«Ας περιμένουν οι γυναίκες» (2025): Διασκευή ή Μιούζικαλ;
Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;
Έπειτα
από το άρθρο για το κινηματογραφικό έργο του Σταύρου Τσιώλη με τίτλο: «Ας
περιμένουν οι γυναίκες» (1998), λαμβάνουμε την ευκαιρία για ένα σύντομο
διάλειμμα με μία νέα δημοσίευση. Σε αυτή, θα μιλήσουμε για την θεατρική εκδοχή
της ιστορίας που κυκλοφόρησε φέτος, και άνοιξε αυλαία στην πόλη μας. Ο λόγος για
το θεατρικό έργο «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες – Μια κωμωδία βασισμένη στην ταινία
του Σταύρου Τσιώλη». Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε η μεταφορά από τη
λίμνη Βόλβη στο σανίδι.
Πλοκή;
Βρισκόμαστε
σε περιφερειακές οδούς στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας κατά τη δεκαετία
του ’90. Ο Πάνος και ο Μιχάλης είναι ελεύθεροι επαγγελματίες που εργάζονται για
το μεροκάματο. Λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, κοντά στην λίμνη Βόλβη ένα ζευγάρι
τους σταματάει για να τους ζητήσει οδηγίες. Ο Πάνος θαμπώνεται από τη γοητεία
της κοπέλας του ζευγαριού. Αποκαρδιωμένος που την αποχωρίζεται και που η ζωή
του δεν του επιτρέπει να απολαύσει τις μικρές χαρές αποπειράται να πνίγει στη
λίμνη Βόλβη. Ο φίλος του, Μιχάλης, τον διασώζει και οι δύο τους φιλοξενούνται σε
ένα οίκο ευγηρίας. Δεν αργεί να φθάσει και ο μπατζανάκης τους, Αντώνης. Μέσα σε
ένα κλίμα θεωρητικών, φιλοσοφικών συζητήσεων και κομματικών, πολιτικών
αντιθέσεων, οι τρεις άνδρες θα συμφιλιωθούν και θα αργήσουν στον προορισμός του
με αποτέλεσμα… να περιμένουν οι γυναίκες τους.
«Στην
σκηνή του σκηνοθέτη»:
Αν
θεωρήσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι η εξέλιξη του θεάτρου μέσα από την
τεχνολογία, τότε η διασκευή μίας ταινίας με θεατρικούς όρους φαντάζει -θα έλεγε
κανείς- ως επιστροφή στις ρίζες. Αυτή ακριβώς η αντίστροφη μεταφορά κρύβει
εκπλήξεις και ενδιαφέρον. Στην εν λόγω περίπτωση, ο Βαγγέλης Λάσκαρης, ένας
δημιουργός που έχει περάσει τόσο από το θέατρο, όσο και από τον κινηματογράφο
και την τηλεόραση, αναλαμβάνει το εγχείρημα. Αυτό είναι λογικό, καθώς ο
καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται τις δυναμικές του εκάστοτε μέσου, αλλά και τις
ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν.
Σκηνοθετικά,
η παράσταση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φίλμ της δεκαετίας του ’90. Προφανώς,
δεν έχει τον χώρο να αναπτυχθεί σε αυθεντική τοποθεσία, αλλά προσεγγίζει την
αδυναμία ως πλεονέκτημα για ακόμη εγκυρότερη διασκευή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σύντομα κομμάτια θεωρητικής αναζήτησης του κινηματογραφικού έργου να
περιορίζονται και να ενισχύεται στον αντίποδα ο ρυθμός. Αυτός είναι δέσμιος
αφενός του κυρίου Λάσκαρη, αφετέρου του Μιχάλη Χατζηαναστασίου, του υπεύθυνου
για τη μουσική επιμέλεια και σύνθεση. Ο τόνος διατηρείται περισσότερο εύθυμος
και με λιγότερο σκεπτικισμό.
Η
μουσική διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική εκδοχή, γεγονός που
διατηρήθηκε και στη θεατρική αντίστοιχη. Ο κύριος Χατζηαναστασίου μαζί με την
απόλυτα αρμονική κοινωνό των λαϊκών τραγουδιών, Αλεξάνδρα Μάγκου πρωταγωνιστούν
εντός και εκτός σκηνής. Η ζωντανή τους συμμετοχή καλύπτει τυχόν αστοχίες και
κενά που δημιουργούνται κατά τη μεταφορά και κρατούν τον κόσμο σε μία εύθυμη
εγρήγορση. Ορισμένοι ίσως να κουραστούν από τη διαρκή μουσική παρέμβαση, και δε
θα έχουν απολύτως άδικο. Η παραγωγή τους όμως ακολουθεί τις επιταγές της
αρτιότητας, ενώ πρόκειται για πολυαγαπημένα τραγούδια της λαϊκής μουσικής
σκηνής.
Το
σκηνικό της Κατερίνας Παπαγεωργίου ακολουθεί μία πληθωρική γραμμή.
Κατασκευασμένο από την «Kolossaion productions», τον Αλέξανδρο Κωνσταντινίδη
και την Ειρήνη Αγιανίτη, καλύπτει το σύνολο της σκηνής. Στα αριστερά έχει
τοποθετηθεί το χαρακτηριστικό κίτρινο βανάκι των ηρώων. Εμπρός του έχουν στηθεί
θερινά τραπεζοκαθίσματα. Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται η αντίστοιχη «ακτή της
Βόλβης», με πυκνή «βλάστηση», η οποία αποκρύβει και διευκολύνει την είσοδο και έξοδο των
ηθοποιών. Οι φωτισμοί του Γιάννη Κυρατζή είναι εξαιρετικά δραστήριοι, ιδίως με
το που αρχίζει η παραγωγή των τραγουδιών. Τα κουστούμια της Μυρτούς Μητσοπούλου
ακολουθούν την αισθητική των αντίστοιχων της ταινίας με ορισμένα να αποτελούν
ακριβείς συνδυασμούς.
«Στο
σανίδι των ηθοποιών»:
Ο
θίασος αποτελείται από πέντε ηθοποιούς. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος μοιράζεται
ανάμεσα στον Πέτρο Λαγούτη (Μιχάλης) και τον Τάσο Τζιβίσκο (Πάνος). Ο πρώτος
επιστέφει στο θεατρικό σανίδι με άλλη μία διασκευή. Η προηγούμενη προερχόταν
από το φίλμ με τίτλο: «Τέλειοι Ξένοι» (2016). Αυτή τη φορά αναλαμβάνει ένα
«συμπρωταγωνιστικό» ρόλο και του δίνει μία νέα πνοή με μεγαλύτερη σκηνική
παρουσία. Αποτελεί τον σύνδεσμο του κοινού με τον κόσμο που αναπτύσσεται επί
σκηνής, με τον ερμηνευτή να προσφέρει την αποκαλούμενη «εξήγηση Λαγούτη» στον
χαρακτήρα.
Ο
κύριος Τζιβίσκος από την άλλη εισέρχεται με ενέργεια στην σκηνή, κατά το
παράδειγμα του Γιάννη Ζουγανέλη, και δε σταματάει πουθενά. Αν και οι δύο
ηθοποιοί δε μοιάζουν στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, καταφέρνει να «πατήσει»
δημιουργικά επάνω στην πρωταρχική ερμηνεία, και να φέρει κάτι «γνώριμα καινούργιο».
Ο
Νικόλαος Βασιλειάδης στον ρόλο του «Αντώνη» αργεί να εμφανιστεί, όπως άλλωστε
και ο Σάκης Μπουλάς στην ταινία. Η ερμηνεία του είναι μετρημένη και
συγκροτημένη. Καταφέρνει μέσα από τη σοβαρότητα, και σαφώς τις ατάκες του να
προσφέρει κωμωδία. Οι Νικίτα Ηλιοπούλου και Μαγδαληνή Μπεκρή συμμετέχουν σε
μικρότερους ρόλους ενισχύοντας το ερμηνευτικό σύνολο.
Clap-Clap:
Κλείνοντας,
η διασκευή του φιλμ στη σύγχρονη θεατρική σκηνή, αν και πρόκληση, πετυχαίνει
τους σκοπούς της. Ενδεχομένως, να υπάρχει χώρος για αφηγηματική βελτίωση, αλλά
αναμφίβολα οι θεατές διασκεδάζουν μέσα από τη «μουσικοχορευτική» διάσταση του
έργου. Δεν έχει σκοπό να ξεπεράσει την κινηματογραφική εκδοχή και δεν
χρειάζεται. Η παράσταση διαθέτει δραματική υπόσταση και στέκεται ανεξάρτητη
στον στίβο των θεατρικών δρώμενων.
Θα έβαζα με εύθυμο συναίσθημα ένα 7,9/10 σε κλίμακα μέτρησης «αυτά μου αρέσουν».
Διάρκεια: 1 ώρα και 30 λεπτά
Είδος: Κωμωδία-Δράμα-Κοινωνικό
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης
Πρωταγωνιστές: Πέτρος Λαγούτης, Τάσος Τζιβίσκος, Νικόλαος Βασιλειάδης, Νικίτα Ηλιοπούλου, Μαγδαληνή Μπεκρή
#ΓιώργοςΤοκμακίδης #GiorgosTokmakidis #Blog #WritersOfTheDigitalRoundtable #Writehood #Άποψη #Κριτική #Θέατρο #ΒαγγέληςΛάσκαρης #ΑςΠεριμένουνΟιΓυναίκες #Κωμωδία #Δράμα #ΠέτροςΛαγούτης #ΤάσοςΤζιβίσκος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Επ, μη ξεχνάς να σχολιάσειςςς