«Αυτή η νύχτα μένει» (2000) και το βλέμμα στραμμένο στη νέα χιλιετία!
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Το
αφιέρωμα μας δεν ολοκληρώθηκε με τη διπλή δημοσίευση για την κινηματογραφική
και θεατρική εκδοχή της ιστορίας «Ας
περιμένουν οι γυναίκες». Αντιθέτως συνεχίζεται, και η νέα δημοσίευση αφορά ένα έργο που κατάφερε να απεικονίσει την
εικονική ακμή και βαθύτατη παρακμή της ελληνικής κοινωνίας κατά τις αρχές του
2000. Ο λόγος για την ταινία με τίτλο: «Αυτή η νύχτα μένει» (2000). Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο υποδέχεται
ο ελληνικός κινηματογράφος τον νέο αιώνα.
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
στην Αθήνα κατά την αυγή της νέας χιλιετίας του 2000. Ο Ανδρέας, ιδιοκτήτης καταστήματος ψιλικών ειδών και η Στέλλα, φιλόδοξη
ερασιτέχνης τραγουδίστρια διατηρούν μία ερωτική σχέση με εύθραυστη ισορροπία.
Κάθε τους αντιπαράθεση διαστέλλει ολοένα τη διάσταση ανάμεσα στο ζευγάρι. Η
διαφωνία τους θα κορυφωθεί και η Στέλλα
θα αποφασίσει να επιδιώξει μία καριέρα σε αμφίβολης αξιοπιστίας και ποιότητας
κέντρα διασκέδασης στον απομακρυσμένο βορρά. Μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης της απώτερης επιθυμίας, ο Ανδρέας θα
ταξιδέψει βόρεια για να βρει την αγαπημένη του, ενώ η Στέλλα θα αντιληφθεί το
κόστος μίας καριέρας που «μένει για μία νύχτα».
«Στην καρέκλα του σκηνοθέτη»:
Είθισται
στο εν λόγω αφιέρωμα να αναφερόμαστε στο όνομα του κύριου δημιουργού ήδη από
τον πρόλογο. Αυτή τη φορά δεν το κάναμε, αλλά αναμφίβολα θα μιλήσουμε για
αυτόν, και δεν είναι άλλος από τον Νίκο
Παναγιωτόπουλο. Ο καλλιτέχνης ανήκει σε αυτό που αποκαλούμε ως «δεύτερη γενιά». Δεν σκηνοθετεί δηλαδή
κατά τη «χρυσή εποχή» του εγχώριου
κινηματογράφου (1950-1960), αλλά εμπνέεται από αυτή. Με δεκαετείς σπουδές στο Παρίσι και την Σορβόνη ανακαλύπτει τη δίκη του φωνή, ενώ συγκατοικεί για ένα
διάστημα με τον «φιλόσοφο του σινεμά» Θεόδωρο
Αγγελόπουλο.
Κατά
τη δεκαετία του ’70, επιστρέφει πίσω στην Ελλάδα και αρχίζει το καλλιτεχνικό
του έργο. Οι ιστορίες με τις οποίες
καταπιάνεται έχουν ερωτικό συναισθηματικό υπόβαθρο και αφορούν τις σχέσεις των
ανθρώπων και με ποιον τρόπο αυτές δοκιμάζονται διαρκώς. Η ταινία με τον
χαρακτηριστικό τίτλο: «Οι τεμπέληδες της
εύφορης κοιλάδας» (1978) αποτελεί το μεγάλο το εμπορικό άνοιγμα, το οποίο
του αποφέρει μάλιστα και διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Θα χρειαστεί να
περάσουν κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια
και μία καταλυτική συνεργασία με τον συγγραφέα Θάνο Αλεξανδρή για να στρέψει ξανά τα φώτα πάνω του.
Στο φιλμ που εξετάζεται, η ίδια η
ιστορία είναι αυτή που κινεί την σκηνοθετική κατεύθυνση. Ο κόσμος της νύχτας έχει αφήσει τα χρονικά όρια που
του αναλογούν και έχει παρεισφρήσει στη διάρκεια της ημέρας. Η πλειοψηφία των κάδρων καλύπτουν τη νύχτα,
αλλά όταν οι ήρωες αλληλεπιδρούν την ημέρα, διατηρείται μία «νυχτερινή»,
σκοτεινή χροιά στην απόδοση του πρωινού φωτός. Η κάμερα ακολουθεί τους
πρωταγωνιστές, όπου και αν βρεθούν. Σε κλειστούς χώρους, ο φωτισμός φέρει προσεγμένη και υπολογισμένη ένταση, ενώ σε
εξωτερικούς, αρέσκεται να αποδίδει
συννεφιασμένους ορίζοντες και δειλινά.
Ο ρυθμός του έργου είναι καλός, παρά τη δίωρη σχεδόν διάρκεια του. Σε αυτό παίζει ρόλο το μοντάζ, το οποίο
τίθεται σε λειτουργία με έναν πρωτότυπο τρόπο. Η εναλλαγή των σκηνών
συντελείται συχνά με ένα «ξεθώριασμα»,
το οποίο ακολουθεί τις επιταγές της
τυχαιότητας. Αυτό δίνει στους/στις θεατές την αίσθηση ότι η δράση
καλύπτεται ενστικτωδώς. Η σεκάνς δεν
ολοκληρώνεται με το πέρας της και η εξέλιξη δεν παύει να υφίσταται, είτε
γίνεται ορατή στο κοινό, είτε όχι. Ο
τόνος διατηρείται σοβαρός, και δεν χαλαρώνει. Σκηνοθεσία και φωτογραφία
φροντίζουν για αυτό. Η βαριά λαϊκή
μουσική που δεσπόζει σημαντική θέση εντός της ταινίας και δεν αφήνει περιθώριο
παρέκκλισης.
«Στην πόλη των ηθοποιών»:
Ο
κύριος Παναγιωτόπουλος αποφασίζει να
στηρίξει το φιλμ του σε ερμηνευτές που δεν είχαν πρωθύστερη κινηματογραφική
εμπειρία. Το στοίχημα του αποδίδει και
με το παραπάνω, καθώς οι δύο νέοι πρωταγωνιστές είναι ελεύθεροι να επιχειρήσουν
με τους δικούς τους όρους.
Στον
πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε τον Νίκο
Κουρή και την Αθηνά Μαξίμου. Ο
πρώτος στον ρόλο του «Ανδρέα»
λειτουργεί ως σύνδεσμος των θεατών με τον κόσμο του έργου. Δεν ανήκει στη νύχτα, αλλά οφείλει να περάσει μέσα από αυτή, για να
βρει την αγαπημένη. Ερμηνευτικά, ο
κύριος Κουρής διαθέτει φρέσκο ερμηνευτικό αέρα και άνεση στον ρόλο του. Ο
φακός λατρεύει να τον καλύπτει, με το
ηθοποιό να εισέρχεται και συνάμα να εισάγει μία νέα περίοδο υποκριτικής τέχνης.
Η
δεύτερη, στον ρόλο της «Στέλλας»
πετυχαίνει κάτι αντίστοιχο του συμπρωταγωνιστή της. Η κυρία Μαξίμου λοιπόν φέρει επί της οθόνης μία πτυχή της ιστορίας που
συχνά μένει εκτός της δημοσιότητας, τον άνθρωπο πίσω από το μικρόφωνο, τις
ελπίδες, τις επιδιώξεις και τα όνειρα. Μπορεί η ιστορία να καλύπτει αυτή τη
συγκεκριμένη πτυχή, αλλά είναι η ερμηνεύτρια που καταφέρνει να εκπρόσωπος όλων
αυτών των «προσώπων». Υποκριτικά, η
ενέργεια της ξεπερνάει τα κινηματογραφικά όρια του έργου. Η κίνηση της, η
στάση της όλα συνθέτουν μία πολλά υποσχόμενη ηθοποιό.
Cut! Αυτό ήταν για σήμερα, παιδιά:
Κλείνοντας,
το έργο κατάφερε να καλύψει μία αλλόκοτη
για τα τωρινά δεδομένα εποχή. Σε σημεία είναι ίσως υπερβολική. Η ύπαιθρος
απεικονίζεται με τρόπο που δεν αρμόζει στην ελληνική αισθητική και λογική, αλλά η αλήθεια είναι πως η κοινωνία μας
μέσα στη ψευδαίσθηση της εποχής κατάφερε να ολισθήσει σε απόλυτες πνευματικές
αβύσσους. Η περίοδος που καλύπτει ενδεχομένως να πέρασε, η κληρονομιά της όμως στέκεται κραταιά.
Η ιστορία έφθασε στους τηλεοπτικούς δέκτες κατά το έτος 2022-2023, ενώ το ΚΘΒΕ πρόκειται να ανεβάσει μία θεατρική
εκδοχή του έργου.
Θα έβαζα με απόλυτη παραδοχή ένα 8,2/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».
Διάρκεια: 1 ώρα και 57 λεπτά
Είδος: Δράμα-Κοινωνικό
Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Πρωταγωνιστές: Νίκος Κουρής, Αθηνά Μαξίμου
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΝίκοςΠαναγιωτόπουλος #ΑυτήΗΝύχταΜένει #Δράμα #ΝίκοςΚουρής #ΑθηνάΜαξίμου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς