Ο Βρυχηθμός Της Φλόγας: Κεφάλαιο Δωδέκατο: "Εκδίκηση και Λύτρωση"

Έχουμε χρόνο για εισαγωγή;

Στην προηγούμενη δημοσίευση κάναμε λόγο για την έναρξη μίας ευφάνταστης ιστορίας. Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τον κόσμο του Κ.Σ. Λιούις (Χρονικά Της Νάρνια) με τον αντίστοιχο του Κρίστοφερ Παολίνι (Έραγκον). Στο ενδέκατο μας κεφάλαιο με τίτλο "Πορεία Επιβίωσης" είδαμε τον Ρόραν να μεταβαίνει γύρω από τον μυστηριώδη όρμο του "Σάρκτουθ", τον Έντμουντ να θυμάται τη βασιλική του κληρονομιά και τον Έραγκον να προετοιμάζεται για την αληθινή του πρόκληση. Στο νέο, δωδέκατο κεφάλαιο με τίτλο: "Εκδίκηση και Λύτρωση" θα δούμε τον Ρόραν να επιτίθεται στους πειρατές της Κουέστα, τον Έντμουντ να εμπνέει τους μελοθάνατους και τον Έραγκον να εμπλέκεται σε μία πουδιάστατη σύγκρουση που ξεπερνάει το όρια του κόσμου.

Οι επιζήσαντες των τριών καταστροφών, της πολιορκίας του Κάρβαχολ, της άλωσης της Νάρντα και της νυχτερινής ναυμαχίας στο Σάρκτουθ, έμοιαζαν πλέον περισσότερο με φαντάσματα παρά με ανθρώπους. Το θαλασσινό αλάτι είχε ξεράνει τα χείλη τους, η πείνα είχε σκαλίσει τα πλευρά τους και η απελπισία βάραινε πάνω τους περισσότερο κι από τον άνεμο.

Ο Ρόραν τους κοιτούσε έναν έναν να σωριάζονται στο κατάστρωμα. Απόκοσμες φιγούρες, μισοπεθαμένες. Κι όμως, εκείνος στεκόταν ακόμη όρθιος ή τουλάχιστον προσπαθούσε. Μόνο η θύμηση της Κατρίνα τον κρατούσε. Η υπόσχεση ότι θα τη βρει. Η υπόσχεση ότι θα ζήσει.

Δύο μέρες έπλευσαν έτσι, σαν σκιά πλοίου. Κανένα άλλο σκάφος δεν τους πλησίασε. Κανένα θαλάσσιο κτήνος δεν τους ενόχλησε. Ακόμα και οι πολέμαρχοι της ακτής δεν είχαν διάθεση να ασχοληθούν με ένα κουφάρι που παραδέρνει στην άκρη του κόσμου.

Ήταν οι ψαράδες της νησιωτικής πρωτεύουσας Ίσαμ που τους είδαν πρώτοι. Ένα απόκοσμο πλοίο που έπλεε στραβά, έτοιμο να βυθιστεί. Έστειλαν βαρκούλες, έστειλαν πλοιάρια, και όρμησαν πάνω στο κουφάρι του σκάφους.

Κανένας άνθρωπος δεν απαντούσε στις φωνές τους. Κανείς, εκτός από έναν…

Ο Ρόραν, τυλιγμένος γύρω από το πηδάλιο σαν να ήταν το τελευταίο ξύλο που τον ένωνε με τον κόσμο των ζωντανών. Σήκωσε το βλέμμα. Σκόρπιες λέξεις βγήκαν από τα ξεραμένα χείλη του, πριν σωριαστεί: «Τ… Τζέοντ… Κουάστα… βοηθήστε τους…»

Οι ναυτικοί έδρασαν χωρίς δισταγμό. Δεν είδαν αυτοκρατορικά σύμβολα. Δεν είδαν απειλή. Είδαν ανάγκη, και κινήθηκαν αναλόγως. Μάζεψαν τους χωρικούς, τοποθέτησαν τους περισσότερους σε πρόχειρους θαλάμους, κι έστειλαν αγγελιαφόρους στους Βάρντεν που είχαν στρατοπεδεύσει στα όρια της Σούρντα.

Όταν ο Ρόραν ξανάνοιξε τα μάτια του, δέος και τρόμος αναμίχθηκαν μέσα του. Στο πλευρό του στέκονταν επαναστάτες Βάρντεν, και ανάμεσά τους εκείνη, η κόρη του βασιλιά Άζιχαντ, η πριγκίπισσα Νασουάντα. Το βλέμμα της ήταν φωτιά. Η διάθεσή της, ατσάλι. Δεν περίμενε εντολές. Ήταν η ίδια μία εντολή από μόνη της. Πριν προλάβει να μιλήσει ο Ρόραν, εκείνη είχε ήδη αποφασίσει:

«Θα τους χτυπήσουμε εκεί που πονάνε. Θα τους πάρουμε πίσω. Και η Κουάστα θα καεί.»

Κι έτσι διέταξε τα συνεργεία των νησιωτών να ετοιμάσουν τους «πλωτούς δράκους», βάρκες γεμάτες εκρηκτικά, έτοιμες να σκάσουν μέσα στην καρδιά του πειρατικού στόλου. Ο Ρόραν ζήτησε να συμμετάσχει στην αποστολή, και δεν του αρνήθηκαν. Μια μικρή γαλέρα, ευκίνητη σαν αρπακτικό, μαζί με πλοιάρια συνοδείας και δώδεκα «πλωτούς δράκους», κατευθύνθηκαν προς το Σάρκτουθ. Οι περιπολίες των πειρατών ήταν ελάχιστες. Μεθυσμένοι από τη νίκη τους, δεν υποψιάζονταν τίποτα.

Όταν η νύχτα έπεσε, οι «δράκοι» άναψαν. Μικρές φλόγες, που γρήγορα έγιναν θύελλα. Ένας πειρατής φώναξε από το κατάστρωμα: «Φωτιά στη θάλασσα!»

Αλλά ήταν αργά. Το ένα πλοίο μετά το άλλο ανατιναζόταν. Η θάλασσα άναψε σαν να κολυμπούσε μέσα της ο ίδιος ο δράκος της αρχέγονης φωτιάς. Ο Ρόραν ούρλιαζε από λύσσα, η πριγκίπισσα από οργή. Η θάλασσα έβραζε, και το λιμάνι της Κουάστα είχε γίνει κόλαση.

Η γαλέρα χτύπησε από την πλευρά που είχαν αφήσει αλώβητη. Εκεί όπου τα συντρίμμια δεν επέτρεπαν σε μεγαλύτερα πλοία να περάσουν. Οι στεριανοί πειρατές έτρεξαν προς την έξοδο και έπεσαν πάνω στους Βάρντεν. Τα δόρατα τους έλαμψαν. Οι φωνές έσβησαν. Η πειρατική φρουρά καταλύθηκε.

Ο Ρόραν προχώρησε σαν φάντασμα μέσα στα καμένα δρομάκια προς τις φυλακές. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο, ίσως εκεί μέσα να ήταν η Κατρίνα. Ίσως εκεί μέσα να ήταν οι σύντροφοί του. Τα κελιά όμως ήταν άδεια. Οι μόνοι ζωντανοί ήταν πειρατές που είχαν κρυφτεί μέσα για να γλιτώσουν τις φλόγες. Ο Ρόραν τους άρπαξε.

«Πού τους πήγατε;»

Η απάντηση έπεσε σαν παγωνιά:

«Τους… τους στείλαμε στο Χέλγκραιντ… στο βασίλειο των Ράζακ…»

Ο χρόνος πάγωσε. Ο Ρόραν ένιωσε το αίμα του να παγώνει και ταυτόχρονα να βράζει. Το Χέλγκραιντ… Στην ίδια στιγμή κατάλαβε ότι όλο το ταξίδι τους δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή. Μία νέα κόλαση τους περίμενε, και ο Ρόραν θα περνούσε μέσα της, ακόμη κι αν έπρεπε να την κατεδαφίσει πέτρα πέτρα.

Εν τω μεταξύ στις φυλακές του «Χέλγκραιντ»:

Ο Έντμουντ βρισκόταν στο όριο της ψυχικής του κατάρρευσης. Η αναγγελία της τελικής μάχης, η βεβαιότητα του θανάτου, η απελπισία των συγκρατουμένων του όλα τον έσπρωχναν προς την άβυσσο.

Μα τότε… η Φωνή. Βαθιά, αρχαία, γεμάτη βρυχηθμό και φως. Ένα κάλεσμα από πέρα από τον κόσμο, από εκεί όπου η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ.

«Στάσου στο ύψος σου, βασιλιά Έντμουντ. Ο Βρυχηθμός της Φλόγας θα ηχήσει στην αρένα και εσύ θα είσαι ο νικητής. Πίστεψε… πίστεψε!»

Σαν να έσπασε ένα αόρατο δεσμό πάνω του. Σηκώθηκε από το άχυρο όπου ήταν ξαπλωμένος, ακόμη με το υγρό ύφασμα της Κατρίνα στο μέτωπό του. Μόλις σηκώθηκε, οι κραυγές υστερίας που γέμιζαν το κελί έμοιασαν να χαμηλώνουν.

Ένα φως, όχι πραγματικό, αλλά εσωτερικό φώτισε το βλέμμα του. Ο Έντμουντ ένιωσε ξανά την πίστη του να θεριεύει και μίλησε:

«Αδελφοί μου… δεν μας έφεραν εδώ για να ζήσουμε. Μα ούτε και για να πεθάνουμε.
Μας έφεραν εδώ για να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε. Και αυτό… δεν θα τους το δώσουμε. Μας έσπασαν τα κόκαλα, μα όχι τη θέληση. Μας πήραν την ελευθερία, μα όχι την ψυχή. Μας έκλεισαν στο σκοτάδι, μα όχι στη λησμονιά.

Ακούστε με!

Όσο μέσα μας καίει ακόμη μια σπίθα, έστω μικρή, έστω τρεμάμενη, κανένας Ράζακ, κανένας άρχοντας, κανένας αυτοκράτορας δεν μπορεί να μας νικήσει…»

Τα λόγια του δεν ήταν πολλά, αλλά κάθε λέξη είχε μέσα της τη δύναμη της φλόγας που ζεσταίνει μια καρδιά στην καρδιά του χειμώνα.

Στην αρχή, μόνο η Κατρίνα τον άκουσε και στάθηκε όρθια πρώτη. Πήρε μία βαθιά ανάσα, τα μάτια της ξαναβρήκαν τη σπίθα τους. Ύστερα σήκωσαν το κεφάλι κι άλλοι. Σύντομα, μέσα σε εκείνο το θολό, παγωμένο κελί… αναδύθηκε κάτι που είχε πολύ καιρό να ακουστεί: η ελπίδα. Η υστερία έσβησε. Οι κραυγές έγιναν ψίθυροι.
Οι ψίθυροι έγιναν αποφασισμένα βλέμματα. Οι καταρρακωμένοι σκλαβωμένοι βρήκαν ξανά το κουράγιο τους:

«…Απόψε, εδώ, στο κελί, θα ξαναγεννηθούμε ως πολεμιστές. Όχι για τις νίκες. Όχι για τους τίτλους. Αλλά για να φωνάξουμε με τη στερνή μας ανάσα:

Είμαστε ζωντανοί! Και δεν φοβόμαστε πια. Όποιος θέλει να σταθεί πλάι μου…
ας σηκωθεί τώρα!»

Ο Όρικ ήταν ο τελευταίος που σηκώθηκε. Τα πλευρά του τον πονούσαν από την προηγούμενη μάχη. Κάθε ανάσα ήταν μαχαιριά.

Και όμως σηκώθηκε. Δεν μίλησε. Έγνεψε καταφατικά απλώς στον Έντμουντ. Ένα απλό νεύμα που έλεγε: «Είμαι μαζί σου, παλικάρι μου.»

Τότε, οι κρατούμενοι, άντρες και γυναίκες, νάνοι, άνθρωποι, απόκληροι και αιχμάλωτοι από κάθε γωνιά του κόσμου χτύπησαν τις γροθιές τους στα σίδερα, απαιτώντας δυνατά:

«Στην αρένα! Στην αρένα! Φέρτε μας στη μάχη!»

Οι φρουροί των Ράζακ, λίγοι σε αριθμό και εξαντλημένοι από τις πρόσφατες μάχες, ένιωσαν φόβο. Όχι φόβο για τα όπλα, οι αιχμάλωτοι εξάλλου δεν είχαν κανένα.
Αλλά φόβο για το αδάμαστο πνεύμα τους. Όταν μια μάζα ανθρώπων ξαναβρίσκει την ψυχή της, ούτε οι νυχιές των Ράζακ ούτε τα σιδερένια ραβδιά των φρουρών μπορούν να την σταματήσουν.

Χρειάστηκε να καλέσουν ενισχύσεις. Και ακόμη κι αυτές δίσταζαν. Τότε εμφανίστηκε ένας αξιωματικός, υποδιοικητής του αυτοκρατορικού συντάγματος. Δεν έδειχνε φόβο, μόνο νεύρα. Η φωνή του σκέπασε τα πάντα: «Η μάχη… αναβάλλεται! Για τρεις ημέρες!»

Χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν τολμούσε να συναντήσει τα μάτια των αιχμαλώτων.

«Ο άρχοντας των Ράζακ αναμένει… καλεσμένους.»

Οι φρουροί οπισθοχώρησαν. Οι πύλες έκλεισαν με υπόκωφο βρόντο. Η άμμος της αρένας περίμενε. Τρεις ημέρες. Τρεις νύχτες. Ο χρόνος ως την τελική σύγκρουση άρχισε να μετράει, και αυτή τη φορά… οι αιχμάλωτοι δεν φοβούνταν.

Παράλληλα, σε μία άλλη διάσταση:

Ο Έραγκον ακολούθησε τη δρακοκαβαλάρισσα Όρομε βαθιά μέσα στη σπηλιά, τόσο βαθιά που το φως πίσω τους έσβησε σαν να το κατάπιε ένας άλλος κόσμος. Το σκοτάδι έγινε παχύ, σχεδόν απτό. Ο νεαρός αναβάτης ένιωσε σαν να βάδιζε ανάμεσα σε δύο διαστάσεις, να ακροβατεί πάνω σε μία λεπτή κλωστή που ένωνε το ορατό με το αόρατο, το παρόν με κάτι αρχαίο, πρωτογενές.

Όταν πέρασαν το τελευταίο στρώμα βράχου, βγήκαν στο φως της μέρας. Και ο Έραγκον πάγωσε. Η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Οι Βάρντεν, δίχως εκείνον, είχαν επιτεθεί στον Γκαλμπατόριξ, και είχαν αποτύχει. Ο αυτοκράτορας, σαν σκοτεινή καταιγίδα, τους είχε στριμώξει ακριβώς στην ίδια πλαγιά, όπου κάποτε είχαν τιμήσει τον Μπρόμ. Ο γυάλινος τάφος έστεκε ανέπαφος στη μέση του χάους, φωτίζοντας με μια παγερή λαμπρότητα το απόλυτο όπλο που κρατούσε στο εσωτερικό του: «μια λέξη λέξεων», το ξόρκι που μπορούσε να γονατίσει θεούς και βασιλείς.

Ο Άζιχαντ όρμησε προς τον αυτοκράτορα σαν λιοντάρι, αλλά ένα μακρύ δόρυ τον διαπέρασε πριν καν πλησιάσει. Η πριγκίπισσα Νασουάντα ούρλιαξε, έπεσε πάνω στον δράκο του Γκαλμπατόριξ, μα εκείνος την έπιασε από τον λαιμό και τον έσπασε σαν καλάμι.

Το μέτωπο των Βάρντεν κλονίστηκε. Η Άρυα, με μάτια φλογισμένα, σήκωσε το χέρι και ξόρκια ξεπήδησαν σαν πυρσός από την καρδιά της. Φωτιά, φως, κρούσεις ενέργειας. Ο αυτοκράτορας σήκωσε μια διάφανη ασπίδα, ατάραχος, και η δύναμη της κοιλάδας φάνηκε να δονείται.

«Έραγκον!» φώναξε η Άρυα. «Βοήθησέ με!»

Ο Έραγκον γύρισε να κοιτάξει την Όρομε. Εκείνη δεν είπε τίποτα, στάθηκε αγέρωχη εμπρός της καταστροφής.

Με το «Μπρίνσιγκερ» δεμένο στη μέση του, ο Έραγκον άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο πολέμου. Μα πριν προλάβει να φτάσει την Άρυα, ο αυτοκράτορας έδωσε πρόσταγμα. Ο δράκος του, μαύρος σαν άβυσσος, άνοιξε τα φτερά και όρμησε. Στις πρώτες πυρκαγιές, οι άμυνες των υπερασπιστών έπεσαν σαν σπασμένα κλαδιά. Σκλήθρες και στάχτες. Η Άρυα αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.

Τότε εμφανίστηκαν οι Ούργκαλ, ξεπροβάλλοντας από ένα μυστικό πέρασμα της πλαγιάς. Έκλεισαν τον δρόμο του Έραγκον σαν πέτρινο τείχος. Ο Έραγκον χτύπησε. Με οργή. Με απόγνωση. Με δύναμη που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Ξόρκια που δεν γνώριζε ότι υπήρχαν βγήκαν μόνοι τους από τα χείλη του. Η γη έτριξε. Αστραπές σάρωσαν τους εχθρούς. Ο αέρας σφύριξε από την υπερβολική ενέργεια. Μα ήταν αργά… Γκαλμπατόριξ και Άρυα είχαν ήδη εμπλακεί σε μονομαχία. Η Άρυα ήταν γρήγορη, λεπτή σαν ξίφος. Εκείνος ήταν ασταμάτητος, βαρύς, τρομερός.

Ο Γκαλμπατόριξ έμπηξε το σπαθί του στα πλευρά της Άρυα. Το πρόσωπό της πάγωσε, δηλητήριο και μαγεία τύλιξαν τις φλέβες της. Ένα μαύρο τριαντάφυλλο άνθισε εκεί όπου ήταν η ζωή της. Ο Έραγκον ούρλιαξε. Ήταν ένα ουρλιαχτό που δεν ήταν ανθρώπινο. Μια φωνή φτιαγμένη από φωτιά και σκιά, από θυμό και γη.

Το έδαφος υποχώρησε. Ολόκληρη η πλαγιά άνοιξε. Λάβα ξέσπασε σαν ανάσα δράκου από την καρδιά της γης. Οι στρατοί παρασύρθηκαν στο κενό. Ο Έραγκον και ο Γκαλμπατόριξ συγκρούστηκαν στο κέντρο του χάους. Τα χτυπήματά τους διαλύανε δέντρα, πέτρες, σάρκες. Ο αυτοκράτορας ήταν υπερβολικά δυνατός. Ακόμα και για τον Έραγκον.

Και τότε, όταν ο νεαρός αναβάτης αποδεχόταν μέσα του πως αυτό ήταν το τέλος του, ο τάφος του Μπρόμ ράγισε. Από μέσα ξύπνησε κάτι αρχαίο.
Κάτι μεγάλο. Κάτι που δεν έπρεπε να έχει ξυπνήσει. Ο Μπρόμ σηκώθηκε. Τα μάτια του έλαμπαν με δύναμη που κανείς θνητός δεν άντεχε να κοιτάξει. Σήκωσε το χέρι του και ψιθύρισε «τη λέξη των λέξεων».

Ο Γκαλμπατόριξ διαλύθηκε σε κόκκους μαύρης πέτρας. Σκόρπισε σαν στάχτη στη θύελλα. Ο Έραγκον έτρεξε στον δάσκαλό του, έπεσε στα γόνατα και τον αγκάλιασε με δάκρυα.

«Δεν περίμενα… ότι θα σε έβλεπα ξανά, Μπρόμ. Μου έλειψες.»

Ο Μπρόμ χαμογέλασε, αλλά δεν ήταν το χαμόγελο που θυμόταν.

«Κι εμένα, αγόρι μου. Είμαι περήφανος για αυτό που έγινες. Μα τώρα… ήρθε η ώρα για το τελευταίο σου μάθημα.»

Τα μάτια του ασήμωσαν. Ο αέρας γύρω του πάγωσε.

«Θα μάθεις τη λέξη των λέξεων. Θα γίνεις ο άρχοντας του κόσμου. Ο κόσμος χρειάζεται έλεγχο, τάξη. Εσύ και η Σαφίρα θα χτίσετε μια νέα δυναστεία αναβατών και δράκων. Μία αιωνιότητα εξουσίας. Είσαι έτοιμος;»

«Όχι!» φώναξε ο Έραγκον. «Δεν είμαι άρχοντας! Είμαι ένα αγροτόπαιδο, Μπρόμ!»

Τα μάτια του Μπρόμ σκοτείνιασαν.

«Ξέχνα ποιος ήσουν. Γίνε αυτό που μπορείς να γίνεις.»

«Όχι! Είσαι… κάτι άλλο. Κάποιος άλλος. Γύρνα πίσω από εκεί που ήρθες, στοιχειό

Η Σαφίρα κατέβηκε από τον ουρανό, τραβώντας με τα νύχια της το κουφάρι του αυτοκρατορικού δράκου. Τα μάτια της έλαμπαν με μια επικίνδυνη, ξένη φλόγα.

«Άκουσέ με, Έραγκον,» του είπε. «Δε θα επιβιώσουμε, αν δεν επιβληθούμε τώρα. Η λέξη των λέξεων… είναι η ευκαιρία μας να γίνουμε άτρωτοι. Να μη χαθούμε ποτέ ξανά.»

«Όχι… όχι, Σαφίρα… όχι εσύ…» ψιθύρισε εκείνος. «Ακόμα και αν πρέπει να περάσει μέσα από μένα η δύναμη σου, δεν θα γίνω αυτοκράτορας!»

Η δράκαινα χαμήλωσε το κεφάλι.

«Μικρέ, ασήμαντε νεαρέ…» η φωνή της βγήκε διπλή, σαν να μιλούσαν δύο πλάσματα μαζί. «Δεν σε χρειάζομαι πια. Έχω τον Μπρόμ να με οδηγεί. Μαζί θα φέρουμε τη μάστιγα των δράκων πάνω στο γένος των ανθρώπων.»

Ο Έραγκον σήκωσε το σπαθί του: «Τελείωσε, τότε. Ας είμαι εγώ ο πρώτος που θα γευτεί τη φλόγα σου!»

Disclaimer: Δε διαθέτουμε τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων, έργων, κόσμων, χαρακτήρων. Αυτή η δημοσίευση αποτελεί έργο φανταστικής μυθοπλασίας και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στην προσβολή της εκάστοτε ιδιοκτησίας, ούτε στην εκμετάλλευση της με οικονομικά κίνητρα. Το μοναδικό μας κίνητρο είναι να δραστηριοποιήσουμε την σκέψη μας και να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να συμβεί, αν οι δύο κόσμοι με κάποιον τρόπο ενώνονταν σε ένα πλαίσιο περισυλλογής και συζήτησης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις