«Άντε Γεια» (1991) και το πέρασμα εποχών!

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Το αφιέρωμα μας στον ελληνικό κινηματογράφο συνεχίζεται με αδημονία και ενδιαφέρον για την επιλογή των έργων. Το νέο άρθρο δε θα αφορά μία ταινία της «χρυσής εποχής», αλλά ένα φίλμ που κινείται προς τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής αισθητικής και σινεμά. Ο λόγος για το έργο με τίτλο: «Άντε Γεια» (1991) του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Πάμε να δούμε με ποιόν τρόπο συντελείται η μεταβολή από τη «βιντεοκασέτα» σε μία πιο καλλιτεχνική προσέγγιση, και πως αυτή επικοινωνείται θεματικά.

Πλοκή;

Βρισκόμαστε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, Αθήνα, κατά τη δεκαετία του ’90. Ο Χρήστος, με καταγωγή από την Λευκάδα, έχει ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία και δοκιμάζει να κυνηγήσει μία καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Τα πράγματα δεν εξελίσσονται, όπως τα αναμένει και αναγκάζεται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Προσλαμβάνεται σε μία οικογενειακή επιχείρηση και δεν αργεί να γίνει οργανικό κομμάτι αυτής. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν εμπνεύσει τη γοητεία και το πάθος τόσο στη σύζυγο του αφεντικού του, όσο και στην κόρη του. Μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης του απώτερου σκοπού, συμβιβασμού και κατάφορου πάθους, ο Χρήστος θα κληθεί να επιλέξει, αν θα μείνει σε μία κατάσταση που ολοένα περιπλέκεται ή θα γνέψει «άντε γεια».

«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:

Ο ελληνικός κινηματογράφος από την τελευταία μας δημοσίευση, μέχρι και αυτή που εξετάζεται, πέρασε από πολλά στάδια. Η δεκαετία του ‘50-’60 αποτελεί την περίοδο ακμής και άνθησης, ενώ η μετάβαση από τον ασπρόμαυρο στον έγχρωμο κινηματογράφο αρχίζει να συντελείται. Κατά τη δεκαετία του ’70 και εξαιτίας της πολιτικής του καθεστώτος, ο κινηματογράφος αναλαμβάνει να αναδείξει φίλμ ιστορικού περιεχομένου, με τους αγαπημένους ηθοποιούς να γίνονται τιμημένα ιστορικά πρόσωπα. Η δεκαετία που ακολουθεί είναι μία περίοδος ευκολίας και μεταβολής. Η ευρεία χρήση του «βίντεο» ανανεώνει σε βαθμό το πλαίσιο και δημιουργεί άνευ προηγουμένου ζήτηση. Η ποιότητα πέφτει, αλλά το μέσο ανθίζει.

Η δεκαετία του ’90 όμως έρχεται για να μεταβάλει ξανά το πλαίσιο. Το όνομα του δημιουργού πίσω από την ταινία έχει ήδη αναφερθεί. Το θέμα είναι ποιος πραγματικά είναι ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος; Το πρώτο του μεγάλο βήμα ήταν η συν-σκηνοθεσία με τον Σάκη Μανιάτη του ντοκιμαντέρ «Μέγαρα» (1974). Η διάκριση και η απόσπαση πλήθος ευρωπαϊκών βραβείων άνοιξε έναν νέο δρόμο στον εξίσου νέο καλλιτέχνη. Μετέβηκε στην Αμερική για σπουδές και επέστρεψε στην πατρίδα του ιδρύοντας τη «Φιλμική Εταιρεία ΑΕ» (1987). Επιμελήθηκε την σκηνοθεσία τόσο διαφημιστικών σποτ, όσο και ταινιών μεγάλου μήκους. Το πρώτο του φίλμ μεγάλου μήκους ήταν ο «Ξαφνικός Έρωτας» (1984), ιστορία που βασίστηκε σε έργο του Βασίλη Αλεξάκη.

Ο σκηνοθέτης υποδέχεται τη νέα δεκαετία με μία ανάγκη για αλλαγή. Ας μη ξεχνάμε ότι η ίδια η δεκαετία αποπνέει αλλαγή, είτε αυτή είναι κοινωνική, οικονομική, πολιτική. Επιχειρεί να αποτραβηχτεί από ανάλαφρες ιδέες και ιστορίες και να αναδείξει αυτή τη μεταβολή που συναισθάνεται όλος ο κόσμος. Αποφασίζει μαζί με τον συνεργάτη πια Βασίλη Αλεξάκη να συγγράψουν ένα σενάριο, που να κάνει λόγο για μία περίοδο αλλαγής, όπως την βιώνει ένας νέος άνθρωπος. Από αυτό το σύνολο δεν μπορεί να λείπει ένα φλογερό ειδύλλιο, το οποίο απλώνεται σε παραπάνω από δύο χαρακτήρες. Τώρα, γνωρίζουμε ποια έργα επηρέασαν τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, αλλά δε αντίθεση με την προσέγγιση του προαναφερόμενου, διατηρείται ένα εγκάρδιο συναίσθημα στη συνθήκη.

Αναφορικά με την σκηνοθεσία, ο κύριος Τσεμπερόπουλος αφήνει τη μουσική άλλου ενός πιστού συνεργάτη του, του Σταμάτη Σπανουδάκη, να του δείξει την κατεύθυνση που θα λάβει. Η κάμερα είναι κολλημένη στο έδαφος, αλλά δεν είναι στατική. Λαμβάνει ικανοποιητικές αποστάσεις για να αναδείξει τη συνολική εικόνα. Οι λήψεις γίνονται ως επί το πλείστον σε αυθεντικούς χώρους, είτε αυτοί είναι εσωτερικοί, είτε εξωτερικοί δρόμοι. Κάθε περιήγηση χαρακτήρα υπογραμμίζει και την ανάγκη για αναζήτηση του σκοπού του. Η φωτογραφία του ακολουθεί τα μουντά ουδέτερα χρώματα της εποχής, εξάλλου βρισκόμαστε σε ένα αστικό πολυπληθές τοπίο. Ο φωτισμός όμως σε σκοτεινούς χώρους δίνει μία άλλη αίσθηση, εκείνη της ζωντάνιας.

«Στην πόλη των ηθοποιών»:

Το εν λόγω έργο έχει μία ανεπανάληπτη συγκέντρωση ηθοποιών, οι οποίοι πρωτοστάτησαν κατά τα επόμενα χρόνια σε κινηματογράφο και τηλεόραση.

Πρωταγωνιστής είναι ο Άλκης Κούρκουλος στον ρόλο του «Χρήστου». Ο ερμηνευτής ανταποκρίνεται κυριολεκτικά στον γαλλικό ορό «jeune premier», ελληνιστή «ζεν πρεμιέ». Η κινηματογράφηση του συνιστά ότι αποτελεί το επίκεντρο, γύρω από το οποίο κινείται η πλοκή και οι χαρακτήρες. Βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου και των εξελίξεων. Ερμηνευτικά, ο κύριος Κούρκουλος εισάγει έναν χαρακτήρα που έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και να πει το «άντε γεια». Έχει άνεση στον ρόλο και μία στωική επιβολή.

Συμπρωταγωνίστριες του είναι οι Καίτη Παπανίκα, η Τάνια Τρύπη και η Βάνα Μπάρμπα. Η πρώτη στον ρόλο της μητέρας, που αναλαμβάνει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης έχει συμβολική διάσταση. Είναι μία μελλοντική έκφανση του πρωταγωνιστή. Κινείται από το καθήκον προς την οικογένεια της, με την κυρία Παπανίκα να εξωτερικεύει διακριτικά κάτι βαθιά εσωτερικό.

Η κυρία Τρύπη στον ρόλο της «Φανής», μικρής κόρης της οικογένειας είναι απλά «ονειρική». Η αγνότητα σε συνδυασμό με τη νεότητα της έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός εύθραυστου χαρακτήρα που έχει ανάγκη να βιώσει πράγματα. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως εκπροσωπεί μία πτυχή του πρωταγωνιστή, από την οποία διήλθε και δεν μπορεί να επιστρέψει πλέον. Η χημεία της με τον Άλκη Κούρκουλου είναι μοναδική, δίνοντας στην πράξη τους ενδοιασμούς του ήρωα.

Η κυρία Μπάρμπα από την άλλη είναι ένας χαρακτήρας-μοχλός πίεσης για τον πρωταγωνιστή. Η σκηνική της παρουσία είναι περιορισμένη, αλλά καίρια, καθώς κινεί μερικώς την εξέλιξη της συναισθηματικής περιπλοκότητας. Αν ο χαρακτήρας του «Γρηγόρη» μπορεί να ταυτιστεί με κάποιον, αυτός είναι ο αντίστοιχος της Βάνα Μπάρμπα, και για αυτό ακριβώς τον λόγο την αποστρέφεται.

Τέλος, ο Κώστας Κόκλας, η Ρένια Λουιζίδου και η Φαίδρα Δούκα κάνουν το ντεμπούτο τους μέσα από τη σύντομη συμμετοχή τους.

Cut! Αυτό ήταν για σήμερα, παιδιά:

Κλείνοντας, η ταινία μετά από 34 χρόνια έχει αποκτήσει έναν κλασικό αέρα. Λόγω της άμεσης κάλυψης, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε την Αθήνα στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα. Παραμένει διαχρονική εξαιτίας της θεματικής του έρωτα, του καθήκοντος και του ρόλου. Δε θα ήταν παράδοξο ή περίεργο να πούμε, ότι δεν παύει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους νέους κινηματογραφιστές της χώρας μας.

Θα έβαζα με ευχάριστη έκπληξη ένα 8,9/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».


Διάρκεια: 1 ώρα και 33 λεπτά

Είδος: Αισθηματικό-Δράμα-Κοινωνικό

Σκηνοθεσία: Γιώρος Τσεμπερόπουλος

Πρωταγωνιστές: Άλκης Κούρκουλος, Καίτη Παπανίκα, Τάνια Τρύπη, Βάνα Μπάρμπα, Κώστας Κόκλας, Ρένια Λουϊζίδου, Φαίδρα Δούκα

#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #Γιώργος Τσεμπερόπουλος #ΑντεΓεια #Αισθηματικό #Δράμα #ΆλκηςΚούρκουλος #ΚαίτηΠαπανίκα #ΤάνιαΤρύπη 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις