια. Απέσπασε πέντε βραβεία
όσκαρ, ανάμεσα στα οποία καλύτερης σκηνοθεσίας
και φωτογραφίας, και ήταν ο κύριος
παράγοντας που κυκλοφόρησε η σειρά «Band
Of Brothers» (2001).
Θα έβαζα με διαχρονικό δέος το απόλυτο 10/10 σε κλίμακα μέτρησης «thank you for the memories».
Διάρκεια: 2 ώρες και 49 λεπτά
Είδος: Πολεμική
Σκηνοθεσία: Στήβεν Σπίλμπεργκ
Πρωταγωνιστές: Τόμ Χάνκς, Τόμ Σάιζμουρ, Έντουαρντ Μπέρνς, Τζιοβάνι Ριμπίσι, Μπάρι Πέπερ, Μάτ Ντέιμον
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Κινηματογράφος #StevenSpielberg #SavingPrivateRyan #War #TomHanks #MattDamon
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς