«Das Boot» (1981) και το πεπρωμένο της ασημένιας οθόνης!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Μετά
το πρόσφατο και σύντομο διάλειμμα από το τρέχον αφιέρωμα μας, στα
κινηματογραφικά έργα που αφορούν τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρέφουμε με νέο άρθρο. Αυτή τη φορά, θα κάνουμε ένα άλμα δύο
δεκαετίες εμπρός και θα μεταφερθούμε σε ευρωπαϊκό
έδαφος και μία γερμανική παραγωγή.
Ο λόγος για την ταινία με τίτλο: «Υποβρύχιο
U-96: Επιστροφή στην κόλαση» (Das Boot, 1981). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο
ο γερμανικός και κατ επέκταση ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος ανανέωσε το πλαίσιο
απεικόνισης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου!
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στο κατεχόμενο από τις δυνάμεις του Άξονα λιμάνι του «Λα Rοσέλ» στα τέλη του έτους 1941. Ο καπετάνιος Χάινριχ Λίμαν ετοιμάζεται να αναλάβει άλλη μία αποστολή
περιπολίας του βορείου Ατλαντικού. Στο υποβρύχιο του κλάσης «U-Boat» επιβιβάζεται και ο πολεμικός ανταποκριτής Βέρνερ πριν την καθέλκυση
και εκκίνηση της αποστολής. Ο καπετάνιος και το πλήρωμα του δε θα αργήσουν
να καταλάβουν ότι η πάλαι ποτέ κραταιά ισχύ των γερμανικών υποβρυχίων αρχίζει
και φθίνει. Μέσα σε ένα κλίμα καθήκοντος
και αναζήτησης σκοπού, εξάντλησης και νευρικού κλονισμού, ο καπετάνιος Λίμαν θα
κληθεί να περάσει μέσα από τα αγγλοκρατούμενα στενά του Γιβραλτάρ, μία αποστολή
αυτοκτονίας.
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Η ιδέα πίσω από το τελικό σενάριο
βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Λόταρ-Γκίντερ Μπούχαϊμ που δημοσίευσε κατά το
έτος 1973. Ο συγγραφέας είχε
υπηρετήσει ως πολεμικός ανταποκριτής σε γερμανικό υποβρύχιο κατά τη διάρκεια
του β παγκοσμίου πολέμου και πολλά από τα βιώματα του έφθασαν να καλύπτουν με
μελάνι τις έντυπες σελίδες του βιβλίου του. Η επιτυχία του οδήγησε τους γερμανούς παραγωγούς να αναλογίζονται μία
πιθανή μεταφορά από τη σελίδα στην οθόνη. Προσέγγισαν την αμερικανική
πλευρά για να το πετύχουν. Δημιουργοί, όπως ο βετεράνος Τζόν Στέρτζες και ο «ωμός» Ντόν
Σίτζελ προσεγγίστηκαν για να αναλάβουν την καλλιτεχνική του απόδοση. Αρνήθηκαν λόγω καλλιτεχνικών διαφορών.
Υπάρχουν
φήμες ότι οι παραγωγοί της εταιρείας παραγωγής «Bavaria Film» πλησίασαν τον Ρόμπερτ
Ρέντφορντ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έτσι ώστε να τους εξασφαλίσει τα
απαραίτητα κεφάλαια. Ο Ρέντφορντ δεν
συμφώνησε, αν και ενθουσιάστηκε από το σενάριο, καθώς δε θεωρούσε ότι θα ήταν
πειστικός στον ρόλο του γερμανού θαλασσόλυκου. Κάποια στιγμή, ακόμα και το
όνομα του Στήβεν Σπίλμπεργκ έπεσε
στο τραπέζι, δίχως επίσημη πρόταση. Το
έργο ήταν γερμανικό και ένας Γερμανός έπρεπε να το φέρει στο φως. Έτσι,
επιλέχθηκε ο «μάστορας» Βόλφγκανγκ
Πήτερσεν. Ο σκηνοθέτης είχε επιμεληθεί τηλεοπτικά φιλμ και με αυτό το έργο
του δόθηκε η ευκαιρία να μεταβεί εκεί που όφειλε να ανήκει, καιρός να το
αποδείξει λοιπόν.
Ο
Πήτερσεν αντιλήφθηκε τον πυρήνα της
ιστορίας και επιθύμησε να ακολουθήσει διαφορετική πορεία από αυτή που ήθελαν οι
Αμερικανοί. Δεν είχε σκοπό να αναδείξει
μία πολεμική ιστορία επικών διαστάσεων, αλλά μία αντιπολεμική ανθρώπινη
αντίστοιχη. Η σύγκρουση θα ήταν εσωτερική, με τις αντοχές και τα όρια του
εκάστοτε χαρακτήρα. Αστειευόμενος δήλωσε
πως αν οι θεατές του δεν ίδρωναν από την αγωνία, όπως οι ναύτες στο υποβρύχιο,
θα είχε αποτύχει τον σκοπό του. Εντούτοις, δεν απέτυχε, και ο λόγος ως επί
το πλείστον οφείλεται στο μέγεθος της παραγωγής του έργου. Βρισκόμαστε σε μία
δεκαετία, που τα ψηφιακά εφέ πρακτικά δεν υπάρχουν. Όλα έπρεπε να γίνουν με αληθοφάνεια!
Αυτός είναι ο λόγος που
κατασκευάστηκαν υποβρύχια τύπου «U-Boat» σε όλες τις πιθανές κλίμακες. Ναυπηγήθηκε ένα κανονικό σκάφος για τα εξωτερικά
πλάνα του ελλιμενισμού του. Κατασκευάστηκε ένα σετ 45 μέτρων, το οποίο θα
απεικόνιζε το εσωτερικό του υποβρυχίου. Ο
διάδρομος του ήταν λίγο πιο φαρδύς από τους αντίστοιχους των πραγματικών
σκαφών, για να περνάει η κάμερα. Ακόμα, χρησιμοποίησαν μοντέλα μεσαίας και
μικρότερης κλίμακας, για την κάλυψη των σκηνών της βύθισης, αλλά και των
υποβρυχίων λήψεων. Η παραγωγή κόστισε 32
εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, το μεγαλύτερο ποσό που δαπανήθηκε μέχρι τότε σε
κινηματογραφική ταινία.
Το
κλειδί της επιτυχίας, πέρα από το μέγεθος της παραγωγής, είναι η σκηνοθεσία. Η κάμερα γίνεται πρακτικά «ναύτης» ανάμεσα στο πλήρωμα και ακολουθεί τη διαρκή κίνηση τους. Ο φωτογράφος Τζόστ Βακάνο ελλείψει χώρου
σκέφτηκε να «δέσει» τον φακό του στο ταβάνι του σκάφους με ένα αντίστροφο «dolly train».
Αυτή η έντονη κινητικότητα έδωσε μία απίστευτη δυναμική στην κάλυψη, που
διατηρεί την αγωνία, κάθε φορά που κάτι συμβαίνει κατά από την επιφάνεια του
νερού. Το μοντάζ είναι αδυσώπητο, κόβει
κοφτά και στέκεται σε αποκλειστικά προσωπικά κάδρα. Οι ηθοποιοί επιχειρούν
σε πραγματικές συνθήκες, κάνοντας τη συνολική εμπειρία κάτι παραπάνω από
ρεαλιστική.
Ο Βόλφγκανγκ Πήτερσεν επέμενε στην
απεικόνιση της κούρασης και της φθοράς των ερμηνευτών του. Για ένα διάστημα επτά εβδομάδων, σκηνοθέτης και
ηθοποιοί κλείστηκαν σε ένα ξενοδοχείο για να αρχίσουν την προετοιμασία. Η όψη τους έπρεπε να φαίνεται χλωμή, λόγω
της απουσίας του ήλιου. Με το που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, κάθε ένας από
τους ερμηνευτές άφησαν γένια και μούσια για να υπογραμμιστεί περαιτέρω το
πέρασμα του χρόνου. Το εν λόγω φιλμ ωστόσο δεν έχει μία μονάχα μορφή. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, οι
συντελεστές είχα υλικό που έφθανε τις 240 ώρες κινηματογράφησης! Αυτό είχε
ως αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει η «θεατρική
εκδοχή», η «τηλεοπτική» και το
λεγόμενο «director’s cut». Ο ρυθμός ποικίλλει ανάλογα την εκάστοτε
κόπια. Ο τόνος όμως διατηρεί την
δραματική του αισθητική σε κάθε εκδοχή.
«Στο σετ-υποβρύχιο του ηθοποιού»:
Με
μία αμιγώς γερμανική παραγωγή να επωμίζεται το πρότζεκτ, το ερμηνευτικό επιτελείο απαρτίζεται στο σύνολο του από γερμανούς
ηθοποιούς. Πρωταγωνιστής είναι ο «ψυχρός εκτελεστής» Γιούργκεν Πρόχνοβ στον ρόλο του «καπετάνιου Λίμαν». Ο ερμηνευτής είναι καταπληκτικός στον ρόλο του! Γίνεται ένα με τον χαρακτήρα του και
ακολουθεί συνειδητά ή ασυνείδητα τη λεγόμενη «μέθοδο του ηθοποιού».
Κοιμάται στο σετ και φοράει τα ίδια ρούχα καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Αυτό δεν έρχεται δίχως επιπτώσεις, με τον Πρόχνοβ
να υποφέρει από δερματίτιδα και ωτίτιδα. Αυτά
ελάχιστα τον απασχολούν, όταν οι κάμερες τρέχουν, διατηρώντας ένα ατσάλινο βλέμμα
και παραδίδοντας μία ερμηνεία, που ταπεινώνει τους ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς
του Χόλυγουντ.
Οι
συμπρωταγωνιστές του εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος. Όλοι είναι απολύτως ταγμένοι σε αυτό το έργο και στη λεγόμενη «εκδοχή του
σκηνοθέτη» έχουν την στιγμή τους να λάμψουν. Ξεχωρίζουν οι Χέρμπερτ Γκρόμεγιερ (ανταποκριτής), Κλάους Βένεμαν (πρώτος μηχανικός), Μάρτιν Σέμελρογκε (δεύτερο αξιωματικός)
και ο Έρβιν Λέντερ (δεύτερος
μηχανικός).
Cut! Wir sind durch:
Κλείνοντας,
μέσα από αυτή την ταινία γίνεται λόγος
για το πλέον καταλυτικό αριστούργημα του γερμανικού και ως εκ τούτου ευρωπαϊκού
κινηματογράφου. Οι συντελεστές δίνουν ολοένα κλιμακούμενες ευκαιρίες στο
κοινό τους να απολαύσει την ιστορία στην ολότητα της. Αναλόγως την ευχέρεια χρόνου του καθενός και της καθεμιάς επιλέγεται
και η αντίστοιχη εκδοχή. Κατά τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας υπήρξε η
πρωτοβουλία να συνεχιστεί η ιστορία των θαλασσόλυκων σε τηλεοπτική συχνότητα. Ο βυθός της θάλασσας κατά το διάστημα του
πολέμου έχει ακόμα να δώσει πολλές ιστορίες!
Θα έβαζα με ενθουσιασμό ένα 9,1/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς