Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Ενδέκατο: "Πορεία Επιβίωσης"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο δέκατο μας κεφάλαιο με τίτλο "Το Πνεύμα Της Ραχοκοκαλιάς" είδαμε το ριψοκίνδυνο ταξίδι του Ρόραν στην παράκτια πόλη της Νάρντα, τη φυλάκιση του Έντμουντ και του Όρικ, αλλά και τη μυστικιστική πορεία του Έραγκον στο "Δώμα Της Δοκιμασίας".  Στο νέο, ενδέκατο κεφάλαιο με τίτλο: "Πορεία Επιβίωσης" θα δούμε τον Ρόραν να μεταβαίνει γύρω από τον μυστηριώδη όρμο του "Σάρκτουθ", τον Έντμουντ να θυμάται τη βασιλική του κληρονομιά και τον Έραγκον να προετοιμάζεται για την αληθινή του πρόκληση.

Η Νάρντα είχε σωριαστεί στις στάχτες της. Η φωτιά που την είχε προστατεύσει από την Αυτοκρατορία, ήταν η ίδια που την αποτελείωσε. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα είχαν κατατροπωθεί, όμως τα τείχη ήταν καμένα, οι προβλήτες κατεστραμμένες και οι δρόμοι, άλλοτε γεμάτοι ζωή, είχαν γίνει λαβύρινθος από κάρβουνο και καπνό. Δεν υπήρχε πλέον πόλη να υπερασπιστούν.

Με βαριά καρδιά, οι τελευταίοι υπερασπιστές εγκατέλειψαν την πόλη της Νάρντα.
Δύο ομάδες χωρίστηκαν: η μία με αρχηγό τον Ρόραν, η άλλη υπό τον Τζέοντ. Τα πλοία τους γλίστρησαν στη θάλασσα, αθόρυβα, σχεδόν ενοχικά, σαν να μην άφηναν πίσω μια πόλη, αλλά έναν τάφο.

Το ταξίδι τους ήταν αργό και επικίνδυνο. Πλέοντας πάντα κοντά στην ακτή, δεν τολμούσαν να φτάσουν σε κανένα λιμάνι, είτε αυτή η γη ανήκε στον Γκαλμπατόριξ, είτε σε ανεξέλεγκτους πολέμαρχους που δεν αναγνώριζαν ούτε βασιλιά ούτε έλεος. Κάθε βράδυ άκουγαν από την στεριά μακρινές συμπλοκές, πολεμικές φωνές, αλυσιδωτές φωτιές. Η Αλαγαισία είχε γίνει χάρτης τρόμου.

Ο κυβερνήτης της Νάρντα, που επέβαινε στο πλοίο του Τζέοντ, ολοένα χειροτέρευε. Ο πυρετός τον έκαιγε, το κορμί του λύγιζε. Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τον Τζέοντ κοντά του.

Με φωνή που έτρεμε, του αποκάλυψε ένα μόνο πράγμα: «Το Σαρκτούθ».

Ένας μαύρος βράχος, γυμνός και αδιάβατος, που ξεφύτρωνε μέσα από τη θάλασσα. Ένα σημείο που ήξεραν, μόνο όσοι είχαν λόγο να το φοβούνται. Έναν κρυφό όρμο πειρατών, αυτών της Κουάστα. Αν περνούσαν πολύ κοντά, θα τους εντόπιζαν. Αν πάλι έμεναν μακριά, τα ρεύματα μπορούσαν να τους στείλουν ευθύς στα βράχια.

Με την τελευταία του ανάσα, ο κυβερνήτης του εμπιστεύτηκε τις ναυτικές του γνώσεις. Έπειτα, ξεψύχησε και πέθανε.

Ο Τζέοντ άναψε σήματα με φωτιά επάνω στο κατάστρωμα, ενημερώνοντας τον Ρόραν για την απώλεια αλλά και για το επικίνδυνο επερχόμενο πέρασμα. Με το φως του δειλινού να βυθίζεται πίσω από τα κύματα, οι δύο ηγέτες πήραν την ίδια απόφαση:

Θα διέσχιζαν το Σαρκτούθ μέσα στη νύχτα. Αθόρυβοι, σαν το ανοιξιάτικο κύμα. Αόρατοι, σαν τους αστερισμούς στην καταχνιά. Και προπαντός, όσο πιο μακριά γινόταν από την Κουάστα.

Οι πυρσοί έσβησαν στα πλοία τους, μονάχα ο Τζέοντ κρατούσε ένα μικρό φανάρι, κρυμμένο μέσα στη γροθιά του, αρκετό για να βλέπουν οι πλοηγοί την πυξίδα και τον χάρτη. Η θάλασσα ήταν παράξενα ήρεμη, σαν να τους προκαλούσε να προχωρήσουν.

Πλέοντας δυτικά του Σαρκτούθ, οι φωτιές της Κουάστα άναβαν σαν κόκκινα πύρινα μάτια στο σκοτάδι. Κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν ήθελε να αναπνεύσει πιο βαριά από όσο έπρεπε.

Κι έπειτα…

Μια αιχμηρή, υγρή ανάσα. Ένας αποπνικτικός ψίθυρος. Και ο λαιμός ενός φρουρού στο πλοίο του Τζέοντ άνοιξε χωρίς προειδοποίηση.

Σκιές αναδύθηκαν μέσα από τη θάλασσα. Μικρές βάρκες πλεύρισαν το σκάφος. Οι πειρατές της Κουάστα είχαν αποπλεύσει από τα κρησφύγετα τους.

Η επιβίβαση έγινε σαν μαχαιριά στο σκοτάδι. Φωνές ακούστηκαν αμέσως, σπαθιά ξεθηκάρωσαν και συγκρούστηκαν αναμεταξύ τους στο κατάστρωμα, και το φανάρι του Τζέοντ έπεσε και έσβησε. Η μάχη άναψε, πριν ακόμη καταλάβουν από πού ήρθαν οι επιτιθέμενοι.

Ο Ρόραν άκουσε τα ουρλιαχτά από το πλοίο εμπρός του. Είδε πτώματα να πέφτουν στη θάλασσα και να παρασύρονται μέχρι και στο δικό του. Χωρίς δισταγμό, έκοψε το σχοινί που έδενε τα δύο πλοία. Το δικό του απελευθερώθηκε και τα κύματα άρχισαν να το παρασέρνουν μακριά από τη βοή της μάχης.

Ο Τζέοντ όμως δεν πρόλαβε να φύγει. Οι πειρατές τον περικύκλωσαν.
Πάλεψε, έριξε δύο στη θάλασσα και έναν εμπρός του, μα τελικά πιάστηκε αιχμάλωτος τους.

Το πλοίο του Ρόραν έπλευσε παρασυρμένο μέσα στη νύχτα.

Μόνο με το πρώτο φως κατάλαβαν όλοι την πλήρη φρίκη της κατάστασης. Τα τύμπανα της Κουάστα αντήχησαν πολεμικά και ρυθμικά από την ακτή. Οι πειρατές πανηγύριζαν τη λεία τους.

Ο Ρόραν απέμεινε γονατισμένος στο κατάστρωμα, τα χέρια του δεμένα από τις αρνητικές εξελίξεις, το βλέμμα του προβληματισμένο και σκοτεινό.

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, και δεν είχε σκοπό να αφήσει κι άλλους πίσω του να θυσιαστούν.

Θα οδηγούσε τους ανθρώπους του μέχρι τα μισά του Φίνστερ… και θα επέστρεφε για τον Τζέοντ και όσους είχαν πέσει στα χέρια των πειρατών, ακόμη κι αν έπρεπε να βουτήξει στην κόλαση της Κουάστα μόνος του.

Ο Έντμουντ και ο Όρικ επέστρεψαν στα κελιά τους, εξαντλημένοι. Η αναγγελία της τελικής μάχης με τον ίδιο τον αρχηγό των Ράζακ είχε στραγγίξει κάθε ικμάδα ελπίδας και θάρρους από μέσα τους. Όταν το βαρύ σιδερένιο πορτόνι έκλεισε πίσω τους, οι υπόλοιποι σκλάβοι μαζεύτηκαν γύρω τους, σαν άνθρωποι που θέλουν να ακούσουν τη θανατική τους καταδίκη για να την πιστέψουν.

Ο Όρικ απέφυγε τα βλέμματα, κρατούσε τα πλευρά του και κάθε ανάσα του ήταν μια μαχαιριά.
Ο Έντμουντ δεν μιλούσε. Δεν είχε άλλη δύναμη να ξαναγίνει το ελπιδοφόρο φως τους σε αυτό το σκοτάδι.

Κι όταν, τελικά, οι δύο τους επιβεβαίωσαν τα νέα… έπεσε μια σιωπή πιο βαριά κι από τις αλυσίδες στα σκέλη τους.

Κάποιος ψιθύρισε μια κατάρα. Άλλος άρχισε να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο.
Κάποιοι έπεσαν στα γόνατα ζητώντας έλεος. Άλλοι άρχισαν να φωνάζουν προσευχές, άναρθρες, παράξενες, υστερικές.

Μια μαζική υστερία απλώθηκε σαν παγωνιά. Το κελί έμοιαζε με τάφο που γέμισε με ζωντανούς-νεκρούς. Μόνο μία ψυχή παρέμεινε ακέραιη. Η Κατρίνα, η αγαπημένη του Ρόραν. Γονατισμένη δίπλα στον Έντμουντ, κρατούσε δύο πανιά, σκισμένα από το ίδιο της το φόρεμα. Τα βρέχει με το ελάχιστο νερό που τους είχε απομένει και ακουμπά απαλά το υγρό ύφασμα στο μέτωπο του Έντμουντ. Η κίνηση ήταν τόσο τρυφερή, τόσο ανθρώπινη, που διαπέρασε το χάος γύρω τους.

Για τον Όρικ βρήκε λίγους αναλγητικούς σπόρους και τους έδωσε με φειδώ. Η ανάσα του νάνου χαλάρωσε λίγο, μα ο πόνος δεν έφυγε πραγματικά ποτέ.

Ο Έντμουντ την κοίταξε. Το άγγιγμά της… του θύμισε τη μητέρα του. Και τότε, για μία στιγμή, παρά το κολαστήριο που τους έζωνε, ένιωσε την καρδιά του να μαλακώνει. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Σκέφτηκε τα αδέρφια του. Πού ήταν; Τι έκαναν; Θα τον θυμόντουσαν, αν χάνονταν αύριο στην αρένα;

Και τότε, μέσα στις κραυγές αγωνίας, τους ψιθύρους τρόμου, και τα κλάματα ελεημοσύνης ακούστηκε μια φωνή. Μια βαθιά φωνή. Όχι ανθρώπινη, και όχι
αυτού του κόσμου.

«Στάσου στο ύψος σου, βασιλιά Έντμουντ.» τον κάλεσε

Ο Έντμουντ πετάρισε τα μάτια. Γύρισε γύρω του. Κανείς δεν έδειχνε να την άκουσε.

«Ο Βρυχηθμός της Φλόγας θα ηχήσει στην αρένα» συνέχισε η φωνή, βαθειά σαν τη γη, φωτεινή σαν πυρωμένο σίδερο. «Και εσύ πάλι θα είσαι ο νικητής.»

Ο Έντμουντ ένιωσε τη ραχοκοκαλιά του να παγώνει και να πυρώνει ταυτόχρονα.

«Το μόνο που πρέπει να κάνεις… είναι να πιστέψεις.»

Το σκοτάδι γύρω του έμοιαζε να υποχωρεί. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά.

«Πίστεψε, Έντμουντ… πίστεψε!»

Η φωνή χάθηκε, σαν να απορροφήθηκε από τον ίδιο τον αέρα του κελιού.

Ο Έντμουντ έμεινε ακίνητος, με τα μάτια ανοιχτά. Για πρώτη φορά μετά από μέρες… ένιωσε πως δεν ήταν μόνος.

Ο Έραγκον κατάλαβε, αμέσως μόλις άγγιξε το φυλαχτό της Άρυα, την απόκοσμη, κακόβουλη αύρα που τύλιγε τον αναβάτη του μαύρου δράκοντα. Η επίγνωση αυτή του κέντρισε το μυαλό σαν ξίφος. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Γλίστρησε από τη σέλα του και άφησε το σώμα του να πέσει στο κενό.

Ο μαυροφορεμένος αναβάτης ούρλιαξε, ένα ουρλιαχτό γεμάτο κακεντρεχή απελπισία, θυμό και μια πείνα που δεν ήταν ανθρώπινη. Ο μαύρος δράκος έγειρε βίαια, προσπαθώντας να ακολουθήσει την πτώση, όμως ήταν ήδη αργά.

Από ψηλά, μέσα από τα σκοτάδια του Δώματος, ξέσχισε τον αέρα ένα άλλο φτερούγισμα. Ο γκρίζος δράκος, καταβεβλημένος και καταματωμένος, με σκισμένα φτερά και κορμί γερασμένο από αιώνες, βούτηξε γοργά με όλη τη δύναμη που του απέμενε. Με ένα τελευταίο, στιβαρό χτύπημα των φτερών του, άρπαξε τον Έραγκον στον αέρα με τα νύχια του.

Δεν τον ανέβασε ποτέ στη σέλα. Τον κράτησε στα διαλυμένα του νύχια, όπως κρατά κανείς κάτι πολύ εύθραυστο και πολύτιμο. Και αμέσως άρχισε να κατευθύνεται προς μια στενή χαράδρα.

Με μια αναδίπλωση των τραυματισμένων του φτερών χώρεσε μέσα στο άνοιγμα, γλιστρώντας σαν σκιά μέσα στον φυσικό λαβύρινθο του Δώματος. Τα μικρά τινάγματα των φτερών του δεν ήταν για να πετάξει, ήταν για να κρατήσει την ισορροπία του. Ύστερα αφέθηκε στο ρεύμα του ανέμου που περνούσε ανάμεσα στους βράχους.

Ο μαύρος δράκος δεν είχε τέτοια λεπτότητα. Η βαριά πανοπλία του διέλυσε τις πέτρες. Οι βράχοι υποχώρησαν. Και με ένα βρυχηθμό που μύριζε θειάφι, ξέρασε λάβα από τα ξηρά του σωθικά.

Μάταια. Ο λαβύρινθος ήταν σύμμαχος του γκρίζου.

Σε μια απότομη στροφή, ο γκρίζος δράκος άφησε τον Έραγκον στο εσωτερικό μιας σκοτεινής σπηλιάς και αμέσως πέταξε ξανά, παρασύροντας τον διώκτη του μακριά.

Ο Έραγκον, ανεμοδαρμένος, ζαλισμένος, προσπάθησε να σηκωθεί. Το φως της εξόδου, στο άκρο της σπηλιάς, τον καλούσε.

Κι εκεί, πριν προλάβει να σταθεί όρθιος, δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω του και τον κράτησαν στο σκοτάδι. Ύστερα τον άφησαν. Δίπλα του στεκόταν ο αναβάτης πια του γκρίζου δράκου. Ο Έραγκον αναζήτησε το φυλαχτό της Άρυα… αλλά δεν το βρήκε. Ήταν στο χέρι του αναβάτη. Εκείνος φορούσε ένα κράνος μεγαλύτερο από το κεφάλι του, και η πανοπλία του ήταν ένα συνονθύλευμα από κομμάτια άλλων πανοπλιών από εποχές καιρό ξεχασμένες.

Ο Έραγκον κράτησε την ψυχραιμία του.

«Αν με ήθελες νεκρό, θα ήμουν ήδη. Θα σε εμπιστευτώ… και θα ζητήσω να μου πεις το όνομά σου.»

Ο μυστηριώδης αναβάτης αφαίρεσε το κράνος. Σήκωσε το φυλαχτό στο αμυδρό φως της σπηλιάς.

«Η Άρυα πρέπει να σε αγαπάει πολύ…» είπε με φωνή που πατούσε σε ευαίσθητες χορδές ανάμνησης και απώλειας. «Με αυτό το φυλαχτό παράκουσε έναν από τους πιο σημαντικούς κανόνες του Δώματος. Παρενέβη. Υπήρξε μια εποχή που κι εγώ έκανα το ίδιο για τον αγαπημένο μου… και βρέθηκα εδώ. Με μόνη ελπίδα μου τη θύμησή του.»

Ο Έραγκον ένιωσε ένα ρίγος.

«Ποια είσαι, αρχόντισσά μου;»

Η μορφή σήκωσε το βλέμμα της. Τα μάτια της ήταν βαθιά… και αθάνατα.

«Είμαι η Όρομε, η πρώτη αναβάτρια του Γκλάντρ του Χρυσού. Αιώνια αγαπημένη… και σύζυγος του Όρομις.»

Η καρδιά του Έραγκον πάγωσε.

«Γιατί είσαι εδώ; Πρέπει να φύγουμε μαζί!»

Η Όρομε κούνησε αργά το κεφάλι της.

«Έραγκον… εσύ πρέπει να φύγεις. Αλλά μόνο εφόσον περάσεις τη δοκιμασία του Δώματος. Εγώ πρέπει να μείνω εδώ. Να κρατώ το απόλυτο κακό… φυλακισμένο.»

Ο Έραγκον ένιωσε το στομάχι του να βουλιάζει.

«Ο Όρομις ξέρει ότι βρίσκεσαι εδώ;»

«Όχι. Και δεν πρέπει να το μάθει.» Η φωνή της έσπασε για πρώτη φορά.
«Έσβησα με μαγεία τη μνήμη του από αυτό το μέρος. Αν ήξερε… τίποτα δεν θα τον σταματούσε από το να μπει εδώ μέσα. Και αν η Σκιά βγει έξω… τότε όλοι οι κόσμοι μας θα χαθούν.»

Ο Έραγκον κατάπιε.

«Ποια είναι η δοκιμασία μου, αρχόντισσα Όρομε;»

Η Όρομε ανέκτησε την ψυχραιμία της και έτεινε το χέρι της.

«Ακολούθησέ με, Έραγκον. Θα σου δείξω το μέλλον… και αυτό που θα αποφασίσεις… θα ορίσει αν σου επιτραπεί να βγεις έξω.»

Η σπηλιά σκοτείνιασε. Ο αέρας γύρω τους ψύχθηκε. Το Δώμα ετοιμαζόταν να δείξει το αληθινό του πρόσωπο.


Disclaimer:
 Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις