Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Δέκατο: "Το Πνεύμα Της Ραχοκοκαλιάς"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο ένατο μας κεφάλαιο με τίτλο "Το Δώμα Της Δοκιμασίας" είδαμε τις προκλήσεις, που τόσο ο Έντμουντ, όσο και ο Έραγκον καλούνται να ανταποκριθούν και να ξεπεράσουν.  Στο νέο, δέκατο κεφάλαιο με τίτλο: "Το Πνεύμα Της Ραχοκοκαλιάς" θα δούμε το ριψοκίνδυνο ταξίδι του Ρόραν στην παράκτια πόλη της Νάρντα, τη φυλάκιση του Έντμουντ και του Όρικ, αλλά και τη μυστικιστική πορεία του Έραγκον στο "Δώμα Της Δοκιμασίας".

Η νύχτα απλώθηκε βαριά πάνω απ’ το Κάρβαχολ. Οι φωτιές έκαιγαν ακόμα τα σπίτια, κι ο ουρανός γινόταν κόκκινος απ’ τη στάχτη. Ο Ρόραν στεκόταν στην πλώρη της βάρκας του, με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω. Ο Έντμουντ και ο Όρικ είχαν μείνει πίσω για να καθυστερήσουν τους Ράζακ. Ήξερε πως ίσως να μην τους ξανάβλεπε ποτέ. Οι χωρικοί, κουρασμένοι και σιωπηλοί, κοίταζαν το νερό να σκοτεινιάζει γύρω τους, ενώ ο ποταμός «Ανόρα» τούς έσερνε νοτιοανατολικά, προς το άγνωστο.

Κάποια στιγμή, φώτα από πυρσούς φάνηκαν στον ορίζοντα. «Σταματήστε τα κουπιά!» φώναξε ο Ρόραν, και χωρίς δισταγμό βούτηξε ευθύς στο νερό. Τα παγωμένα ρεύματα τον τύλιξαν, μα κατάφερε να πιάσει το σχοινί και να σταματήσει τη βάρκα.
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν, κι όλοι μαζί βγήκαν στην όχθη, κρυμμένοι κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα. Μπροστά τους υψώνονταν τα δόντια και οι κορφές των βουνών, η «Ραχοκοκαλιά» στεκόταν σιωπηλή και απειλητική.

Ο Ρόραν πήρε βαθιά ανάσα. «Από δω και πέρα, δε θα υπάρχει γυρισμός,» είπε. Κανείς δεν μίλησε. Μόνο τα βήματά τους ακούγονταν πάνω στα βράχια, καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι. Εντούτοις, η «Ραχοκοκαλιά» δεν τους καλωσόριζε. Οι πλαγιές άλλαζαν μορφή, τα μονοπάτια γίνονταν λαβύρινθος. Άνθρωποι χάνονταν και ξαναβρίσκονταν αλλού. Μέρες πέρασαν χωρίς ήλιο. Κι εκεί, μέσα στην ομίχλη, ο Ρόραν άκουσε τη φωνή. Ήταν βαθιά, επιβλητική, γεμάτη ζεστασιά και δύναμη.

«Μη φοβάσαι… Ο δρόμος ανοίγει για εκείνον που πιστεύει…»

Ο Ρόραν πάγωσε. Στο βάθος του ήχου υπήρχε κάτι που έμοιαζε με βρυχηθμό. Δεν γνώριζε ποιος μιλούσε, μα η φωνή είχε κάτι το… ιερό. Την εμπιστεύτηκε. Και, σαν να άκουσε τα λόγια του θεού, ομίχλη και βράχια υποχώρησαν. Η «Ραχοκοκαλιά» άνοιξε μονοπάτι.

Ύστερα από μέρες, αντίκρισαν τη Νάρντα, την πόλη στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας, χτισμένη στις ακτές του ποταμού. 

Ο Ρόραν με λίγους συντρόφους μπήκε στη πόλη, μα δεν πρόλαβαν να κάνουν βήμα, συνελήφθησαν. Ο τοπικός κυβερνήτης, άνδρας μεγαλόπρεπος, αλλά διστακτικός, τον ανέκρινε για την τύχη του Κάρβαχολ.

Ο Ρόραν στάθηκε αγέρωχος.

«Η Αυτοκρατορία κατέκαψε την πατρίδα μας. Μην την αφήσεις να κάψει κι εσάς. Επαναστάτησε! Έλα μαζί μας νότια, στους Βάρντεν!»

Η αίθουσα πάγωσε. Και τότε εμφανίστηκε ο Τζέοντ, παλιός φίλος του Μπρόμ, φέρνοντας σκοτεινά νέα:

«Αυτοκρατορικά πλοία στον ορίζοντα. Αν ελλιμενιστούν, η πόλη μας θα πέσει.»

Ο κυβερνήτης δίστασε μονάχα για μια στιγμή. «Σημάνετε επίθεση!»

Ο Ρόραν ελευθερώθηκε, κι αμέσως έδωσε το σήμα. Οι χωρικοί όρμησαν μέσα από τις πύλες. Οι καμπάνες ήχησαν, φλόγες τύλιξαν το λιμάνι. Η μάχη της Νάρντα άναψε.

Σπαθιά, φωτιά και καπνός. Ο ουρανός φωτίστηκε κόκκινος, και τα πλοία της Αυτοκρατορίας έγιναν πυρκαγιές που έκαιγαν το νερό. Όμως ο άνεμος γύρισε. Οι φλόγες κύκλωσαν και τους δικούς τους. Ο Ρόραν ανέβηκε στα κατάρτια, έσπασε αλυσίδες, έσπρωξε βάρκες στο ρεύμα. Η νύχτα κράτησε αιώνες φωτιάς.

Το ξημέρωμα βρήκε τη Νάρντα σχεδόν κατεστραμμένη. Ο κυβερνήτης βαριά τραυματισμένος, ο Τζέοντ με ματωμένα ρούχα, έδωσε την τελευταία διαταγή:

«Εκκένωση! Όλοι στα πλοία! Πλεύστε νότια, όσο πιο νότια μπορείτε!»

Τα πλοία γέμισαν ανθρώπους, και καθώς απομακρύνονταν, το φως της αυγής έπεφτε πάνω στα ερείπια. Η Νάρντα είχε χαθεί. Μα οι ελεύθεροι άνθρωποι του Κάρβαχολ ζούσαν.

Στο μεταξύ…

Μακριά, μέσα σε μια αρένα από σίδερο και αίμα, ο Έντμουντ και ο Όρικ στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Απέναντί τους, πλάσματα κάθε είδους άνθρωποι, νάνοι, λιποτάκτες, ακόμα και ξωτικά που είχαν πέσει στη μαγεία του εχθρού. Στις εξέδρες, ο αρχηγός των Ράζακ γελούσε με χαιρέκακες κραυγές που έκοβαν τον αέρα:
«Πολεμήστε!»

Οι δυο σύντροφοι πάλευαν, μα όχι για να σκοτώσουν.

Μόνο για να επιβιώσουν...

Τότε, πίσω απ’ τον θρόνο του άρχοντα των Ράζακ, μια σκιά ανασηκώθηκε.
Ένας άνδρας με Λεοντή, ίδιος εκείνος που είχε εμφανιστεί στις λίμνες και στα δάση.
Η φωνή του χαμηλή, μα γεμάτη δηλητήριο:

«Σκότωσέ τους… Τώρα…»

Η αρένα βυθίστηκε στη σιωπή. Κι έπειτα, η κραυγή του αρχηγού των Ράζακ αντήχησε:

«Η επόμενη μάχη… θα είναι η τελευταία σας! Εγώ ο ίδιος θα σας αντιμετωπίσω!»

Οι κραυγές των Ούργκαλ και των σκλάβων γέμισαν το σιδερένιο κλουβί. Ο Έντμουντ χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Όρικ στάθηκε όρθιος, σφίγγοντας τα δόντια. Και ο ήλιος της Αυτοκρατορίας ανέτειλε πάνω απ’ το πεδίο, κόκκινος σαν αίμα.

Ο Έραγκον, φορώντας το φυλαχτό της Άρυα, στάθηκε μπροστά στην πέτρινη πύλη του Δώματος της Δοκιμασίας. Μόλις πέρασε το κατώφλι, η βαριά θύρα έκλεισε πίσω του με βουητό, και η Σαφίρα τον έχασε από τις αισθήσεις της. Ο δεσμός τους διακόπηκε.

Έξω, η δράκαινα ούρλιαξε, και ο αέρας γύρω της πάγωσε. Ο Γκλάντρ, ο χρυσός δράκος, δοκίμασε να την ηρεμήσει. «Όλα είναι γραμμένα στον κόσμο της Αλαγαισίας,» της είπε ήρεμα. «Ο δικός μου πρώτος καβαλάρης χάθηκε στο Δώμα και δεν βγήκε ξανά ποτέ. Ο Όρομις, όμως, τα κατάφερε, κι έτσι ενωθήκαμε απόλυτα.»
Η Σαφίρα τίναξε το κεφάλι της, η φλόγα των ματιών της λαμπύρισε. Με έναν βρυχηθμό όρμησε μάταια κατά της πέτρινης πύλης, σήκωσε σκόνη και σπίθες από τη μαγεία που τη σκέπαζε. «Άφησέ τον!» ούρλιαξε, αλλά το «Δώμα» δεν υπάκουε. Ο Έραγκον θα έβγαινε μόνο, αν ξεπερνούσε τη δοκιμασία.

Μέσα, βασίλευε το απόλυτο σκοτάδι. Ο Έραγκον ένιωθε να τον τυλίγουν άναρθροι ψίθυροι, φωνές χωρίς σώμα, λόγια ακατάληπτα. Κάπου μακριά άναψε μια αχτίδα φωτός. Την ακολούθησε, και σιγά σιγά ο διάδρομος άνοιξε σε μια σπηλιά. Όταν βγήκε, βρέθηκε σε μια καταπράσινη πλαγιά.

Ξαφνικά, ο ουρανός σχίστηκε από ένα τεράστιο φτερό. Το βαρύ κορμί ενός πάνοπλου δράκου πέρασε εμπρός του. Ο Έραγκον τραβήχτηκε πίσω, μα η περιέργειά του τον ώθησε να πλησιάσει. Μια μάχη μαινόταν ανάμεσα σε δύο δράκους, ο ένας μαύρος σαν την άβυσσο, ο άλλος πληγωμένος, μα ακόμη όρθιος. Ο σκούρος πέταξε ψηλά και χάθηκε πάνω από τα σύννεφα. Ο ήλιος σκοτείνιασε, κι ένας νέος δράκος έπεσε απ’ τον ουρανό, συντρίβοντας το χώμα εμπρός του.

Ο Έραγκον δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο μέγα θηρίο τον έκλεισε κάτω απ’ τα νύχια του, ρουθούνισε δυνατά πάνω του, η ανάσα του μύριζε καπνό και αίμα. Μια βαθιά φωνή ακούστηκε τότε από το κενό, με μια πνευματική διάσταση που πάγωσε τον αέρα. Προσπάθησε να τον ηρεμήσει, μα ο Έραγκον βούλιαζε στο χώμα, ανήμπορος να κουνηθεί.

Και τότε, μια πολεμική ιαχή έσπασε τη σιωπή. Το μαύρο κτήνος ξαναφάνηκε, ρίχτηκε πάνω στο γκρίζο. «Δε θα σε αφήσω να τον πάρεις!» φώναξε ο καβαλάρης του μαύρου. «Είναι δικός μου!» ανταπάντησε εκείνος του γκρίζου.

Η σύγκρουσή τους έκανε τη γη να σειστεί. Ο Έραγκον κοίταζε χωρίς να ξέρει ποιον να εμπιστευτεί. Μπροστά του απλωνόταν ένας γκρεμός και χωρίς δεύτερη σκέψη, κατευθύνθηκε προς αυτόν. Θα εμπιστευόταν εκείνον που θα τον έσωζε.

Βούτηξε στο κενό.

Ο δρακοκαβαλάρης του μαύρου δράκου αναφώνησε σπαρακτικά «Όχι!» και άφησε τη μάχη. Ο δράκος του, με ένα τίναγμα φτερών που ταρακούνησε τον αέρα, βούτηξε κι αυτός στο βάθος. Πριν ο Έραγκον αγγίξει το έδαφος, ένιωσε να σηκώνεται με ορμή. Βρισκόταν τώρα πάνω στη σέλα του μαύρου δράκου, πίσω από τον καβαλάρη του.

«Με έσωσες! Σε ευχαριστώ, δρακοκαβαλάρη! Ποιος μας κυνηγάει;» 

Ο οδηγός γύρισε προς το μέρος του: «Ένας ξεχασμένος προδότης! Κυνηγάει κάθε δοκιμαζόμενο για να πάρει τη θέση του και να εξέλθει από το Δώμα!». 

«Εσύ ποιος είσαι; Γιατί είσαι εδώ;» ρώτησε διαδοχικά ο Έραγκον 

«Είμαι ο πρώτος καβαλάρης του Γκλάντρ, του Χρυσού! Το όνομά μου το έχει πια ξεχάσει ο κόσμος, μα θυμάμαι τον λόγο που είμαι εδώ. Για να διαφυλάξω όλους τους καβαλάρηδες που ήρθαν μετά από μένα. Το Δώμα εκφυλίστηκε, παραβιάστηκε! Πρέπει να βγεις από εδώ πέρα! Πες στα γεροξωτικά ότι το Δώμα δεν είναι ασφαλές!»

Ο Έραγκον ταράχτηκε. «Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τα ξωτικά και η αρχαία τους μαγεία θα γνώριζαν, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε εδώ μέσα. Κάνεις λάθος!»

«Νομίζεις πως τα ξωτικά είδαν ποτέ με καλό μάτι τους ανθρώπους καβαλάρηδες; Θυμάμαι με τι αποδοκιμασία με κοιτούσαν, όταν έφτασα στο βασίλειό τους. Πες μου από πού μπήκες, για να σε βγάλω. Ο Γκρίζος δε θα αργήσει να μας φθάσει!»

Μια φωνή ακούστηκε τότε, απαλή, μα πανίσχυρη, μέσα στο μυαλό του Έραγκον.
«Μην του πεις τίποτα, Έραγκον.»

Ο Έραγκον πάγωσε. Το χέρι του έπιασε το φυλαχτό της Άρυα. Μια σκοτεινή ενέργεια πλημμύρισε τον αέρα γύρω από τον μαύρο καβαλάρη, πυκνή και ασφυκτική. Ο Έραγκον σήκωσε το βλέμμα του και απάντησε με θάρρος: «Δε θα μάθεις ποτέ, σκιά!»

Και πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει, ο Έραγκον γλίστρησε από τη σέλα και χάθηκε ξανά στην άβυσσο του Δώματος.

Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις